Ένας αξιωματικός προερχόμενος από την ΣΜΥΝ ,με
μια διπλωματική εργασία για τις μεταπτυχιακές του σπουδές, έβαλε τα γυαλιά σε
πάρα πολλούς και κυρίως στο τυφλό κράτος που στο μόνο που είναι καλό είναι στο
πως θα ταλαιπωρεί και τα κοροϊδεύει τους πολίτες του.
Ο Πλωτάρχης (Ε) Νίκος Μαυροβουνιώτης εν ενεργεία
Αξιωματικός προερχόμενος από την ΣΜΥΝ είναι ο συντάκτης της Διπλωματικής
Εργασίας στο Πρόγραμμα Μεταπτυχιακών Σπουδών: "Νομικός Πολιτισμός: Δημόσιο
και Ιδιωτικό Δίκαιο" του Τμήματος Δημόσιας Διοίκησης του Παντείου
Πανεπιστημίου με θέμα «Η ΑΡΧΗ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΛΟΓΗΜΕΝΗΣ ΕΜΠΙΣΤΟΣΥΝΗΣ».
Η Διπλωματική, βαθμολογήθηκε από την
Επιστημονική Επιτροπή με "ΑΡΙΣΤΑ - 10", ενώ από το εν λόγω Πρόγραμμα
Μεταπτυχιακών Σπουδών αποφοίτησε πρώτος μεταξύ είκοσι ενός φοιτητών (οι δέκα εξ
αυτών ήσαν μαχόμενοι δικηγόροι), λαμβάνοντας συνολική βαθμολογία 97,5%.
Το πρώτο που αποδεικνύει ο Πλωτάρχης είναι πόσο
“παρεξηγημένη” κατηγορία είναι οι απόφοιτοι των ΑΣΣΥ. Αλλά αυτό θα πρέπει να
απασχολήσει όσους προσπάθησαν ή προσπαθούν να τους απαξιώσουν.
Ο πρόλογος της Διπλωματικής Εργασίας του
Πλωτάρχη Μαυροβουνιώτη ακολουθεί. Όσοι θέλουν να μελετήσουν όλη την εργασία του
μπορούν να την διαβάσουν πατώντας Εδώ.
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Έχοντας τη φιλοδοξία πως η παρούσα εργασία θα
κατορθώσει να διερευνήσει επαρκώς την αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης
εμπιστοσύνης, δεν θα ήταν υπερβολή να σημειωθεί πως κάθε αναφορά σε αυτήν
κατά τη διάρκεια των μεταπτυχιακών σπουδών, μου προκαλούσε ιδιαίτερο
ενδιαφέρον, προτρέποντάς με να εμβαθύνω στο νόημα που εμπεριέχει ο
γοητευτικά βαρύγδουπος τίτλος της.
Συχνά κατά την υλοποίηση της πολιτικής βούλησης,
που σχεδιάζεται με γνώμονα τη δημοσιονομική προσαρμογή αποσκοπώντας
αποκλειστικά στη τιθάσευση της ύφεσης, αντιτίθενται θεμελιώδεις αρχές
δικαίου, θίγονται κεκτημένα ατομικά δικαιώματα, δημιουργείται κοινωνική
αβεβαιότητα και τελικά καθίσταται νεφελώδης η σχέση μεταξύ κράτους και
πολίτη.
Καθώς η Ελλάδα βρίσκεται, από το έτος 2010, σε
καθεστώς δημοσιονομικής επιτήρησης από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, την Ευρωπαϊκή
Κεντρική Τράπεζα και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, οδηγήθηκε, προκειμένου να
προστατευτεί η εθνική της οικονομία, στην εφαρμογή «Μνημονίων Συνεννόησης-Συνεργασίας»
(Memorandum Of Understanding), που προέβλεπαν τη λήψη επειγόντων μέτρων
για την αντιμετώπιση της δημοσιονομικής κρίσης και τη μείωση των
δημοσιονομικών ελλειμμάτων. Η επιβολή οριζόντιων περικοπών εισοδήματος
επέφερε στους Έλληνες πολίτες βαρύτατες απώλειες στις αποδοχές τους και τους
οδήγησε σε ένα βιοτικό επίπεδο αντίστοιχο του ισχύοντος πριν από τρεις
τουλάχιστον δεκαετίες.
