Μπάρα

Τρίτη 15 Φεβρουαρίου 2022

Η βυθιση του SS ORIA. Μαρτυριες δυο επιζωντων.

 

 

Πηγή: elinis.gr

Κείμενο – μετάφραση: Αριστοτέλης Ζερβούδης, επαγγελματίας δύτης

Η βύθιση του ατμόπλοιου “ΟΡΙΑ” στις 12 Φεβρουαρίου 1944 στο νησί του Πατρόκλου στα ανοιχτά του Σουνίου αποτελεί την 4η μεγαλύτερη ναυτική τραγωδία στα παγκόσμια χρονικά και την μεγαλύτερη στή Μεσόγειο. Παρ᾽όλα αυτά παρέμεινε στην λήθη της ιστορίας ακόμα και μετά την ανεύρεση των συντριμμιών του το 1999 έως και το 2012 οπότε ξεκίνησε μια συλλογική προσπάθεια στην Ελλάδα και την Ιταλία, με σημαντικότερη στιγμή την εύρεση της λίστας με τα ονόματα των Ιταλών στρατιωτών στον Ερυθρό Σταυρό, ώστε να πληροφορηθούν οι οικογένειες των επιβαινόντων πού χάθηκαν οι δικοί τους. Μέχρι το 2014 οι οικογένειες αυτές είχαν λάβει μόνο μια επιστολή στο τέλος του πολέμου από το υπουργείο Αμύνης της Ιταλίας ότι οι δικοί τους χάθηκαν κάπου στην Μεσόγειο. Θεωρούντο “αγνοούμενοι”.

Το ατμόπλοιο SS ORIA ήταν ένα Νορβηγικό πλοίο που είχε επιταχθεί από τους Γερμανούς για μεταφορές στη Μεσόγειο.

Πολλά γράφτηκαν τα τελευταία χρόνια, τα περισσότερα επαναλήψεις των αρχικών δημοσιευμάτων, ενώ τελευταία ειπώθηκαν και ανακρίβειες με αποτέλεσμα να υπάρχει μια σύγχυση για το τι ακριβώς συνέβη εκείνο το βράδυ. Ο τελικός απολογισμός απωλειών του ναυαγίου φαίνεται ότι είναι 4.095 Ιταλοί, 15 Γερμανοί και 21 μέλη του πληρώματος του πλοίου (όλοι Έλληνες). Επέζησαν 21 Ιταλοί, 6 Γερμανοί, ο Νορβηγός καπετάνιος και ένας Έλληνας μηχανικός. Πολλές τραγικές ιστορίες βγήκαν στην επιφάνεια μετά από μακροχρόνιες έρευνες, και πολλά νέα στοιχεία άγνωστα μέχρι τώρα ήρθαν στο φώς. Όπως αυτή του Έλληνα μηχανικού του πλοίου Δαμιανού Ιορδανόπουλου πού άλλαξε τον Έλληνα συνάδελφο του που λόγω της θαλασσοταραχής δεν ένοιωθε καλά, κατεβαίνοντας από το κατάστρωμα στο μηχανοστάσιο και βρήκε εκεί τραγικό θάνατο μαζί με το υπόλοιπο Ελληνικό πλήρωμα.  

O Δαμιανός Ιορδανόπουλος

Τραγική φιγούρα ο Giulio Antoniacci, τον οποίο επιβίβασαν στο πλοίο οι Γερμανοί στην Ρόδο αλλά λόγω του απίστευτου συνωστισμού και της υπερφόρτωσης του πλοίου τον κατέβασαν και τον έστειλαν στην Αθήνα με αεροπλάνο την επόμενη μέρα. Όταν προσγειώθηκε στο Τατόι τόν φόρτωσαν το επόμενο πρωί σε φορτηγά μαζί με άλλους αιχμάλωτους Ιταλούς και τον έστειλαν στην παραλία του Χάρακα στα Λεγραινά για να θάψει τους συντρόφους του που χάθηκαν το προηγούμενο βράδυ. Η πρώτη του αντίδραση μόλις κατάλαβε τι είχε συμβεί ήταν να λιποθυμήσει στην παραλία. Μέχρι σήμερα ζει μη μπορώντας να ξεπεράσει αυτά που είδε.

Θα παραθέσω δύο ανέκδοτες έγγραφες μαρτυρίες επιζώντων που δημοσιεύονται για πρώτη φορά μία από την Ιταλική και μία από την Γερμανική πλευρά πού φωτίζουν τα τραγικά γεγονότα της νύχτας του ναυαγίου.

Πρώτη η αναφορά του λοχία Guarisco Giuseppe του 149ου Σώματος αντιαεροπορικού πυροβολικού πού δόθηκε στις 27 Οκτωβρίου 1946, ο οποίος μετά την συνθηκολόγηση της Ιταλίας μεταφέρθηκε στο 4ο στρατόπεδο συγκεντρώσεως της Ρόδου, και μου παραχωρήθηκε από το δίκτυο οικογενειών των συγγενών του “ΟΡΙΑ”.

SS Oria

“Το απόγευμα της 11ης Φεβρουαρίου μας μετέφεραν στο στρατιωτικό λιμάνι της Ρόδου και μας επιβίβασαν σε ένα επιβατηγό ατμόπλοιο το όνομα του οποίου δεν γνώριζα, αλλά μπόρεσα να δώ στα πλευρά του γραμμένο με μεγάλα λευκά γράμματα το POW (σημ.Prisoners Of War). Τόσο στο κατάστρωμα όσο και στά αμπάρια υπήρχε απίστευτος συνωστισμός.

Την 12η του μήνα η κατάσταση της θάλασσας χειροτέρεψε και το απόγευμα μια τρομερή καταιγίδα ξέσπασε με βροχή και ομίχλη. Κάποια στιγμή το πλοίο χτύπησε σ έναν βράχο και αμέσως εκτοξεύθηκαν φωτοβολίδες. Απίστευτο κομφούζιο. Όταν χτυπήσαμε στο νησί έπεσα στο κατάστρωμα και όταν κατάφερα να σηκωθώ ένα μεγάλο κύμα μ᾽έριξε σ᾽ένα πολύ μικρό δωμάτιο στην πλώρη του πλοίου στο επίπεδο του καταστρώματος και η πόρτα του έκλεισε πίσω μου. Τα φώτα ακόμα λειτουργούσαν και είδα ακόμα 6 στρατιώτες εκεί.  Μετά από λίγο τα φώτα έσβησαν και το νερό άρχισε να μπαίνει με βία. Ανεβήκαμε σ ένα μικρό πατάρι για να μείνουμε στεγνοί. 

Κάποια στιγμή έβαλα το πόδι μου κάτω για να δω αν ανέβηκε η στάθμη του νερού και μετά από λίγο κατάλαβα ότι αυτή παρέμενε αμετάβλητη. Μέσα στο δωμάτιο είχε πάνω από 1 μέτρο νερό το οποίο ανέβαινε όταν ερχόταν το κύμα και κατέβαινε μετά δημιουργώντας ένα είδος αντανάκλασης φωτός από ένα μικρό παραθυράκι στο κάτω μέρος της πόρτας. Βούτηξα 2 φορές για να δω αν μπορούσαμε να βγούμε από την πόρτα αλλά ήταν αδύνατον. Έπεισα τους άλλους να περιμένουμε ως το πρωί και περάσαμε όλη την νύχτα τρέμοντας με τον φόβο ότι ανά πάσα στιγμή θα βυθιστούμε.

Όταν ξημέρωσε και μπορέσαμε να δούμε λίγο καλύτερα παρατηρήσαμε ψηλαφίζοντας στο πλευρό του δωματίου έναν σιδερένιο δίσκο τοποθετημένο με βίδες εκεί που ήταν κανονικά ένα φινιστρίνι. Χτυπώντας το μ έναν γάντζο σπάσαμε μερικές βίδες και λασκάραμε τις άλλες καταφέρνοντας να τον μετακινήσουμε. Τότε είδαμε ότι κοντά μας ήταν ένας βράχος ύψους 50 μέτρων. Αρχίσαμε να φωνάζουμε αλλά δεν μας άκουγε κανείς. Προσπαθήσαμε να περάσουμε από το φινιστρίνι αλλά δεν χωρούσε κανείς μας.

Μετά από λίγο ακούσαμε αεροπλάνα και βγάζοντας το κεφάλι μου είδα ένα να κάνει κύκλους από πάνω μας. Τότε έδεσα την ζώνη μου πάνω σ᾽ ένα σίδερο το έβγαλα από το φινιστρίνι και άρχισα να το κουνάω όσο πιο ψηλά μπορούσα. Περνούσαν οι ώρες αλλά κανείς δεν ερχόταν να βοηθήσει. Ξαναπροσπαθήσαμε να ανοίξουμε την πόρτα και το πετύχαμε αλλά έμενε ανοιχτή μόνο όταν ερχόταν κάποιο κύμα, μετά ξαναέκλεινε και κοιτώντας είδαμε ότι το νερό αμέσως μετά την πόρτα έφτανε ως το ταβάνι.

Ένας από εμάς επιλέγοντας την στιγμή που η πόρτα ήταν ανοιχτή βούτηξε μήπως και βρει διέξοδο. Μετά από κάποια αναμονή που μας φάνηκε αιώνια τον είδαμε να μας φωνάζει πάνω από το φινιστρίνι και μας είπε ότι πέρασε από ένα άνοιγμα που ήταν εντελώς κάτω από το νερό. Άλλος ένας παρ’ ότι προσπάθησα να τον αποτρέψω δοκίμασε το ίδιο και δυστυχώς δεν τον ξαναείδαμε. Αυτός που τα κατάφερε και βγήκε μας είπε ότι το μόνο μέρος του πλοίου που ήταν έξω από το νερό ήταν η πλώρη και δεν είχε δει κανέναν γύρω, παρά μόνο αεροπλάνα από πάνω μας στα οποία έκανε σήματα. 

Κάποια στιγμή επιτέλους είδαμε κάποιους πάνω στον βράχο και αμέσως μετά μία βάρκα με 2 ναύτες ήρθε κοντά και μας είπαν ότι είναι Ιταλοί πλήρωμα του ρυμουλκού Vulcan υπό γερμανική διοίκηση και ερχόμενο από Πειραιά αλλά λόγω της κακοκαιρίας δεν μπορούσαν να προσεγγίσουν, μας είπαν να μείνουμε ήρεμοι και θα μας βγάλουν σύντομα. Πήραν στην βάρκα τον συνάδελφο μας που είχε βγει και επέστρεψαν με εξοπλισμό για να ανοίξουν την τρύπα αλλά δεν τα κατάφεραν έτσι έφυγαν αφού μας υποσχέθηκαν ότι θα γυρίσουν αλλά δεν τους ξαναείδαμε. Έπεσε η νύχτα και έπρεπε να την ξαναπεράσουμε εκεί μέσα ίσως πιο αγχωμένοι απ᾽ότι την πρώτη.

H καμπάνα του SS ORIA

Το επόμενο πρωί είδαμε κάποιον να μας κοιτάει από το φινιστρίνι και ήταν από το πλήρωμα του ρυμουλκού Titan πάλι με ιταλικό πλήρωμα υπό γερμανική διοίκηση. Αμέσως ήρθαν ναύτες με μηχάνημα κοπής και άρχισαν να ανοίγουν τρύπα στο κύτος του πλοίου για να περάσουμε. Επιτέλους ήρθε η στιγμή να βγούμε σχεδόν 40 ώρες μετά και αφού πιστέψαμε ότι αυτή η τρύπα θα είναι ο τάφος μας. Τότε παρατήρησα ότι η πλώρη ήταν πραγματικά το μόνο μέρος του πλοίου που παρέμενε τσακισμένο στα βράχια αλλά έξω από το νερό και η θάλασσα ήταν ακόμα πολύ ταραγμένη.

Μας μετέφεραν στο ρυμουλκό όπου ο καπετάνιος και όλο το πλήρωμα έκαναν ότι καλύτερο μπορούσαν για εμάς αν και μας είχαν ήδη σώσει την ζωή ρισκάροντας τις δικές τους. Μείναμε όλη την ημέρα στο ρυμουλκό το οποίο έδεσε στον Πειραιά. Τα ονόματα όσων ήταν μαζί μου και θυμάμαι είναι, Riccardi Tomaso, Lauriola Pasquale, Civitillo Cristoforo, Bianco Antonio’”.

Η περιγραφή του Oscar Ernst Meyer πού υπηρετούσε στην Granatwerferzug des BB 999 στην Κάρπαθο,  και μου παραχωρήθηκε ευγενικά από την κόρη του Inga Grunst έχει ως εξής,

Ο Oscar Ernst Meyer πού υπηρετούσε στην Granatwerferzug des BB 999 στην Κάρπαθο.

“11 Φεβρουαρίου 1944 μεσημέρι, ξαφνικά όλοι οι αδειούχοι έπρεπε να εμφανιστούν με τις αποσκευές τους. Φορτηγά μας μετέφεραν στην παλιά πόλη της Ρόδου στο λιμάνι. Φορτωθήκαμε σε πλοία: τριάντα άντρες, συμπεριλαμβανομένου και εμού, του φίλου μου Alfred Jentsch και άλλων συντρόφων του λόχου μας BB 999, σε φορτηγό πλοίο ως επιβλέποντες για τους 4100 Ιταλούς. Οι υπόλοιποι, τουλάχιστον οι περισσότεροι, κατέληξαν στα τρία τορπιλοβόλα σκάφη που μας συνοδεύουν. Τα αμπάρια του ‘ΟΡΙΑ’ και η γέφυρα ήταν γεμάτα από Ιταλούς. Εμείς οι αδειούχοι καταλήξαμε στο κατάστρωμα του σκάφους. Λίγο πριν το σκοτάδι, φύγαμε. Όλοι, εκτός από τους κρατούμενους, είχαν βάλει σωσίβια. Πάνω από 4000 άτομα χωρίς τη δυνατότητα σωτηρίας! Πολλά αχρησιμοποίητα σωσίβια ήταν ακόμα διαθέσιμα. Κάποιοι από εμάς, ειδικά οι πιο τρομαγμένοι, είχαν δύο σωσίβια. Διπλό είναι καλύτερο, σκέφτηκαν. Οι περισσότεροι άνθρωποι είχαν ένα δυσάρεστο συναίσθημα. Αν και το σκάφος μας είχε στα πλάγια του την επιγραφή “POW” (σημ.Prisoners of War) με μεγάλα λευκά γράμματα, αυτό ασφαλώς δεν απέκλειε μια επίθεση, ειδικά τη νύχτα, όπου η γραφή δεν ήταν πολύ αναγνωρίσιμη. Ακόμα και εγώ δεν ήμουν τόσο ήσυχος όσο ήμουν σε άλλα ταξίδια. Και ο φίλος μου Άλφρεντ ήταν εμφανώς νευρικός

 Μετά από τρεις ώρες ταξίδι, ήταν ήδη βαθιά νύχτα, είδαμε προς την κατεύθυνση της Ρόδου ισχυρές εκρήξεις βλημάτων των βαρέων αντιαεροπορικών όπλων. Οι ‘Tommy’ προφανώς νόμιζαν ότι είμαστε ακόμα στο λιμάνι. Ήμασταν ευτυχείς που είμαστε ήδη έξω. Περίπου μια ώρα μετά ένα Βρεταννικό ανιχνευτικό αεροπλάνο ήταν από πάνω μας. Ένα αντιαεροπορικό το πολυβόλησε και σε απάντηση έριξε  μια φωτοβολίδα στο κεφάλι της ναυτικής μας συνοδείας. Ούτε πέντε λεπτά αργότερα εμφανίστηκαν δύο Sunderland-τορπιλοπλάνα (Torpedoflugzeug). Τώρα άρχισε ο χορός! Ήμουν στη θέση μου ακριβώς κάτω από τη γέφυρα. Τα αντιαεροπορικά από όλα τα πλοία χτύπησαν τους επιτιθέμενους σε απάντηση. Παρ ‘όλα αυτά, αυτοί άρχισαν να επιτίθενται από δύο πλευρές. Το αντιαεροπορικά τροχιοδεικτικά διασχίζουν τη νύχτα. Εκεί, μια σκοτεινή σκιά στα δεξιά ! Εκεί, ακόμη και από την πλευρά του λιμανιού! Από τη γέφυρα η εντολή: “Torpedo torpedo! Torpedo” Το πλοίο έστριψε. Ήμουν παγωμένος με κρύα ρίγη κατά μήκος της πλάτης μου. Τώρα στο ταξίδι αδείας μου! Και πώς οι 4000 Ιταλοί πρέπει να νιώθουν, άρρωστοι, χωρίς σωσίβια και πεταμένοι στο κατάστρωμα σαν βοοειδή. Δεν έγινε τίποτα.  Έχασαν τον στόχο!

Τα αεροπλάνα αποσύρθηκαν και το αντιαεροπορικό ήταν και πάλι σιωπηλό. Ξαφνικά ήρθαν πάλι και μια τορπίλη ήρθε απευθείας πάνω μας! Οι ίδιες εντολές από τη γέφυρα όπως κατά την πρώτη επίθεση. Σκέφτηκα, “Τώρα ας πάμε στον ουρανό” και όλως παραδόξως ξύσαμε κάπου, μια ισχυρή γρατζουνιά κάτω από το πλοίο. Τίποτα δεν συνέβη, η τορπίλη είχε γλιστρήσει ακριβώς κάτω από το πλοίο. Ο ‘Tommy’ είχε ρίξει τέσσερις τορπίλες εναντίον μας αλλά ευτυχώς γλυτώσαμε.

Αργότερα η νύχτα πέρασε ήσυχα. Προς το πρωί ξαφνικά υποβρύχια-συναγερμός. Τα τορπιλοβόλα κυνηγούσαν στη θάλασσα σαν να είναι καταδικασμένα και έριχναν βόμβες βυθού. Αλλά δεν ακολούθησε καμία επίθεση. Εν τω μεταξύ, είχαν φτάσει γερμανικά αεροπλάνα, τέσσερα αεροπλάνα που έπρεπε να μας συνοδεύουν όλη την ημέρα και άλλαζαν κάθε δεύτερη ώρα με άλλα αεροσκάφη και έκαναν κύκλους γύρω από τη συνοδεία χωρίς παύση. Κατά τη διάρκεια της ημέρας η θαλασσοταραχή άρχισε να γίνεται μεγάλη. Όσο περνούσε η ώρα, το πλοίο άρχισε να κλυδωνίζεται σημαντικά. Πολλοί άρχισαν να αισθάνονται ναυτία. Τα κύματα έγιναν δυνατά και ισχυρότερα. Το μεσημέρι ήταν τόσο έντονα που προσωρινά τα τορπιλοβόλα που μας συνοδεύουν δεν ήταν πλέον ορατά και μπορούσε να θεωρηθεί ότι τα είχαν καταπιεί τα κύματα. Οι Ιταλοί έπαθαν ναυτίες ιδιαίτερα μεταξύ εκείνων που τοποθετήθηκαν κάτω από το κατάστρωμα στα αμπάρια. Και αυτό σίγουρα δεν ήταν έκπληξη. Λόγω του λιγοστού  φαγητού και των διαταγών, ήταν τόσο αποδυναμωμένοι στο σώμα τους, που ήταν εντελώς ανίκανοι ν᾽ αντισταθούν. Προστέθηκε σε αυτό το γεγονός ότι οι καταπακτές ήταν ερμητικά κλειστές και δεν είχαν κανενός είδους εξαερισμό. Και εδώ η Σύμβαση της Γενεύης ήταν αυστηρά περιφρονημένη.
Προς το βράδυ ο καιρός είχε φορτώσει για να γίνει καταιγίδα. Δεν μπορούσαμε να κρατηθούμε στα πόδια μας. Ακόμα και για το πλήρωμα ήταν υπερβολικό. Ένας είπε ότι ήταν ένα τρελό ταξίδι ή τρελοί άνθρωποι ήθελαν να γίνει. Η καταιγίδα έγινε τυφώνας. Αέρας δύναμη 12 !! Η θάλασσα έγινε άγρια. Ο αφρός των κυμάτων έπεφτε ψηλά πάνω από τη γέφυρα και έκανε τους έκθετους χωρίς προστασία Ιταλούς να παγώνουν, την εποχή εκείνη έκανε κρύο και περιστασιακά έριχνε χιόνι και χαλάζι.  Η δεύτερη νύχτα ήρθε στο ‘OΡΙΑ’. Η καταιγίδα σφύριζε στις κουκούλες μας , τα κύματα έσκαγαν πάνω στις σανίδες του πλοίου. Κάτω από την ώθηση τους, το πλοίο κινείτο βαριά και ταλαντευόταν και στις δύο πλευρές τόσο έντονα ώστε έπρεπε να γαντζωθείς ώστε να μην πέσεις κάτω από τη γέφυρα.

Εν τω μεταξύ η νύχτα είχε γίνει πίσσα σκοτάδι. Δεν θα μπορούσατε να δείτε την μύτης σας. Το σκοτάδι διακόπτεται μόνο από το διαλείπον μπλε λευκό οπτικό σήμα των πλοίων που επικοινωνούν μεταξύ τους. Ξαφνικά σε βόρεια κατεύθυνση, επαναλαμβάνοντας σε τακτά χρονικά διαστήματα, φωτοβολίδες που φωτίζουν προς τα πάνω. Τα σκοτεινά προφίλ των βουνών αυξήθηκαν ενάντια στο ανοιχτόχρωμο φόντο και κατέστησαν ολόκληρη την εικόνα ακόμα πιο ανησυχητική. Εκεί, ακόμα διαλείποντα οπτικά σήματα και αλλαγή της πορείας. Έμεινα παράξενα ανήσυχος. Δεν ήταν φόβος, δεν ήταν ξεκάθαρο γιατί. Βρισκόμασταν στο κατάστρωμα και κοιτάξαμε με καυτά μάτια στο σκοτάδι. Τα διαλείποντα σήματα των τορπιλοβόλων είχαν μετακινηθεί μακρύτερα και πιο μακριά και τώρα είχαν εξαφανιστεί εντελώς. Ξαφνικά μια τρομερή συντριβή, ένα χτύπημα τόσο τρομακτικό που με έκανε να τρέμω. Την ίδια στιγμή, φωνές φόβου από εκατοντάδες λαιμούς ξεχύνονταν από τις καταπακτές των αμπαριών. Τι είχε γίνει; Ούτε καν ο χρόνος για να το σκεφτείς, πάλι μια συντριβή και χτυπήματα. Προσαράξαμε ! Ο πανικός ξέσπασε στους Ιταλούς. Αυτοί που βρισκόντουσαν στο κατάστρωμα έτρεξαν στις σκάλες. Στα αμπάρια σαν τάφος ο πανικός έγινε όλο και μεγαλύτερος, οι κραυγές έγιναν όλο και πιο τρομακτικές! Οι Ιταλοί δεν μπορούσαν να βγουν έξω. Οι σκάλες είχαν τραβηχτεί προς τα πάνω από το πλήρωμα του πλοίου, για φόβο από το ξέσπασμα μιας ανταρσίας.

Είχα φτάσει στο κατάστρωμα του πλοίου, καθώς ένα χτύπημα, και το πλοίο κλονίστηκε και ρίχτηκε στα βράχια από την τρομερή θάλασσα. Ένας εκκωφαντικός βρυχηθμός και το βράδυ καλύπτεται με τον ήχο του. Οι ενδεικτικές λυχνίες ενεργοποιήθηκαν. Μόνο τώρα αναγνωρίστηκε ο τόπος της καταστροφής. Ψηλός ως πύργος δεξιά μας βρισκόταν ένας βράχος, σαν τοίχος. Το πλοίο πρέπει να έχει γύρει πάνω σε αυτόν. Φαινόταν σαν ο βράχος να πέφτει πάνω μας. Ένα βροντερό σφύριγμα από τις βαλβίδες και το σφύριγμα του ατμού κατέστησε σαφές ότι ο ατμός έβγαινε από τους λέβητες. Ήταν ένας ενοχλητικός θόρυβος ο βρυχηθμός και η βροντή της θάλασσας, αναμειγνύονταν με τον θόρυβο των βαλβίδων, το κύτος που έσπαζε κάθε φορά που το πλοίο χτυπούσε στο βράχο, και στη συνέχεια οι τεράστιες κραυγές χιλιάδων λαιμών. Ήταν απλά τρομακτικό! Στην γέφυρα έγιναν απίστευτες σκηνές. Πολλοί προσπάθησαν να πηδήξουν στο κενό, να γλιστρήσουν κάτω από τον απότομο βρεγμένο βράχο, έπεσαν ανάμεσα στα κύματα, από τα οποία αμέσως ρίχτηκαν και σκοτώθηκαν στα βράχια. Άλλοι προσπάθησαν να πηδήξουν στη θάλασσα από τα αριστερά, παρασύρθηκαν από το κύμα που τραβιόταν προς τα μέσα για να τους ρίξει το επόμενο που ερχόταν με τρομερή βία πάνω στο πλευρό του πλοίου και να τους πνίξει. Το πλοίο άρχισε να βυθίζεται. Ένα κομμάτι ήταν ήδη κάτω από το νερό. Μια νέα συντριβή, μια σύγκρουση και μια έκρηξη και το πλοίο έσπασε σε δύο κομμάτια.

Aπό τις έρευνες του συγγραφέα στο ναυάγιο του SS ORIA.

Υπό το φως των φωτοβολίδων φωτισμού που ριχνόντουσαν προς τα πάνω, φαινόντουσαν οι άνθρωποι να ρίχνονται μαζικά στη θάλασσα. Το κρύο φρικτό. Μόνο οι κραυγές του φόβου των ανθρώπων που βρίσκονται πολύ κοντά θα μπορούσαν να γίνουν αντιληπτές. Κάποιος μπορούσε να δει στους ανθρώπους αυτή τη φρίκη του νερού, του θανάτου σε αυτή τη θάλασσα που έσκαγε με τρομερή δύναμη και απέναντι στην οποία βρέθηκαν αδύναμοι και χωρίς δυνατότητα σωτηρίας. Άλλοι ήταν δύσκαμπτοι, σαν να είχαν παραλύσει από τον τρόμο και τους έριχναν στη θάλασσα τα τεράστια κύματα. Από την εξωτερική πλευρά βγήκε μια σωσίβια λέμβος. Μπλόκαρε και κρεμάστηκε στους γερανούς, γεμάτη ανθρώπους. Προσπαθήσαμε να την κατεβάσουμε. Η βάρκα κόλλησε προς τα εμπρός, γλίστρησε προς τα πίσω και κρεμόταν κάθετα στον αέρα. Οι επιβάτες κρεμάστηκαν με το κεφάλι κάτω στη θάλασσα, και κομματιάστηκαν. Αναρωτιόμουν: «Τι πρέπει να κάνω; Να πέσω στη θάλασσα;» Θα ήταν τρέλα. Από τη μία πλευρά θα είχα εκτοξευθεί στον βράχο, από την άλλη στα πλευρά του πλοίου. Ήταν μια απελπιστική κατάσταση. “Περίμενε, αν το πλοίο παραμείνει έτσι, αναζήτησε το υψηλότερο σημείο” Νόμιζα ότι αυτό ήταν το σωστό πράγμα και προσπάθησα να επιστρέψω στην πρύμνη. Ήταν δύσκολο να προχωρήσουμε πάνω στο ναυάγιο που είχε πάρει μεγάλη κλίση. Έπρεπε ν᾽ανοίξω  το δρόμο προς τα εμπρός, και να πιάνομαι από αντικείμενα, για να μην γλιστρήσω ή να μην πέσω στη θάλασσα. Ένα μέρος της πλευράς του πλοίου ήταν ήδη κάτω από το νερό και βρισκόμουν στο νερό μέχρι το στήθος μου τις περισσότερες φορές. Καθώς ανέβηκα μπροστά, συναντήθηκα με τον σύντροφό μου Alfred. “Βγάλε τουλάχιστον το παλτό σου”, φώναξε στο αυτί μου και τον συμβούλεψα να συνεχίσει μαζί μου, επειδή η πρύμνη ανέβηκε περισσότερο από τα άλλα μέρη του πλοίου πάνω από το νερό. Συνεχίσαμε να ανεβαίνουμε μαζί, αλλά ξαφνικά τον έχασα. Φώναξα το όνομά του μερικές φορές, αλλά ο θόρυβος της καταιγίδας και η βροντή της θάλασσας έπνιξαν τις κραυγές. Ανέβηκα πίσω, κοίταξα χωρίς να τον βρω. Τη στιγμή που ήθελα να αρπαχτώ από ένα σχοινί σε άλλο, ένα κύμα με άρπαξε με βίαιο τρόπο και με έριξε στη θάλασσα. Απίστευτος στροβιλισμός και αμέσως παρασύρθηκα στα βαθιά. Προσπάθησα να ωθήσω τον εαυτό μου προς τα πάνω, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Μια σκέψη ήρθε στο μυαλό μου:. Ήταν πολύ περίεργο, τώρα όλα ήταν καθαρά για μένα μπροστά στα μάτια μου. Δεν έχασα τη συνείδηση, δεν ήμουν παράλυτος από τρόμο. Ούτε καν φοβόμουν. Ήταν σαν να μην αγωνίζομαι με τον θάνατο. Είχα καταληφθεί από μια παράξενη ηρεμία. “Αυτό δεν μπορεί να είναι το τέλος, δεν μπορεί να τελειώσει τόσο εύκολα”, πέρασε από το κεφάλι μου. Μου φαινόταν γελοίο ότι όλα έπρεπε να τελειώνουν ξαφνικά και κάτω από το νερό.

Το νερό γύρω μου φωτίστηκε από το φωσφορίζον πλαγκτόν. Χάρη σε αυτό αναγνώρισα σαφώς μαύρες σκιές που πήγαιναν προς τα πάνω, άρπαξα με το ένα χέρι, ‘έσκαψα’ βαθιά με τα δάκτυλά μου και με έσυρε προς τα πάνω. Αργότερα συνειδητοποίησα ότι ήταν ένα άδειο βαρέλι βενζίνης. Το βαρέλι μ᾽ έφερε στην επιφάνεια, στον αέρα. Αλλά αμέσως ένα κύμα σάρωσε ξανά από πάνω μου. Τα βαρέλια που επιπλέουν στο νερό χτυπούν το ένα πάνω στο άλλο και πάνω μου. Πίσω στην επιφάνεια, έπρεπε να απελευθερώσω τον εαυτό μου με μεγάλη προσπάθεια από τα βαρέλια που συνέχιζαν να χτυπούν το ένα εναντίον του άλλου. Η θάλασσα γύρω μου γεμάτη με θραύσματα και βαρέλια, νεκρών και ζωντανών ανθρώπων. Στον φόβο τους για το θάνατο φώναζαν αλλά η θάλασσα τους κατάπινε. Από το ‘ΟΡΙΑ’ δεν υπήρχε τίποτα περισσότερο να δει κανείς, μόνο τα κομμάτια του πλοίου, τα οποία με αυξανόμενο αριθμό επέστρεφαν από το βάθος και χιλιάδες άνθρωποι στο νερό ήταν το τελευταίο σημάδι του. Είχα μια αδιανόητη τύχη όταν βγήκα από το ‘ΟΡΙΑ’ που βυθιζόταν. Τώρα ξεκίνησε ένα νέο κεφάλαιο στον αγώνα μου με το ορμητικό στοιχείο, αλλά και με τους πνιγμούς. Η θάλασσα ζήτησε τα θύματά της με όλη της τη δύναμη. Πέταξε και γύρισε τα θύματα ανάποδα, τα έσπρωχνε κάτω από το νερό! Αυτός ο αγώνας ανθρώπων με τις δυνάμεις της φύσης ήταν τρομακτικός. Φώναζαν και προσευχόταν σε ανάγκη και με το φόβο του υγρού θανάτου! Η αγωνία των πνιγμένων είναι μικρή αλλά φοβερή. Συχνά επανεμφανίστηκαν ξανά, πιάνονταν στο σωσίβιο μου, έπρεπε να ελευθερώσω τον εαυτό μου με βία, ώστε να μην με τραβήξουν στα  βαθιά. Ήταν ένα φοβερό πράγμα. Κατά την βύθιση τους προσπάθησαν να κρατηθούν στο πόδι μου. Έτσι έπρεπε να κλωτσήσω με το άλλο, για να τους ξεφορτωθώ. Δεν υπάρχει τίποτα που πρέπει να γίνει, γιατί δεν υπήρχε άλλος τρόπος, είτε αυτός είτε εγώ, ή και οι δύο. Αμέτρητα σώματα μετακινήθηκαν στο νερό και ρίχτηκαν από τα κύματα εδώ και εκεί ανάμεσα στα συντρίμμια. Με συνάντησαν με γυαλιστερά μάτια με ανοιχτά μάτια, στα οποία όλη η αγανάκτηση αυτού του τρομερού θανάτου ήταν ακόμα ευανάγνωστη. Έπεφταν πάνω μου από τα κύματα, μπλέχτηκαν ανάμεσα στα πόδια μου. Το χέρι του νεκρού άνδρα με χτύπησε στο πρόσωπο. Τα ρούχα που έφυγαν από τα σώματα είχαν ριχτεί στο κεφάλι μου από τα κύματα και με βούλιαζαν συνεχώς κάτω από το νερό. Προσπάθησα να δέσω μερικά κομμάτια ξύλου μαζί με ένα μαντίλι, αλλά στο πλάι μου ένας Ιταλός που βυθιζόταν μ᾽ ένα στεναγμό, επανεμφανίστηκε, άρπαξε απελπισμένα γύρω του το μαντίλι και το πήρε μαζί του στα βάθη. Με όλη μου τη δύναμη, έσπρωξα μακριά από μένα τον άνδρα και συνέχισα να κολυμπάω. Και για άλλη μια φορά μακριά από το σωρό, με κάθε κόστος. Ο καθένας βασιζόταν μόνο στον εαυτό του.

Ιταλικές καραβάνες υπάρχουν ακόμη στον βυθό της περιοχής του ναυαγίου.

Περίπου 2 ή 3 χιλιόμετρα από μένα είναι ένας βραχώδης κόλπος όπου το κύμα είναι ορμητικό. Πίσω από μένα το μικρό και απότομο βραχώδες νησί. Κοίταξα γύρω, έδωσα προσοχή στο ρεύμα του νερού,με οποιοδήποτε κόστος έπρεπε να φτάσω στον κόλπο, ίσως θα μπορούσα να φτάσω στο έδαφος κάπου, δίπλα μου υπήρχε κάτι λευκό, μια πόρτα. Θα μπορούσα να ξαπλώσω πάνω της, ήμουν κλονισμένος από το κρύο, κτυπούσαν τα δόντια μου και ολόκληρο το σώμα μου ένοιωθε με κρύο και κούραση. Μπροστά μου δυο άνθρωποι τραβήχτηκαν από το ρεύμα πάνω σε ένα ξύλο τους κάλεσα, ρώτησα αν ήταν Γερμανοί, αλλά δεν έλαβα καμιά απάντηση. Πόσο καιρό βρισκόμουν στο νερό, σύμφωνα με τη θέση του φεγγαριού τουλάχιστον μία ώρα και μισή έως δύο ώρες. Η ηπειρωτική χώρα έμοιαζε να πλησιάζει και πραγματικά μεταφέρθηκα στον κόλπο, αισθάνθηκα ότι ο αφρός και ο βρυχηθμός του ερχόταν πιο κοντά. Τώρα επίσης είδα πολύ καθαρά και μπορούσα να αναγνωρίσω ότι εξακολουθούσε να είναι ταραγμένη προς τα δεξιά, ενώ στο κέντρο ήταν προφανώς ήσυχη. «Πώς είναι δυνατόν;», αναρωτήθηκα στο κεφάλι μου. Όλος ο κόλπος ήταν βραχώδης και ορεινός. Ο βρυχηθμός και το φούσκωμα έγιναν όλο και πιο εκκωφαντικά, πιο τρομακτικά. Ξαφνικά βρήκα τον εαυτό μου στη μέση της κόλασης. Ήρθε από πίσω μου με μεγάλη ταχύτητα και έντονο θόρυβο. Μια γιγαντιαία καταιγίδα ήρθε προς μένα, με άρπαξε, με έσπρωξε με βία κάτω από το νερό, με έκανε να στροβιλίσω μαζί με την πόρτα στην οποία προσκολλήθηκα σαν τρελός. Καταπίνω νερό, νερό όλο και περισσότερο νερό! Ο λαιμός μου έκαψε το στήθος μου. Με μεγάλη προσπάθεια κατάφερα να επιστρέψω στην επιφάνεια του νερού και να φτάσω στην πόρτα μου. Αγωνιζόμουν απεγνωσμένα για να πάρω λίγο αέρα, αλλά εδώ ήρθε το επόμενο κύμα γρήγορα και στροβιλίστηκα υποβρύχια και μόλις που πρόφτασα να κλείσω το στόμα και τα μάτια μου. “Αυτό είναι το τέλος”, σκέφτηκα. “Δεν θα επιζήσεις από αυτό! Θέλατε να έρθετε εδώ, τώρα έχετε έρθει, είναι κόλαση, και εδώ καταστρέφεστε!” Αλλά η θέληση να ζήσω είναι τόσο δυνατή! Και πάλι επέστρεψα στην επιφάνεια και πάλι εκσφενδονίστηκα και γύρισα γύρω. Είδα την κόλαση που ήταν από πάνω μου, πιο βίαιη από τις προηγούμενες. Έμεινα σφιχτά, έκλεισα ερμητικά το στόμα μου και σκέφτηκα: “Απλά μην αφήνεις να φύγεις, απλά μην αφήνεις να φύγεις”. Εδώ ήρθε ένα τεράστιο χτύπημα. Μου συνέτριψε στην πόρτα, γύρισα απότομα την τράβηξα, αλλά επέστρεψα ξανά. Και αυτό συνεχίστηκε αρκετές φορές, μέχρις ότου το κύμα εξασθένησε.

Βαρέλια του ΟΡΙΑ στο βυθό

Ξαφνικά, χωρίς καμία εξήγηση, η πόρτα μου δεν κινήθηκε πια και παρέμεινε σε οριζόντια θέση λίγο κάτω από την επιφάνεια του νερού. Ήμουν ακόμα εντελώς ζαλισμένος και δεν μπορούσα να το εξηγήσω. Ξαφνικά αισθάνθηκα στερεό έδαφος κάτω από τα πόδια μου, ακούω  φωνές και είδα δύο μορφές που είχαν πέσει στο έδαφος. Ένας νεαρός Γερμανός χειριστής  του αντιαεροπορικού του πλοίου και ένας Έλληνας του πληρώματος, με τη σειρά τους τελείως εξαντλημένοι και αναστατωμένοι. Μετά βίας  μπορούσαμε  να μιλήσουμε. Προσπαθήσαμε να απελευθερώσουμε ο ένας τον άλλον από τα σωσίβια. Αλλά τα χέρια δεν μπορούσαν να το κάνουν. Αποφασισμένοι, χωρίς δυνάμεις παγωμένοι, βρισκόμαστε στην παραλία. Η καταιγίδα σφύριζε πάνω μας, μας κούναγε και έκοβε τα άκρα μας σαν εκατοντάδες μαχαίρια. Αργά ανακτώντας τις αισθήσεις μου, βρήκα ένα μαχαίρι στην τσέπη μου και μας ελευθέρωσα από τα σωσίβια. Γύρω από το σώμα του Έλληνα εξακολουθούσαν να κρέμονται κομμάτια από τα ρούχα του, το μάτι του πρησμένο, το κεφάλι του χτυπημένο. Ο νεαρός ναύτης, με μια ομοιόμορφη στολή, χωρίς παπούτσια, χωρίς κάλτσες, με σχισμένο το κεφάλι του. Και εγώ, εξίσου εξαντλημένος, αλλά όχι χτυπημένος! Έτσι βρισκόμαστε στην παραλία. Δεν μπορούσαμε να περπατήσουμε, ανεβήκαμε χαμηλά στους βράχους και προσπαθήσαμε να καταφύγουμε και να ζεσταθούμε ο ένας με τον άλλο από το κρύο της καταιγίδας. Έτσι λοιπόν, είχαμε κοιμηθεί εξαιτίας της εξάντλησης στον κρύο πάγο, στα ρούχα που έσταζαν και στα λακκάκια των ρούχων μας”.

 Εδώ σταματάει η αφήγηση του Meyer μια και οι τελευταίες της σελίδες χάθηκαν κάπου στον χρόνο.

Η αναθηματική πλάκα που τοποθετήθηκε από τον συγγραφέα στον βυθό, στο σημείο του ναυαγίου.

Σήμερα 74 χρόνια μετά έχουν βρεθεί μόνο 320 οικογένειες των χαμένων Ιταλών και γίνεται προσπάθεια να εντοπιστούν όσο περισσότεροι γίνεται. Το σημείο του ναυαγίου έχει χαρακτηριστεί “υγρός τάφος” και στον βυθό έχει τοποθετηθεί αναμνηστική πλάκα για τους νεκρούς του “ΟΡΙΑ”. Στην ακτή απέναντι από τον Πάτροκλο και πάνω στην παραλιακή οδό Αθηνών Σουνίου από το 2014 με την βοήθεια του Δήμου Σαρωνικού και τοπικών παραγόντων έχει στηθεί μνημείο για να θυμίζει το μέγεθος της τραγωδίας.  

 

Τρίτη 8 Φεβρουαρίου 2022

Θρήνος στους Navy SEALS: Ένας νεκρός και ένας νοσηλευόμενος μετά την «Διαβολοβδομάδα»

 

Ένα δυσάρεστο γεγονός έγινε γνωστό από το Γραφείο Τύπου του Πολεμικού Ναυτικού των ΗΠΑ, το οποίο εξέδωσε ανακοίνωση σχετικά με δύο υποψήφιους Navy SEALS, εκ των οποίων ο ένας έχασε τη ζωή του και ο άλλος είναι ακόμα νοσηλευόμενος, έπειτα από την ολοκλήρωση της «Διαβολοβδομάδας», της γνωστής και περιβόητης εκπαιδευτικής διαδικασίας των βατραχανθρώπων.

 Η περιβόητη «Διαβολοβδομάδα»

Οι υποψήφιοι μετέχουν στη «διαβολοβδομάδα» με την ελπίδα να επιλεγούν για εκπαίδευση βατραχανθρώπων στη μονάδα Naval Special Warfare Basic Training Command, αλλά το πρόγραμμα είναι τόσο βαρύ που αφήνει ψυχολογικά τραύματα, σύμφωνα με έναν υποψήφιο. Οι νεοσύλλεκτοι ωθούνται στα όρια των σωματικών και ψυχικών τους αντοχών ενώ καλούνται να αποδείξουν και τις ηγετικές τους ικανότητες.

 Αλλά αυτή τη φορά η «διαβολοβδομάδα» των Navy Seals έγινε πρωτοσέλιδο για τους λάθος λόγους, αφού λίγες ώρες μετά την ολοκλήρωση των σκληρών τεστ, άφησε την τελευταία του πνοή ένας υποψήφιος βατραχάνθρωπος. Ο 24χρονος Κάιλ Μάλεν πέθανε σε νοσοκομείο της περιοχής του Σαν Ντιέγκο, αφού προηγουμένως ανέφερε μαζί μ’ έναν άλλο εκπαιδευόμενο συμπτώματα μιας άγνωστης ασθένειας. Ο νεαρός άνδρας είχε ολοκληρώσει την πρώτη φάση αξιολόγησης και επιλογής των υποψηφίων προς ένταξη στις Ομάδας Υποβρύχιων Καταστροφών του αμερικανικού Πολεμικού Ναυτικού. Γεννημένος στο Νιου Τζέρσι ο υποψήφιος βατραχάνθρωπος είχε ενταχθεί τον περασμένο χρόνο στις αμερικανικές ένοπλες δυνάμεις και τον Ιούλιο ξεκίνησε την εκπαίδευση των SEAL στο Κορονάντο.

Σύμφωνα με το U.S Navy, οι δύο ναύτες, υποψήφιοι για να ενταχθούν στην «οικογένεια» των Navy Seals, είχαν μόλις ολοκληρώσει την πρώτη φάση εκπαίδευσης, γνωστής και ως «Basic Underwater Demolition/SEAL (BUD/S», περνώντας με επιτυχία την εξαιρετικά απαιτητική εκπαίδευση, υπό αντίξοες συνθήκες, της λεγόμενης  «Διαβολοβδομάδας» και είχαν ενταχθεί στην Διοίκηση Βασικής Εκπαίδευσης Ειδικού Πολέμου (Naval Special Warfare Basic Training Command).

Αρκετές ώρες μετά, όπως τονίζει χαρακτηριστικά το Πολεμικό Ναυτικό των ΗΠΑ, οι δύο συγκεκριμένοι ναύτες εμφάνισαν αδιαθεσία και ύποπτα συμπτώματα, με αποτέλεσμα ο ένας να μεταφερθεί στο νοσοκομείο «Sharp Coronado» του Σαν Ντιέγκο, όπου άφησε την τελευταία του πνοή την περασμένη Παρασκευή και ο άλλος στο Ναυτικό Ιατρικό Κέντρο του Σαν Ντιέγκο, όπου ακόμα νοσηλεύεται σε σταθερή κατάσταση.

  

Αυτό που τονίζουν οι αξιωματούχοι του U.S Navy είναι το γεγονός ότι οι δύο ναύτες δεν βρίσκονταν σε κάποια άσκηση ή εκπαιδευτική δραστηριότητα, όταν προέκυψαν τα συμπτώματά τους, ενώ ακόμα δεν είναι γνωστή η αιτία για τον θάνατο του υποψήφιου Navy Seal, ο οποίος αργότερα ταυτοποιήθηκε ως Ναύτης Kyle Muller, 24 ετών από το Νιού Τζέρσεϊ.

Το πρόγραμμα, σύμφωνα με τον ιστότοπο Seal, «έχει σχεδιαστεί για να ωθεί (τους υποψηφίους) στα σωματικά και πνευματικά τους όρια». Το ποσοστό όσων εγκαταλείπουν τη διαδικασία είναι υψηλό και μόνο το 20% περίπου των νεοσύλλεκτων ολοκληρώνουν με επιτυχία την εκπαίδευση που το ναυτικό αναγνωρίζει ότι είναι «βίαιη». Έως και 250 υποψήφιοι κάθε χρόνο γίνονται Seals.

 Σύμφωνα με το USA Today, ο θάνατος του Μούλεν είναι ο πρώτος υποψηφίου του Seal που εκπαιδεύεται εδώ και έξι χρόνια. Το 2016, ο Τζέιμς Ντέρεκ Λοβλέις, 21 ετών, πνίγηκε σε μια προπόνηση στην πισίνα, η οποία αρχικά κρίθηκε ως ανθρωποκτονία από τον ιατροδικαστή του Σαν Ντιέγκο,  ο οποίος διαπίστωσε ότι το κεφάλι του σπρώχτηκε επανειλημμένα κάτω από το νερό από έναν εκπαιδευτή.

 Οι ερευνητές του Πολεμικού Ναυτικού αποφάνθηκαν αργότερα ότι δεν διαπράχθηκε έγκλημα και αρνήθηκαν να υποβάλουν κατηγορίες, αν και το NBC ανέφερε εκείνη την εποχή ότι τρεις υποψήφιοι του Seal είχαν πεθάνει σε τέσσερα συνεχόμενα μαθήματα εκπαίδευσης και ότι ο Λοβλέις ήταν ο πέμπτος ασκούμενος που έχασε τις αισθήσεις του σε μια άσκηση στην πισίνα μέσα σε τέσσερις μήνες.


Κυριακή 6 Φεβρουαρίου 2022

Αξέχαστη Τζένη Βάνου: Μια τεράστια φωνή που έτρωγε ξύλο από το σύζυγό της- ακόμα και έγκυος-και πέθανε ξεχασμένη δουλεύοντας στο μίνι μάρκετ της γειτονιάς


tzeni-vanou

 Ο αυστηρός πατέρας, η απόπειρα αυτοκτονίας, η κακοποίηση από τον άντρα της και ο θάνατος το 2014

Η Τζένη Βάνου (Ευγενία Βραχνού),  γεννήθηκε στην Αθήνα στις 10 Φεβρουαρίου 1939. Πέρασε δύσκολα παιδικά χρόνια μετά το χωρισμό των γονιών της και μεγάλωσε με τη γιαγιά της. Στα 14 της αποπειράθηκε να αυτοκτονήσει, επειδή ο πατέρας της δεν της επέτρεπε να βλέπει τη μητέρα της.

Η ίδια είχε πει σχετικά: Στα οκτώ μου ο πατέρας μου ξαναπαντρεύτηκε και μετακομίσαμε στο Μοσχάτο. Δεν ήταν η ζωή που ήθελα, αλλά μου επετράπη να βλέπω τη μητέρα μου μια φορά τον μήνα. Μέχρι που στα δεκατέσσερα έκανα απόπειρα αυτοκτονίας. Μετά από αυτό, η στάση του πατέρα μου έγινε λίγο ελαστικότερη και την έβλεπα πιο συχνά.

Η Τζένη Βάνου αρχικά σκόπευε να σπουδάσει στη Φυσικομαθηματική Σχολή
Μετά όμως τη γνωριμία της με τον συνθέτη Μίμη Πλέσσα, τον οποίο θεωρούσε μέντορά της, αποφάσισε να ασχοληθεί με το τραγούδι, παρά την αντίδραση του πατέρα της. Με προτροπή του Πλέσσα έδωσε εξετάσεις στο ΕΙΡ και προσλήφθηκε το 1959 ως τραγουδίστρια της ορχήστρας ελαφράς μουσικής του κρατικού ραδιοφωνικού σταθμού. Το καλλιτεχνικό ψευδώνυμο με το οποίο έχτισε την καριέρα της ήταν ιδέα του μαέστρου και συνθέτη Γεράσιμου Λαβράνου, με τον οποίο συνεργάστηκε στα πρώτα της βήματα.

Τα πρώτα βήματα στο τραγούδι και η καθιέρωση
Το τραγούδι που  καθιέρωσε την Τζένη Βάνου ήταν το «Αν σ’ αρνηθώ αγάπη μου» του Μίμη Πλέσσα, ο οποίος στη συνέχεια υπέγραψε και τον πρώτο μεγάλο της δίσκο, που περιλάμβανε και τη μεγάλη επιτυχία της «Σε βλέπω στο ποτήρι μου». Μάλιστα, με το κομμάτι «Τώρα» του μουσικοσυνθέτη κέρδισε το πρώτο βραβείο στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης το 1964. Μέλος της κριτικής επιτροπής ήταν ο ηθοποιός Δημήτρης Χορν, ο οποίος ψήφισε «Τζένη Βάνου» και όταν του ζητήθηκε από τα υπόλοιπα μέλη της Επιτροπής να ψηφίσει τραγούδι και όχι πρόσωπο αυτός απάντησε προφητικά: «Μα τα επόμενα 50 χρόνια γι’ αυτήν θα μιλάμε».

Σύντομα καθιερώθηκε ως τραγουδίστρια του ελαφρού τραγουδιού και ερμήνευσε ντουέτα, κυρίως με τον Γιάννη Βογιατζή. Στα τέλη της δεκαετίας του ‘60 ο Νίκος Μαμαγκάκης της ζήτησε να τραγουδήσει το «Σ’ αγαπώ» («Ο ήλιος βγαίνει μες στα μάτια σου») για την ταινία του Νίκου Φώσκολου «Λεωφόρος του μίσους». Το τραγούδι γνώρισε μεγάλη επιτυχία και ο Μάνος Χατζιδάκις της πρότεινε να συνεργαστούν. Αυτή αρνήθηκε, επειδή δεν ήθελε να «προδώσει» τον Μίμη Πλέσσα, που την ανέδειξε.

Στις αρχές της δεκαετίας του ‘70 πραγματοποιεί τη μεγάλη στροφή της καριέρας της και με τη βοήθεια του Τόλη Βοσκόπουλου περνά στο λαϊκό τραγούδι. Μόλις είχε επιστρέψει από την Αμερική, όπου δούλευε για περίπου μία διετία, χωρισμένη και μόνη με δύο μικρά παιδιά (τον Μιχάλη και την Αθηνά από τον γάμο της με τον επιχειρηματία Βασίλη Ρηγόπουλο), χωρίς δουλειά και χωρίς λεφτά. Σε αυτή τη δύσκολη φάση της ζωής της συνάντησε μια μέρα τον Τόλη Βοσκόπουλο, ο οποίος τη βοήθησε να ξεκινήσει και πάλι από την αρχή. Της έγραψε δύο λαϊκά τραγούδια («Αγόρι μου» και «Σε παρακαλώ, σήκω και φύγε»), που έγιναν μεγάλες επιτυχίες. Ο Πλέσσας της γράφει το σουξέ «Σε βλέπω στο ποτήρι μου» και το 1984 παίρνει χρυσό δίσκο με το «Τρένο της ζωής» του Τάκη Μουσαφίρη.

Στην πολύχρονη καριέρα της υπήρξε μούσα πολλών συνθετών. Ερμήνευσε τραγούδια των Μίμη Πλέσσα, Μίκη Θεοδωράκη, Γιώργου Μουζάκη, Κώστα Γιαννίδη, Ζακ Ιακωβίδη, Τάκη Μωράκη, Κώστα Καπνίση κ.ά. Εμφανίστηκε στα μεγαλύτερα κέντρα της παραλιακής, δίπλα σε μεγάλα ονόματα, αλλά ανήκε σ’ εκείνους του καλλιτέχνες που δεν έβγαλαν πολλά λεφτά. «Στις οικονομικές συμφωνίες που έκανα ήμουν χάπατο, χαζή. Ο καθένας μπορεί να με εκμεταλλευτεί» είχε πει με ειλικρίνεια. Βραβεύτηκε για τη δουλειά της στην Ισπανία, την Πολωνία και τη Σοβιετική Ένωση.

Tzeni_Vanou2

Ένα μου προσόν ήταν ότι δεν ήξερα από μουσική, αλλά είχα τρομερή μουσικότητα και μάθαινα πάρα πολύ γρήγορα

Όταν ορφάνεψε η θέση της Μούσχουρη στο «Τζάκι» της πλατείας Ρηγίλλης, με κάλεσαν να την αντικαταστήσω. Έγινε τέτοιος χαμός, που τελικά έμεινα δυο μήνες. Εκεί ήρθαν και μου πρότειναν συνεργασία ο Μανώλης Χιώτης με τη Μαίρη Λίντα για τη «Σπηλιά του Παρασκευά».

Η κακοποίηση από τον σύζυγό της

Το 1969, αφού γέννησε τον γιο της, η Τζένη Βάνου έφυγε για την Αμερική με την οικογένειά της. Ο γάμος της όμως δεν ήταν ευτυχισμένος. Ο σύζυγός της την κακοποιούσε επανειλημμένως, αλλά η Τζένη Βάνου έκανε υπομονή, γιατί ήθελε πολύ να αποκτήσει και δεύτερο παιδί. Όπως είχε αναφέρει η ίδια, ο άντρας της τη χτυπούσε ακόμα και όταν ήταν έγκυος στην κόρη τους. Οι φίλοι της, τη θυμούνται με φουσκωμένη την κοιλιά από την εγκυμοσύνη και μαυρισμένο το μάτι από τα χτυπήματα. Τότε, αποφάσισε να γυρίσει πίσω στην Ελλάδα. Χώρισε από τον σύζυγό της και ανέλαβε μόνη την ανατροφή των δύο παιδιών τους.

Η Τζένη Βάνου βίωσε την κακοποίηση από τον σύζυγό της. Η τραγουδίστρια δεν έκρυψε ποτέ ότι ο άντρας της τη χτυπούσε. Προτίμησε να δημοσιοποιήσει το πρόβλημά της, προτρέποντας κατ’ αυτό τον τρόπο και άλλες γυναίκες να μη φοβούνται και να ζητήσουν βοήθεια, σε περίπτωση που τους συνέβαινε κάτι αντίστοιχο. Σαν μητέρα, παρόλο που ήταν μόνη της, τα κατάφερε περίφημα. Άλλωστε, από τα πρώτα χρόνια της καριέρας της στο τραγούδι, παραδεχόταν πως ήταν για εκείνη μια δουλειά που την έκανε για βιοποριστικούς λόγους και ότι βασικό μέλημά της ήταν η οικογένεια. Γι΄ αυτό ήταν μια από τις πιο σεμνές τραγουδίστριες, που δεν υιοθέτησε ποτέ την ιδιότητα της σταρ. Μάλιστα, σε συνέντευξή της είχε αναφέρει ότι δεν αγάπησε όπως έπρεπε τον εαυτό της, με αποτέλεσμα να κουβαλάει πολλές ανασφάλειες και στη δουλειά της.

Οι μόνοι που έχω ζητήσει βοήθεια στη ζωή μου, είναι η μάνα μου κι ο Θεός

Δεν εκτίμησα τη χρυσόσκονη που μ’ έλουσε ο Θεός είχε πει με απόλυτη ειλικρίνεια η Τζένη Βάνου. Μετανιώνω που δεν έκανα λεφτά, γιατί στην ηλικία μου η μόνη μου προοπτική πια είναι να κάνω αύριο καλύτερο μουσακά και να ψωνίσω κάτι στο εγγόνι μου. Αλλά και τώρα να ξεκινούσα, πάλι τα ίδια λάθη θα έκανα. Είναι θέμα χαρακτήρα….

Το μίνι μάρκετ,ο καρκίνος και το τέλος

Η Τζένη Βάνου τα τελευταία χρόνια της ζωής της είχε αποσυρθεί από το τραγούδι και ζούσε στη Νέα Σμύρνη, οπού διατηρούσε μίνι μάρκετ μαζί με τον γιο της….

Παρόλο που ήταν αναγνωρίσιμο πρόσωπο, δούλευε η ίδια στο μαγαζί, χωρίς να την απασχολεί ότι ο κόσμος την ήξερε μέσα από το τραγούδι και ενδεχομένως να εισέπραττε αρνητικά σχόλια ή κουτσομπολιό για την επιλογή της. Το μίνι μάρκετ έφερε το όνομά της, «Τζένης Μάρκετ» και η ίδια είχε αναπτύξει πολύ καλές σχέσεις με τους γείτονες και πελάτες της….

Η Τζένη Βάνου άφησε την τελευταία της πνοή στο νοσοκομείο «Μεταξά» του Πειραιά στις 5 Φεβρουαρίου 2014, νικημένη από τον καρκίνο.

Τετάρτη 2 Φεβρουαρίου 2022

Σπουδαστής δημοσιογραφίας ζητά επαναφορά της θανατικής ποινής για τη δολοφονία του 19χρονου Άλκη

19xronos

Η δολοφονία του 19χρονου Άλκη στη Θεσσαλονίκη να αποτελέσει αφετηρία επαναπροσδιορισμού όλης της κοινωνίας και να ανοίξει ο δρόμος πραγματικής τιμωρίας των ενόχων και της εξυγίανσης του ποδοσφαίρου.

Tου Αρτέμη Χαλάτση σπουδαστή ΙΕΚ δημοσιογραφίας

Δεν έχω λόγια να περιγράψω πόσο εξοργισμένος νοιώθω από την δολοφονία του Άλκη ενός 19χρονου πρωτοετούς φοιτητή στη Θεσσαλονίκη τα ξημερώματα της 1ης Φλεβάρη 2022. Ένα παιδί που είχε όλο το μέλλον μπροστά του, ένα παιδί που ξεκίνησε με όνειρα την νέα του ζωή στη Θεσσαλονίκη, ένα παιδί σαν τα δικά μας παιδιά που τα μεγαλώνουμε και τα διδάσκουμε τις βασικές αρχές της κοινωνίας και του πολιτισμού, ένα παιδί που θα γινόταν επιστήμονας, πατέρας, παππούς και θα έκλεινε τα μάτια του φυσιολογικά σε αρκετά χρόνια έχοντας συμβάλει κι αυτός με ένα λιθαράκι στην πρόοδο και την ανάπτυξη της ελληνικής κοινωνίας … Όμως τελικά δεν έγινε έτσι.

Δεν έγινε έτσι γιατί κάποιοι αποφάσισαν να βγούνε παγανιά Δευτέρα προς Τρίτη ξημερώματα με τα αυτοκίνητα τους στην γειτονιά του Χαριλάου και να ξυλοκοπήσουν κανένα εύκολο θύμα τίποτα πιτσιρικάδες που θα είχαν την ατυχία να κάνουν την βραδινή τους βόλτα. Και σαν αφορμή ώστε να ξεσπάσουν τα ζωώδη ένστικτά τους θα μπορούσαν για τυπικούς λόγους να τους ρωτήσουν τι ομάδα είναι, σε πιο κόμμα ανήκουν, σε ποια γειτονιά μένουν, από ποια πόλη είναι, έτσι απλά για αφορμή για να έχουν άλλοθι.

Το αποτέλεσμα ήταν προδικασμένο. Ξυλοδαρμός και μαχαίρωμα μέχρι θανάτου. Τα media έβγαλαν την ετυμηγορία τους. Βρέθηκε την λάθος ώρα στο λάθος μέρος. Τόσο απλά. Αλίμονο λοιπόν στον καθένα μας που θα βρεθεί την λάθος στιγμή στο λάθος μέρος.

Η κοινωνία μας δεν έχει ανάγκη από αυτούς τους αλήτες, από αυτά τα αποβράσματα, δεν έχει ανάγκη από δολοφόνους, δεν έχει την υποχρέωση καν να τους ταΐζει στη φυλακή. Ποτέ μα ποτέ δεν είχα σκεφτεί ότι η θανατική ποινή είναι ένα μέσο τιμωρίας για αποδεδειγμένα κι απεχθή εγκλήματα. Τώρα όμως το πιστεύω. Μόνο η θανατική τιμωρία μπορεί να αποτελέσει δικαίωση όχι μόνο στους χαροκαμένους γονείς (αν και γι’ αυτούς η μόνη δικαίωση είναι η επιστροφή του παιδιού τους πίσω στη ζωή) αλλά στο περί δικαίου αίσθημα που απαιτεί η πλειοψηφία της κοινωνίας. Γίνετε εσείς γονείς του παιδιού αυτού κι αποφασίστε εσείς για την πιο δίκαιη ποινή. Γίνετε ακόμα αν θέλετε γονείς των δολοφόνων.

Όλοι ήμασταν κάποτε 19 ετών. Πολλοί σπουδάσαμε σε άλλες πόλεις. Εγώ έμεινα για κάποιο διάστημα και στην γειτονία αυτή στο Χαριλάου στα μέσα της δεκαετίας του ’90. Άλλα παιδιά μένουν στην Τούμπα, στο Φάληρο, στη Φιλαδέλφεια, στη Νίκαια. Και λοιπόν τι; Μήπως πρέπει να αρχίσουμε να φοβόμαστε για τις ζωές των παιδιών μας σπουδάζουν; Όλοι έχουμε 19χρονα παιδιά και εγγόνια που τα μεγαλώσαμε με κόπους και θυσίες πολλά από αυτά βρίσκονται σε άλλες πόλεις και αν μη τη άλλο θέλουμε να αισθανόμαστε ότι μπορούν να διασκεδάσουν ελεύθερα, να μπορούν να υποστηρίξουν όποια ομάδα θέλουν ελεύθερα, μπορούν να πουν την γνώμη τους ελεύθερα, μπορούν να ενηλικιωθούν να αγαπήσουν να ερωτευθούν να κλάψουν να γελάσουν ελεύθερα αν θέλετε ακόμα και να μαλώσουν στα λόγια χωρίς όμως κανένας να τα κυνηγήσει, να χειροδικήσει, να τα χτυπήσει βάναυσα, να τα βιάσει, να τα σκοτώσει.

Το έργο το έχουμε ξαναδεί. Οι ένοχοι θα συλληφθούν, θα τα ρίξει ο ένας στον άλλον, δεν ήμουν εγώ, θα έχουν ψυχολογικά, θα ήταν υπό την επήρεια ουσιών, πρότερος έντιμος βίος, κακιά στιγμή, αυτοί μας προκάλεσαν πρώτοι και …και … να σας αραδιάσω εγώ ένα σωρό δικαιολογίες προκειμένου να πέσουν στα μαλακά και σε μια πενταετία να πίνουν το καφεδάκι τους στην πλατεία Αριστοτέλους ή το ποτάκι τους μια κρύα νύχτα του Φλεβάρη του 2030 ενώ ο 19χρονος Άλκης θα βρίσκεται στο μαύρο χώμα καταδικασμένος να βρίσκεται εκεί για πάντα χωρίς να ακούει, να βλέπει, να γελάει.

Όσο για το τι προσφέρει σήμερα το ελληνικό ποδόσφαιρο, τι προσφέρουν οι οργανωμένοι φίλαθλοι, οι σύνδεσμοι και δεν ξέρω πως τους λένε είναι μια μεγάλη κουβέντα που δεν έχω τις γνώσεις να την ανοίξω. Ξέρω μόνο πως κάποια στιγμή πήγα τον 6χρονο γιο μου σε ακαδημίες τοπικής ομάδας. Κι ακολούθως τον πήγα και στο γήπεδο κι αυτόν και τα ανίψια μου ώστε να αγαπήσουν το ποδόσφαιρο και τον αθλητισμό. Οι βρισιές και η βία που αντικρίσαμε σε έναν μόνον αγώνα ήταν αρκετές για να απομακρυνθούμε όλοι οικογενειακώς από το ποδόσφαιρο μια για πάντα. Και έχω την εντύπωση πως βγήκαμε όλοι κερδισμένοι.

Όσο για την υποχρέωση της Ελληνικής Αστυνομίας να προστατεύει τους αγώνες με βρίσκει εντελώς αντίθετο. Η αστυνομία είναι για να προστατεύει τους πολίτες στους δρόμους και όχι στα γήπεδα. Ας προλάβουν οι ομάδες με δικά τους έξοδα security για προστασία που σαφώς δεν θα κάνουν τίποτα, ας σκοτωθούν καμιά 10 άνθρωποι από μαχαιρώματα από την πρώτη Κυριακή και να δείτε πως θα στρώσει το ποδόσφαιρο και η βία στα γήπεδα. Θα ψάχνουν τους υγιείς φιλάθλους με το κυάλι. Μπορεί να γίνει και κάτι πιο απλό. Να μποϊκοτάρουν όλοι οι υγιείς φίλαθλοι τους αγώνες και να μην ξαναπατήσουν γήπεδο. Ας μείνουν μόνο οι χούλιγκαν να λύσουν τις διαφορές τους. Μόνο τότε θα υπάρξει κάθαρση, μπας και ξεβρομίσει το πιο όμορφο ομαδικό άθλημα του κόσμου, το ποδόσφαιρο.

Ελλάδα, η χώρα της ανέχειας και της ανοχής. Καμιά ανοχή πια. Καμιά ανοχή πια σε τέτοιου είδους εγκληματίες που με πρόσχημα τα οπαδικά ή οτιδήποτε άλλο αφαιρούν αβίαστα την ζωή ενός 19χρονου παιδιού σχεδόν αμούστακου, ενός εκκολαπτόμενου επιστήμονα, ενός παιδιού που εκλιπαρούσε για την ζωή του τόσο αθώα κι ευγενικά απευθυνόμενος στους δολοφόνους του με την φράση : «Σας παρακαλώ μην με χτυπάτε άλλο» , ούτε καν «μην βαράτε άλλο ρε αλήτες» αλλά τόσο ευγενικά «Σας παρακαλώ… μην χτυπάτε άλλο».

Βρείτε λοιπόν εσείς συμπολίτες μου, κοινωνία έντιμων πολιτών και οικογενειαρχών την ποινή αυτών των δολοφόνων. Εγώ την άποψη μου σας την είπα. Ήρθε η ώρα να ξανανοίξει ο φάκελος της θανατικής ποινής στην πλέον φιλελεύθερη και δημοκρατική χώρα του κόσμου που λέγεται Ελλάδα. Στην χώρα της πλήρους ελευθερίας έως του βαθμού της ασυδοσίας. Στην χώρα που η λέξη τιμωρία είναι κάτι σαν ανέκδοτο. Όσο για τους συγκεκριμένους με τα σημερινά δεδομένα του ποινικού κώδικα ισόβια σε όλους.

Γιατί κανένας υγιής πολίτης σε όποια χώρα κι αν βρίσκεται δεν κυκλοφορεί με μαχαίρια και ειδικά δρεπανοειδή δολοφονικά όργανα μέσα στο αυτοκίνητο του ψάχνοντας αφορμή για καυγά. Ούτε ξυλοκοπεί στο κεφάλι μέχρι θανάτου οποιοδήποτε συνάνθρωπο του ακόμα και τον μεγαλύτερο εχθρό του.

Το σημείο της δολοφονίας του 19χρονου Άλκη. Η οργή όλων των υγειών φιλάθλων είναι τόσο μεγάλη που ένας οπαδός του ΠΑΟΚ έγραψε για τον αδικοχαμένο νέο. «Δε γυρνάς πίσω. Δεν ξαναπατάω γήπεδο. Τους σιχάθηκα. Σιχαθείτε τους και αγαπήστε τις ιδέες σας όχι τα γούστα τους»