Ἀρχηγὸν
Στρατοῦ Θεσσαλονίκην. Βεβαιούμενος ἀπὸ τὸ ἐκ Θεσσαλονίκης σταλέν μοι τὴν
ἑσπέραν ταύτην τηλεγράφημα τῆς Ὑμετέρας Βασιλικῆς Ὑψηλότητος τὴν
εἴσοδον αὐτῆς καὶ συνεπῶς καὶ τοῦ ἡμετέρου στρατοῦ εἰς τὴν πρωτεύουσαν
τῆς Μακεδονίας, σπεύδω νὰ διαβιβάσω αὐτῇ καὶ τῷ γενναίῳ στρατῷ τὰ θερμὰ
συγχαρητήρια τῆς Κυβερνήσεως.
Ἀθῆναι 28-Χ-12 Μεσονύκτιον
Βενιζέλος
Το συγχαρητήριο τηλεγράφημα του Έλληνα πρωθυπουργού Ελευθέριου
Βενιζέλου στάλθηκε στον αρχιστράτηγο του Ελληνικού Στρατού Διάδοχο
Κωνσταντίνο την ημέρα που ο ίδιος, επικεφαλής της Ι Μεραρχίας, εισήλθε
στη Θεσσαλονίκη. Η πόλη είχε παραδοθεί δύο ημέρες νωρίτερα στον Ελληνικό
Στρατό από τον Χασάν Ταχσίν πασά, αρχιστράτηγο των οθωμανικών δυνάμεων
που επί είκοσι ημέρες δεν είχαν καταφέρει να ανακόψουν τη νικηφόρα
πορεία των ελληνικών στρατευμάτων.
Η ιστορική καταγραφή της απελευθέρωσης της Θεσσαλονίκης το 1912 από
τους Οθωμανούς από το Γενικό Επιτελείο Στρατού έχει ιδιαίτερο
ενδιαφέρον, καθώς φωτίζονται πτυχές των γεγονότων που έλαβαν τότε χώρα
και παρουσιάζονται σημαντικά έγγραφα, όπως η εντολή που είχε δοθεί στον
Στρατηγό Καλλάρη για την κατάληψη της Θεσσαλονίκης και η σύμβαση
παραχώρησης της πόλης από τους Οθωμανούς στους Έλληνες.
Διαβάζουμε στο σχετικό κείμενο του Γενικού Επιτελείου Στρατού:
Ο πόλεμος εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας κηρύχθηκε από την
Ελλάδα στις 5 Οκτωβρίου, ενώ είχαν προηγηθεί τα υπόλοιπα συμμαχικά
βαλκανικά κράτη, και την ίδια ημέρα ξεκίνησε η προέλαση του Ελληνικού
Στρατού σε δύο μέτωπα, στην Ήπειρο και στη Θεσσαλία. Ο Ελληνικός Στρατός
Θεσσαλίας περιλάμβανε 7 μεραρχίες, την Ταξιαρχία Ιππικού, 4 τάγματα
Ευζώνων, βοηθητικές μονάδες και την υπηρεσία των μετόπισθεν, δηλαδή
συνολικά 100.000 άνδρες και 23.000 κτήνη και είχε να αντιμετωπίσει
ισχυρά οθωμανικά στρατεύματα τα οποία, όμως, υστερούσαν σημαντικά σε
πεζικό. Έτσι, τις πρώτες ημέρες του πολέμου, οι ελληνικές δυνάμεις
κατήγαγαν σημαντικές νίκες απελευθερώνοντας την Ελασσόνα, τη Δεσκάτη, το
Σαραντάπορο και τα Σέρβια, και στις 11 Οκτωβρίου εισήλθαν, χωρίς σοβαρή
αντίσταση, στην Κοζάνη.
Στις 12 Οκτωβρίου, ενώ το Γενικό Στρατηγείο βρισκόταν στα Σέρβια και
μεγάλο μέρος των ελληνικών δυνάμεων ήταν στην περιοχή της Κοζάνης,
τέθηκε για πρώτη φορά το ζήτημα της μετέπειτα πορείας του στρατού. Το
Γενικό Στρατηγείο, μη γνωρίζοντας ακριβώς την κίνηση των οθωμανικών
στρατευμάτων αλλά έχοντας πληροφορίες ότι ο μεγαλύτερος όγκος όσων είχαν
υποχωρήσει από το Σαραντάπορο είχε συμπτυχθεί προς τα βόρεια, σκόπευε
να κινηθεί προς το Μοναστήρι, προκειμένου να ολοκληρώσει την αποστολή
του σύμφωνα με τους καθαρά στρατιωτικούς όρους, δηλαδή να επιτύχει τη
συντριβή του εχθρού και έπειτα να προωθηθεί προς τη Βέροια και τη
Θεσσαλονίκη. Την ίδια ημέρα, όμως, ο διάδοχος έλαβε τηλεγράφημα από τον
πρωθυπουργό Ελευθέριο Βενιζέλο, ο οποίος ζητούσε να μάθει τη μετέπειτα
πορεία του στρατού επισημαίνοντας ότι σπουδαίοι πολιτικοί λόγοι
επέβαλλαν τη γρήγορη είσοδό του στη Θεσσαλονίκη. Παρόμοια σύσταση έκανε
στον αρχιστράτηγο και ο υπουργός Εξωτερικών Λάμπρος Κορομηλάς,
ενημερώνοντάς τον για τις κατακτήσεις των συμμάχων και τον κίνδυνο να
εισέλθουν πρώτοι στην πόλη.
Την επομένη, 13 Οκτωβρίου, τα ελληνικά στρατεύματα συνέχισαν την
προέλασή τους σύμφωνα με το αρχικό σχέδιο και το Γενικό Στρατηγείο
εγκαταστάθηκε στην Κοζάνη. Εκεί, όμως, έπειτα από τις πληροφορίες που
συνέλεξαν τα τμήματα αναγνωρίσεως για την κίνηση του Οθωμανικού Στρατού
προς τα ανατολικά, σε συνδυασμό με την επιτακτική επιμονή της κυβέρνησης
για την άμεση στροφή του Ελληνικού Στρατού προς απελευθέρωση της
Θεσσαλονίκης, εξέδωσε νέα διαταγή. Σύμφωνα με αυτή, από το επόμενο πρωί
όλες οι μονάδες θα προωθούνταν προς την κατεύθυνση της πολυπόθητης
πόλης. Ωστόσο, παρά την τελική σύμπνοια στη λήψη των κρίσιμων αποφάσεων,
η κυβερνητική επέμβαση στην όλη διαδικασία ανέδειξε την ένταση μεταξύ
πρωθυπουργού και διαδόχου, η οποία αποτέλεσε την αρχή της σοβαρής
σύγκρουσης των δύο ανδρών, με τα γνωστά αποτελέσματα, λίγα χρόνια
αργότερα.
Στις μέρες που ακολούθησαν, έλαβε χώρα ένας πραγματικός αγώνας δρόμου
τόσο στα πεδία των μαχών όσο και στον τομέα των πληροφοριών για την
τύχη της Θεσσαλονίκης. Στις 16 Οκτωβρίου, ο Ελληνικός Στρατός
απελευθέρωσε τη Βέροια και την Κατερίνη και στις 19-20 Οκτωβρίου έδωσε
την τελευταία νικηφόρα μάχη του στα Γιαννιτσά, όπου η τουρκική διοίκηση
είχε επιλέξει να εγκαταστήσει την άμυνά της για να ανακόψει την πορεία
του. Η νίκη εκείνη ουσιαστικά κατοχύρωσε την κυριαρχία του Ελληνικού
Στρατού στη διεκδίκηση της Θεσσαλονίκης.
Μετά τη νίκη στα Γιαννιτσά, η ελληνική πλευρά έλαβε όλα τα απαραίτητα
προπαρασκευαστικά μέτρα για την αντιμετώπιση του τελευταίου εμποδίου
μέχρι τη Θεσσαλονίκη: τη διάβαση του ποταμού Αξιού. Το εγχείρημα
προγραμματίστηκε για τη νύχτα 23/24 Οκτωβρίου και δεν ήταν εύκολο, καθώς
οι Οθωμανοί, κατά την υποχώρησή τους, είχαν καταστρέψει τη μία ξύλινη
οδική και τις δύο σιδηροδρομικές γέφυρες, ενώ τα νερά του ποταμού είχαν
διογκωθεί εξαιτίας των συνεχών βροχοπτώσεων. Λόγω της δυσκολίας
μεταφοράς γεφυροσκευών, ο στρατός υποχρεώθηκε να χρησιμοποιήσει για τη
ζεύξη του ποταμού πρόχειρα υλικά από τα γύρω χωριά και έτσι η διάβαση
του Αξιού επιτεύχθηκε στις 25 Οκτωβρίου για μεγάλο μέρος του στρατού,
ενώ το Γενικό Στρατηγείο εγκαταστάθηκε στο χωριό Γέφυρα, στην έπαυλη
Τοψίν, ευρισκόμενο σε ετοιμότητα για ισχυρή επίθεση εναντίον των
οθωμανικών στρατευμάτων.
Στη Θεσσαλονίκη, ο εκεί αρχηγός του στρατού εναντίον των Ελλήνων
Χασάν Ταχσίν πασάς, βλέποντας την κακή κατάσταση των δυνάμεών του και
έπειτα από μεσολάβηση των προξένων των Μεγάλων Δυνάμεων, πείσθηκε να
έλθει σε διαπραγματεύσεις με τον Έλληνα αρχιστράτηγο προκειμένου να
αποφευχθεί η άσκοπη αιματοχυσία. Πράγματι, το μεσημέρι της 25ης
Οκτωβρίου, αντιπροσωπεία αποτελούμενη από τους προξένους των Μεγάλων
Δυνάμεων και τον Στρατηγό Σεφήκ πασά, φρούραρχο της πόλης, μαζί με έναν
ελληνικής καταγωγής αξιωματούχο, επέδωσε στον διάδοχο τα αιτήματα του
Τούρκου αρχιστράτηγου. Ο σημαντικότερος όρος ήταν να επιτραπεί σε αυτόν
να αποσυρθεί με τον στρατό και τον οπλισμό του στην ανατολική παρυφή της
Θεσσαλονίκης και να παραμείνει εκεί έως το τέλος του πολέμου. Ο
διάδοχος απέρριψε τους όρους και απαίτησε την άμεση παράδοση του
τουρκικού στρατού, ο οποίος θα θεωρούνταν αιχμάλωτος πολέμου και θα
μεταφερόταν σε κάποιο λιμάνι της Μικράς Ασίας με έξοδα της ελληνικής
κυβέρνησης, ενώ η μόνη του παραχώρηση θα ήταν να διατηρήσουν οι
αξιωματικοί τα ξίφη τους. Η αντιπροσωπεία επέστρεψε στη Θεσσαλονίκη με
τον ίδιο συρμό και με τη δέσμευση να απαντήσει ως τις 0600 το πρωί της
26ης Οκτωβρίου.
Στο μεταξύ, τα υπουργεία Στρατιωτικών και Εξωτερικών ενημέρωναν το
Γενικό Στρατηγείο για την προέλαση των βουλγαρικών δυνάμεων προς τα
νότια μετά την κατάληψη των Σερρών, εκφράζοντας φόβους για την πιθανή
ταυτόχρονη άφιξή τους στην πόλη, όπου οι κάτοικοι εναγωνίως ανέμεναν την
είσοδο του Ελληνικού Στρατού για την τέλεση δοξολογίας στον ναό του
Αγίου Δημητρίου. Το ίδιο βράδυ, το Γενικό Στρατηγείο εξέδωσε διαταγή με
την οποία καθόριζε ότι στις 0930 της επόμενης ημέρας οι ελληνικές
δυνάμεις θα αναλάμβαναν γενική επίθεση κατά του Οθωμανικού Στρατού,
σύμφωνα με το σχέδιο που είχε κοινοποιηθεί στις μεραρχίες νωρίτερα.
Η παράδοση της πόλης στον ελληνικό στρατό.
Το πρωί της 26ης Οκτωβρίου και πριν από τη λήξη της προθεσμίας,
επέστρεψε σιδηροδρομικώς στη Γέφυρα ο Σεφήκ πασάς, κομίζοντας την
απάντηση του Τούρκου αρχιστράτηγου ότι δεχόταν τους όρους της ελληνικής
πλευράς, αλλά ζητούσε να κρατήσει 5.000 όπλα για την εκγύμναση των
νεοσυλλέκτων. Το αίτημα δεν έγινε δεκτό και ο Τούρκος πληρεξούσιος
ζήτησε δίωρη προθεσμία, η οποία παρήλθε χωρίς απάντηση.
Υπό την πίεση του χρόνου και ακολουθώντας τις διαταγές της
προηγούμενης ημέρας, ο Ελληνικός Στρατός άρχισε να κινείται από διάφορες
κατευθύνσεις προς τη Θεσσαλονίκη, συνεχίζοντας την κύκλωση των
τουρκικών δυνάμεων. Ο Χασάν Ταχσίν πασάς αρχικά προσπάθησε να κερδίσει
χρόνο μέσω των διαπραγματεύσεων, διαβλέποντας, όμως, το μάταιο του αγώνα
και τις συνέπειες που θα είχε για τον στρατό του, αποφάσισε να δεχθεί
όλους τους όρους του διαδόχου και ζήτησε να σταλούν αντιπρόσωποί του για
τη σύνταξη των πρωτοκόλλων. Αμέσως, το Γενικό Στρατηγείο ενημέρωσε τον
διοικητή των βουλγαρικών δυνάμεων για τις εξελίξεις, προτρέποντάς τον να
κινηθεί διαφορετικά (και όχι προς Θεσσαλονίκη) για στρατηγικούς λόγους.
Ταυτόχρονα, διέταξε την VII Μεραρχία και το Απόσπασμα Ευζώνων
Κωνσταντινόπουλου να σπεύσουν να καταλάβουν την πόλη. Πράγματι, το ίδιο
απόγευμα, τα τμήματα αυτά έφθασαν περίπου 1.500 μ. μακριά από τη
Θεσσαλονίκη και στρατοπέδευσαν κατά μήκος των σιδηροδρομικών γραμμών,
ενώ οι υπόλοιπες μονάδες σταμάτησαν την προώθησή τους.
Την ίδια ώρα έφθασαν στη Θεσσαλονίκη και οι Έλληνες αντιπρόσωποι του
Γενικού Στρατηγείου Αντισυνταγματάρχης Βίκτωρ Δούσμανης και Λοχαγός
Ιωάννης Μεταξάς. Έπειτα από δίωρη σύσκεψή τους με τον Τούρκο
αρχιστράτηγο, υπέγραψαν, στις 2300 της 26ης Οκτωβρίου, το πρωτόκολλο
παράδοσης της πόλης και του εκεί Οθωμανικού Στρατού: «ἡ πόλις τῆς
Θεσσαλονίκης παραδίδεται εἰς τὸν Ἑλληνικὸν Στρατὸν μέχρι τῆς
συνομολογήσεως τῆς εἰρήνης» αναφερόταν στο άρθρο 3. Το πρωτόκολλο
προέβλεπε ότι οι Οθωμανοί στρατιώτες θα παρέδιδαν τα όπλα τους και θα
παρέμεναν σε στρατόπεδα της πόλης, ενώ οι αξιωματικοί θα διατηρούσαν τα
ξίφη τους και θα κινούνταν στην πόλη ελεύθεροι με τη δέσμευση ότι δεν θα
στρέφονταν κατά του Ελληνικού Στρατού και των συμμάχων του όσο
διαρκούσε ο πόλεμος. Τα πυροβόλα και τα πολεμικά μηχανήματα του
Οθωμανικού Στρατού έπρεπε να παραδοθούν στον ελληνικό, ενώ οι
χωροφύλακες και αστυνομικοί θα παρέμεναν στην υπηρεσία τους διατηρώντας
τα όπλα τους.
Η σύμβαση παράδοσης της πόλης της Θεσσαλονίκης και του τουρκικού στρατού που υπογράφηκε στις 26 Οκτωβρίου 1912 (Aρχείο ΓΕΣ/ΔΙΣ)
Λίγο πριν από τα μεσάνυχτα, έπειτα από παράκληση του Χασάν Ταχσίν πασά,
οι αντιπρόσωποι του Έλληνα αρχιστράτηγου υπέγραψαν και την πρώτη διαταγή
για την αναστολή των εχθροπραξιών. Το επόμενο πρωί υπογράφηκε
συμπληρωματικό πρωτόκολλο με το οποίο ρυθμίζονταν λεπτομέρειες που
αφορούσαν την παράδοση του Οθωμανικού Στρατού και την κατάληψη της
Θεσσαλονίκης από τον Ελληνικό Στρατό. Συνολικά παραδόθηκαν 25.000
οπλίτες και περίπου 1.000 αξιωματικοί, ενώ στην κατοχή του Ελληνικού
Στρατού περιήλθαν 70 πυροβόλα, 30 πολυβόλα, 1.200 ίπποι και άφθονο υλικό
κάθε κατηγορίας.
Η είσοδος του ελληνικού στρατού στη Θεσσαλονίκη
Η πρώτη ελληνική μονάδα που εισήλθε στην πόλη, το μεσημέρι της 27ης
Οκτωβρίου, ήταν το Απόσπασμα Ευζώνων Κωνσταντινόπουλου με τμήμα Ιππικού.
Μέσω των κεντρικών οδών, κατευθύνθηκαν στο διοικητήριο και
εγκαταστάθηκαν στους εκεί στρατώνες. Ο πληθυσμός της Θεσσαλονίκης είχε
κατακλύσει τους δρόμους και, όπως γράφει ο τότε μαθητής Χ. Χαρίσης,
«ἔλαβον χώραν σκηναὶ ἀσυλλήπτου ἐνθουσιασμοῦ. Τριακόσιοι μαθηταὶ μὲ τὰ
μπλὲ πηλίκια καὶ ἕνα πλῆθος Ἑλλήνων, τοὺς περικυκλώσαμε καὶ […]
ζητωκραυγάζαμε ἔξαλλοι. […] Ὅλοι φιλήσαμε τὴν Πολεμικὴν Σημαίαν, μὲ
δάκρυα χαρᾶς».
Παράλληλα, η VII Βουλγαρική Μεραρχία υπό τον Στρατηγό Θεοδωρώφ, παρά
την ενημέρωσή της για τις εξελίξεις, συνέχισε την προέλασή της προς τη
Λητή και έβαλλε κατά των τουρκικών θέσεων, γεγονός που προκάλεσε τη
διαμαρτυρία του Τούρκου αρχιστράτηγου και την έντονη αντίδραση του
διαδόχου και, κατ’ επέκταση, της ελληνικής κυβέρνησης.
Λόγω της κίνησης των Βουλγάρων, τη νύχτα της 27/28 Οκτωβρίου, ο
νεοδιορισμένος Έλληνας νομάρχης της Θεσσαλονίκης απέστειλε ειδική
αμαξοστοιχία στο χωριό Γέφυρα προτείνοντας στον διάδοχο να επισπεύσει
την είσοδό του στην πόλη. Πράγματι, στις 0345 ο αρχηγός του Ελληνικού
Στρατού επιβιβάσθηκε στην ίδια αμαξοστοιχία και έφθασε στις 0500 στον
σιδηροδρομικό σταθμό στη δυτική παρυφή της πόλης. Εκεί συναντήθηκε με
τον διοικητή της VII Μεραρχίας, στον οποίο έδωσε εντολή να σπεύσει στην
αμαξιτή οδό Θεσσαλονίκης-Σερρών και να εμποδίσει την προέλαση των
Βουλγάρων.
Στις 1100 της 28ης Οκτωβρίου ο αρχιστράτηγος εισήλθε θριαμβευτής στη
Θεσσαλονίκη με το επιτελείο του, επικεφαλής της Ι Μεραρχίας, ενώ ο
ελληνικός πληθυσμός εκδήλωνε με κάθε τρόπο τη συγκίνησή του παρά τη
δυνατή βροχή. Γράφει χαρακτηριστικά ο Πρίγκιπας Νικόλαος, μετέπειτα
στρατιωτικός διοικητής Θεσσαλονίκης: «μερικοὶ ἐφιλοῦσαν τὰ ὑποδήματά
του, ἄλλοι τὴν χλαίνην του, ἄλλοι ἔπεφταν μπροστὰ στὸ ἄλογό του, ἄλλοι
ἐχόρευαν κ’ ἐτραγουδοῦσαν κ’ ἐφώναζαν. ἀλλὰ ἡ μεγάλη πλειονότης ἔκλαιε».
Ακολούθησε δοξολογία στον ναό του Αγίου Μηνά, μετάβαση του διαδόχου στο
διοικητήριο, παρέλαση της Ι Μεραρχίας ενώπιόν του και στη συνέχεια
παρουσίαση των αρχών της πόλης. Η Ι Μεραρχία εγκαταστάθηκε στους
στρατώνες του Πεδίου του Άρεως. Στην έκθεσή της για την ημέρα εκείνη
αναγράφεται ότι «ἡ πραγματοποίησις ἑνὸς ἐθνικοῦ μεγάλου ὀνείρου καὶ ὁ
τρόπος καθ’ ὃν τοῦτο ἐπραγματοποιεῖτο, ἐχάραξεν τὴν ἡμέραν αὐτὴν εἰς τὴν
καρδίαν τοῦ ἔθνους ὡς μίαν τῶν ἐνδοξωτέρων καὶ εὐτυχεστέρων ἡμερῶν τῆς
πατρίδος» (αρχείο ΓΕΣ/ΔΙΣ, Φ.1641/Α/1).
Το επόμενο πρωί εισήλθε στην πόλη και ο βασιλιάς Γεώργιος,
περιστοιχισμένος από τον διάδοχο και τους πρίγκιπες. Τιμές απέδωσε η Ι
Μεραρχία και το Απόσπασμα Ευζώνων, ενώ, παρά τη συνεχιζόμενη δυνατή
βροχή, πλήθη λαού με έξαλλο ενθουσιασμό χαιρετούσαν την άφιξή του. Όταν η
πομπή έφθασε μπροστά στον Λευκό Πύργο έγινε έπαρση της σημαίας, ενώ
ελληνικά πυροβόλα έριξαν 21 χαιρετιστήριες βολές.
Οι κινήσεις των βουλγαρικών στρατευμάτων προάγγελος νέων συγκρούσεων
Νωρίς το πρωί της 28ης Οκτωβρίου, προτού η VII Μεραρχία προλάβει να
εγκατασταθεί αμυντικά στη βορειοδυτική παρυφή της Θεσσαλονίκης,
εμφανίστηκαν τα πρώτα τμήματα της VII Βουλγαρικής Μεραρχίας, η οποία
έσπευδε να εισέλθει στην πόλη πριν από τον διάδοχο. Η ελληνική μεραρχία
απαγόρευσε την περαιτέρω κίνηση των βουλγαρικών στρατευμάτων και το
ζήτημα επιλύθηκε έπειτα από διαπραγματεύσεις μεταξύ των διοικητών των
δύο συμμαχικών δυνάμεων.
Οι Βούλγαροι στρατηγοί Πετρώφ και Θεοδωρώφ ζήτησαν να υπογραφεί και
για τη βουλγαρική πλευρά πρωτόκολλο παράδοσης της Θεσσαλονίκης, παρόμοιο
με αυτό που είχε υπογραφεί με τον Έλληνα αρχιστράτηγο, ωστόσο τους
κατέστη γνωστό ότι η πόλη είχε ήδη παραδοθεί στον Ελληνικό Στρατό και ο
Χασάν Ταχσίν πασάς ήταν αιχμάλωτός του. Επίσης, ζήτησαν να επιλυθεί το
ζήτημα της στέγασης των στρατευμάτων, δεδομένης και της ραγδαίας βροχής,
ωστόσο τελικά περιορίστηκαν να αιτηθούν την είσοδο στη Θεσσαλονίκη δύο
ταγμάτων, προκειμένου να αναπαυθούν οι δύο Βούλγαροι πρίγκιπες που
υπηρετούσαν σε αυτά.
Με τη δέσμευση της πλήρους συμμόρφωσης των βουλγαρικών μονάδων προς
τις οδηγίες και διαταγές του Έλληνα φρούραρχου, ο διάδοχος εξέδωσε
διαταγή για την είσοδο στη Θεσσαλονίκη δύο βουλγαρικών ταγμάτων το πρωί
της 29ης Οκτωβρίου. Ωστόσο, μετά την αποχώρηση των ελληνικών
στρατευμάτων, ορισμένες βουλγαρικές μονάδες εισήλθαν τη νύχτα στην πόλη
παρά τη συμφωνία. Στις 28 Οκτωβρίου κατέφθασε και το σερβικό σύνταγμα
Ιππικού, του οποίου ο διοικητής υπέβαλε συγχαρητήρια επιστολή στον
διάδοχο και αποχώρησε για να συναντήσει τη μεραρχία του βόρεια της
Γευγελής.
Το μεσημέρι της 29ης Οκτωβρίου, μετά την είσοδο του Έλληνα βασιλιά
στη Θεσσαλονίκη, παρέλασε στους δρόμους της πόλης ολόκληρο το βουλγαρικό
σύνταγμα αντί των δύο μόνο ταγμάτων για τα οποία υπήρχε έγκριση. Το
γεγονός αντιμετωπίστηκε με σιωπή από τον λαό, κυρίως, όμως, προανήγγειλε
την έλλειψη σύμπνοιας μεταξύ των συμμάχων και την επερχόμενη σοβαρή
σύγκρουσή τους λίγους μήνες αργότερα.