Έτσι, περισσότερο σήμερα παρά ποτέ, βιώνουμε τις
συνέπειες μιας συγκρουσιακής σχέσης κράτους-κοινωνίας, καθόσον είναι αυτή
η παρούσα δημοσιονομική κατάσταση που, στο όνομα της επίτευξης των
ποσοτικών στόχων, επιβάλλει τη λήψη επαχθών μέτρων, με αποτέλεσμα να
δοκιμάζονται οι αντοχές του
πολίτη, να επηρεάζεται καταλυτικά η
καθημερινότητά του και εν τέλει να δυναμιτίζεται η προοπτική και το όραμα
κοινωνικής προόδου και ευημερίας.
Αναμφίλεκτα, το κράτος θα πρέπει να παράγει
πολιτική και να ασκεί διοίκηση διά των λειτουργιών και των οργάνων του, καθώς
είναι πρόδηλα αδύνατο να παραμένει στατικό κατά την ενάσκηση των
αρμοδιοτήτων του.
Εντούτοις, είναι απαραίτητο σε ένα υποθετικό
γράφημα μιας ευνομούμενης πολιτείας να εντοπίζεται και να διαφυλάσσεται η τιμή
ισορροπίας, που προκύπτει από το σημείο τομής ανάμεσα στην καμπύλη
νομοθετικών και διοικητικών ενεργειών που αντανακλούν την εκδήλωση δημόσιας
εξουσίας, όπως αυτή απεικονίζεται στον οριζόντιο άξονα του δημοσίου συμφέροντος
και στην καμπύλη της εύλογης πεποίθησης που επέδειξαν οι καλόπιστοι και
εχέφρονες πολίτες για διατήρηση επί
μακρόν της καθεστηκυίας έννομης τάξης, όπως αυτή
απεικονίζεται στον κάθετο άξονα της δικαιολογημένης και άξιας για παροχή
προστασίας εμπιστοσύνης του
πολίτη.
Στην προσέγγιση και επίλυση αυτού του ζητήματος,
λειτουργεί διαφωτιστικά η εξέταση του πεδίου των γενικών αρχών του Διοικητικού
Δικαίου, όπως αυτό διαχρονικά έχει διαμορφωθεί από την ανεύρεση και ανάδειξη
τους μέσω της νομολογίας, κατά τη διαρκή προσπάθεια ενός εκάστου εφαρμοστή του
δικαίου να αναδεικνύει ερμηνευτικά μια διάταξη προκειμένου να αντιμετωπίσει
επαρκώς μια πραγματική κατάσταση.
Η αρχή της προστατευόμενης εμπιστοσύνης, όπως
και η πλειοψηφία των γενικών αρχών του διοικητικού δικαίου, συνάγεται από το
δικαστή ερμηνευτικά κατά την αναζήτηση της βούλησης του νομοθέτη. Με τον
τρόπο αυτό ο δικαστής ανάγοντας τις γενικές αρχές του δικαίου σε κριτήριο
ελέγχου νομιμότητας των πράξεων της διοίκησης, τις ανευρίσκει χωρίς να τις
εφευρίσκει.
Στην πράξη, γίνεται εύκολα αντιληπτό ότι
υφίσταται μια αντικειμενική δυσκολία επακριβούς οριοθέτησης του περιεχομένου
και της θέσης που κατέχει η αρχή της προστατευόμενης εμπιστοσύνης στο
νομικό κόσμο, κυρίως ως προς την ηθική της διάσταση, που σε πρώτη ανάγνωση
αυτονόητα συνυφαίνεται με το «καλό» και το «έντιμο» στο νου του μέσου συνετού
ανθρώπου.
Η πορεία ανάδειξης και θεμελίωσης της αρχής
αποδείχθηκε μια πολυδαίδαλη διαδρομή με πολλές δυσκολίες, έως ότου αυτή
καταλάβει τη θέση που της αναλογεί στη νομική θεωρία που διέπει το χώρο
του ελληνικού δημοσίου δικαίου.
Με τη συνταγματική κατοχύρωση της
προστατευόμενης εμπιστοσύνης η διοίκηση, κατά την εκδήλωση της υπέρτερης
βούλησής της, καθίσταται πλέον υποχρεωμένη να συμμορφώνεται μαζί της
ερμηνευτικά και να ταυτίζεται με το πνεύμα της.
Με βάση τα παραπάνω, αντιμετωπίστηκε στην παρούσα εργασία ως μια
πρόκληση, η κατάδειξη της σπουδαιότητας της προστατευόμενης εμπιστοσύνης, ως
συνταγματικά καθιερωμένης αρχής του Διοικητικού Δικαίου, που αποτελεί πλέον ένα
αυτοτελές και πολύτιμο συνταγματικό αγαθό με εξαιρετική χρησιμότητα στο σύγχρονο
νομικό κόσμο.Πηγή: onalert.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου