Το φέρυ μπόουτ AMONIA στην λίμνη Τίνσγιε σήμερα. Παρόμοιο
ήταν το HYDRO που βύθισαν οι σαμποτέρ το 1944
|
Από τις απαρχές ακόμη του Β΄ Παγκοσμίου
Πολέμου, ο αγώνας ταχύτητας στον οποίο είχαν επιδοθεί οι αντίπαλοι
σχετικά με τις ατομικές έρευνες υπήρξε εξουθενωτικός. Η συμμαχική
αντικατασκοπία γνώριζε ήδη από το 1938 ότι δύο Γερμανοί επιστήμονες, ο
Στράσμαν (Fritz Strassman) και ο Χαν (Otto Hahn), είχαν καταφέρει με την
αρωγή του Ινστιτούτου ‘Kaiser Wilhelm’ να διασπάσουν τον πυρήνα
Ουρανίου (U238) με νετρόνια. Το πρώτο βήμα για την απελευθέρωση της
ατομικής ενέργειας είχε πραγματοποιηθεί. Η δεύτερη φάση προέβλεπε τον
‘βομβαρδισμό’ του πυρήνα μιας ακόμη καθαρότερης μορφής Ουρανίου (U235),
ώστε να επέλθει η διάσπαση (σχάση) και η αλυσωτή αντίδραση. Σε αυτήν
ακριβώς την διαδικασία ήταν απαραίτητος ένας επιβραδυντής της ταχύτητας
των νετρονίων, ώστε να μπορέσουν να ‘βομβαρδίσουν’ ελεγχόμενα το
Ουράνιο. Οι λύσεις ήταν δύο: καθαρός γραφίτης ή βαρύ ύδωρ.
ΒΑΡΥ ΥΔΩΡ
Η καταλληλότητα του βαρέως ύδατος για την
δημιουργία του ατομικού αντιδραστήρα δεν ήταν γνωστή το 1932, όταν αυτό
ανακαλύφθηκε από τον Αμερικανό επιστήμονα Ούρεϋ (Harold Urey).
Επρόκειτο στην ουσία για μια απλή αντικατάσταση του υδρογόνου του
κανονικού νερού με δευτέριο ισότοπο υδρογόνου, δηλαδή υδρογόνο του
οποίου ο πυρήνας αποτελείται από ένα πρωτόνιο κι ένα νετρόνιο. Αυτή η
μορφή δεν βρίσκεται εύκολα στην φύση, αλλά μπορεί να προκύψει εύκολα
εργαστηριακά (με ηλεκτρόλυση αλκαλικού διαλύματος κοινού νερού, ώστε να
διαχωριστούν το υδρογόνο από το οξυγόνο). Τότε το ενδιαφέρον των ειδικών
επικεντρώθηκε στις βιοχημικές ιδιότητες του βαρέως ύδατος και όχι στην
παραγωγή ατομικής ενέργειας.
Ένα χρόνο μετά, ο διακεκριμένος
επιστήμονας Τρόνσταντ (Leif Tronstad), συνεργαζόμενος με τον συμπατριώτη
του δόκτορα Μπρουν (Jomar Brun), κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το βαρύ
ύδωρ θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί στα πειράματα πυρηνικής ενέργειας. Ο
Μπρουν ήταν διευθυντής από το 1928 στο υδροηλεκτρικό – ηλεκτροχημικό
εργοστάσιο “Norsk Hydro ”, που λειτουργούσε από το 1911 στην πόλη Βέμορκ
(Vemork) της νορβηγικής επαρχίας Τέλεμαρκ (Telemark), στο οροπέδιο
Hardanger Vidda (την ιδιαίτερη πατρίδα του μεγάλου συγγραφέα Ερρίκου
Ύψεν). Το εργοστάσιο αυτό, που ο Τρόνσταντ γνώριζε πολύ καλά επειδή είχε
λάβει μέρος ως τεχνικός σύμβουλος στις μελέτες για την κατασκευή του,
παρήγαγε αμμωνία και ηλεκτρική ενέργεια. Το βαρύ ύδωρ τότε δεν θεωρείτο
τίποτε περισσότερο από ασήμαντο υποπροϊόν της όλης διαδικασίας.
Όταν τον Απρίλιο του 1940 ο Γερμανικός
Στρατός εισέβαλε στην Νορβηγία, πρώτο μέλημα των Ναζί ήταν να καταλάβουν
το εργοστάσιο και να το θέσουν στην διάθεση των ατομικών επιστημόνων
τους. Ήδη η κατάληψη της Τσεχοσλοβακίας (5 Μαρτίου 1939) είχε
εξασφαλίσει για τους Γερμανούς όλο το απαραίτητο Ουράνιο για να
προχωρήσουν στην ατομική διάσπαση. Το όνειρο της κατασκευής της ατομικής
βόμβας φαινόταν τότε γι’ αυτούς πραγματοποιήσιμο. Προς μεγάλη τους όμως
απογοήτευση, όταν το εργοστάσιο έπεσε στα χέρια τους, οι Γερμανοί δεν
βρήκαν αποθέματα βαρέως ύδατος. Ένα μήνα πριν εισβάλλουν στη Νορβηγία, ο
Γάλλος επιστήμονας Ζολιό (Frederique Jolliot), που τότε διεξήγαγε
πειράματα σχετικά με την κατασκευή ενός πυρηνικού αντιδραστήρα, είχε
καταφέρει να προμηθευτεί όλο το απόθεμα του Norsk Hydro –περίπου 165
λίβρες. Έτσι, οι επιστήμονες των Ναζί θα έπρεπε να ξεκινήσουν από την
αρχή την διαδικασία παραγωγής του, σε μια περίοδο μάλιστα, που ο πανικός
της κατασκευής της ατομικής βόμβας καθημερινά αυξανόταν. Οι έρευνές
τους συντονίζονταν από τον Χάιζενμπεργκ (Werner Heisenberg) -τον
διεθνούς φήμης νομπελίστα (1932) καθηγητή της πυρηνικής φυσικής, που
τότε διηύθυνε το Ινστιτούτο Kaiser Wilhelm- καθώς επίσης και από τον
Βάιτσεκερ (Karl Friedrich von Weizsäcker), γιο του υφυπουργού εξωτερικών
της ναζιστικής Γερμανίας Ernst Weizsäcker.
Από συμμαχικής πλευράς, οι ατομικές
έρευνες συνεχίζονταν εντατικά με δύο κυρίως ομάδες επιστημόνων: στην
Αγγλία, από τους βοηθούς του Ζολιό και άλλους Βρετανούς ειδικούς στην
κβαντική θεωρία, και στην Αμερική, από τον ιταλικής καταγωγής επιστήμονα
Φέρμι (Enrico Fermi) και τους Ούγγρους Σίλαρντ (Leo Szilard), Γουίνγκερ
(Eugene Winger) και Τέλερ (Edward Teller), που ζούσαν ήδη στις ΗΠΑ.
Αυτή η τελευταία επιστημονική ομάδα, της οποίας λίγο αργότερα θα ηγηθεί ο
γερμανικής καταγωγής διακεκριμένος θεωρητικός της Φυσικής Οπενχάιμερ
(Julius Robert Oppenheimer), είχε μαθητεύσει δίπλα στον Αϊνστάιν και στα
πειράματά της χρησιμοποιούσε τον καθαρό γραφίτη σαν επιβραδυντή. Οι
Γερμανοί και οι Άγγλοι πάντως προτιμούσαν το βαρύ ύδωρ.
ΕΡΓΟΣΤΑΣΙΟ ‘NORSK HYDRO’
Στις 17 Μαρτίου 1942 ένα ταλαιπωρημένο
πλοιάριο των νορβηγικών ακτοπλοϊκών γραμμών, το Galtesund, προσέγγισε το
λιμάνι της Aberdeen στην Σκοτία. Είχε καταφέρει να ξεφύγει από τις
θαλάσσιες περιπόλους των Γερμανών και το ταξίδι της δεν ήταν εύκολο.
Αλλά οι Νορβηγοί φυγάδες που μετέφερε, οι περισσότεροι των οποίων ήταν
επικηρυγμένοι από την Γκεστάπο για αντιστασιακή δράση, δεν ήταν από τους
ανθρώπους που εύκολα τρόμαζαν. Επιπλέον, τους κατείχε τέτοια σφοδρή
επιθυμία να καταταγούν στο Σώμα των Ελεύθερων Νορβηγών ‘Kompani Linge’
(πήρε το όνομα από τον Νορβηγό λοχαγό Martin Linge, έναν πρώην ηθοποιό
του Όσλο, που στον πόλεμο ανέπτυξε αξιόλογη αντιστασιακή δράση) που
αναπτυσσόταν στην Αγγλία και εκπαιδευόταν στις δυνάμεις καταδρομών, ώστε
θα μπορούσαν να φτάσουν και στην άκρη του κόσμου! Την υφαρπαγή του
συγκεκριμένου καραβιού είχε σχεδιάσει ο Στράρχαϊμ (Odd Strarheim), ένας
Νορβηγός πράκτορας της μυστικής υπηρεσίας SOE (Special Operations
Executive), που σαν κύρια αποστολή της είχε την οργάνωση της αντίστασης
στις κατεχόμενες από τον Άξονα χώρες. Μεταξύ των ανδρών που έφτασαν τότε
στην Σκοτία ήταν ο ανθυπολοχαγός Χάουκελιντ (Knut Haukelid), που πριν
τον πόλεμο ασκούσε το επάγγελμα του πολιτικού μηχανικού, ένας νεαρός
φοιτητής ονόματι Χέλμπεργκ (Klauss Helberg) και ο λεπτόκορμος εργοδηγός
του φράγματος Mösvaas της λίμνης Möss του Τέλεμαρκ, Σκίναρλαντ (Einar
Skinnarland), που έφυγε από την εργασία του στα πλαίσια της ετήσιας
άδειας διάρκειας 30 ημερών που δικαιούτο για να μην επιστρέψει παρά μόνο
ως καταδρομέας σε αποστολή. Αυτός ο τελευταίος ήταν που πληροφόρησε
τους Βρετανούς ότι, λίγο πριν εγκαταλείψει την πατρίδα του, ο
αρχιμηχανικός του εργοστασίου Norsk Hydro, με τον οποίο γνωρίζονταν από
παλιά, τον ειδοποίησε πως οι Γερμανοί είχαν διατάξει την αύξηση
παραγωγής βαρέως ύδατος από 3.000 λίβρες σε 10.000.
Στο άκουσμα της πληροφορίας, οι υποψίες
των Βρετανών δικαιώθηκαν. Ήταν πλέον σίγουροι ότι οι Γερμανοί
εντατικοποιούσαν την παραγωγή του βαρέως ύδατος για να προωθήσουν τις
ατομικές τους έρευνες. Αμέσως κινητοποιήθηκε η SOE και το Επιτελείο
Συνδυασμένων Επιχειρήσεων (Combined Operations Headquarters – C.O.HQ),
που ήδη εξέταζαν, κατ’ εντολή του ίδιου του πρωθυπουργού Ουίνστον
Τσώρτσιλ, την περίπτωση να οργανώσουν μια καταδρομική επιχείρηση με
σκοπό την ματαίωση των γερμανικών ατομικών πειραμάτων. Επρόκειτο
ουσιαστικά για άμεση ανταπόκριση των Βρετανών στις πιέσεις της
Ουάσινγκτον, ενόψει των αυξημένων ανησυχιών των Αμερικανών πυρηνικών
φυσικών για τις προόδους των Γερμανών συναδέλφων. Η πρώτη τους σκέψη
ήταν να εκμεταλλευτούν το ότι ο Σκίναρλαντ γνώριζε πολύ καλά την
ευρύτερη περιοχή του Βέμορκ, όπου ήταν χτισμένο το Norsk Hydro, επειδή
απλούστατα καταγόταν από μια κοντινή πολίχνη –το Ργιούκαν (Rjukan). Αλλά
και η γνωριμία του με τον αρχιμηχανικό του εργοστασίου θα μπορούσε ν’
αποβεί ωφέλιμη στο θέμα της περισυλλογής πληροφοριών για την λειτουργία
του. Όλες αυτές οι συμπτώσεις δικαιολογημένα τότε θεωρήθηκαν ως θείο
δώρο: ο φυγάς Νορβηγός ήταν σαφώς ο καταλληλότερος άνθρωπος για την
πρώτη φάση ενός σχεδίου, που απώτερος σκοπός του ήταν η εξόντωση της
γερμανικής ατομικής απειλής.
Μετά από εντατικότατη δεκαεξάωρη
καθημερινή εκπαίδευση -που κράτησε συνολικά δέκα ημέρες και
συμπεριελάμβανε εξουθενωτική σωματική άσκηση, χρήση όπλων και εκρηκτικών
κατάλληλα σχεδιασμένων για καταδρομικές επιχειρήσεις, ρίψη με
αλεξίπτωτο, χρήση κωδικοποιημένων συστημάτων επικοινωνίας και χειρισμό
ασυρμάτου- ο λοχίας, πλέον, Έιναρ (με κωδικό όνομα ‘Μελαγχολικό
Χελιδόνι’ – Shallow Blue) ήταν έτοιμος για την πρώτη του αποστολή. Την
νύχτα της 28ης Μαρτίου 1942, πηδώντας με αλεξίπτωτο,
προσγειώθηκε επιτυχώς είκοσι περίπου χιλιόμετρα μακριά από το σπίτι του,
στο αφιλόξενο νορβηγικό οροπέδιο Hardanger Vidda. Ο καιρός ήταν
παγωμένος, το χιόνι ακόμη πυκνό και το σκοτάδι αδιαπέραστο. Τριγύρω δεν
υπήρχε ψυχή. Στις τσέπες του βρίσκονταν ένα εισιτήριο κι ένας πλαστός
λογαριασμός ξενοδοχείου του Όσλο, ώστε σε περίπτωση που έπεφτε σε
γερμανικό περίπολο να μπορεί ν’ αποδείξει ότι κατά τις τελευταίες δέκα
μέρες δεν είχε εξέλθει των νορβηγικών συνόρων. Αποστολή του ήταν ν’
αποκαταστήσει την επαφή με τον φίλο του αρχιμηχανικό του εργοστασίου,
και να στήσει σε κάποιο ασφαλές μέρος τον ασύρματό του για να μεταδίδει
πληροφορίες στην αρμόδια βρετανική υπηρεσία σχετικά με τις κινήσεις των
Γερμανών.
Στο Λονδίνο, το αυτί του υπεύθυνου για
την καθοδήγηση της νορβηγικής αντίστασης και τον συντονισμό των σαμποτάζ
στην νορβηγική ζώνη, ταγματάρχη Τρόνσταντ, ήταν πάντα πρόθυμο ν’
ακούσει τα μηνύματα του Έιναρ. Ήταν ο ίδιος εκείνος επιστήμονας, που
κάποτε συνεργάστηκε με τον Μπρουν στο πρόγραμμα παραγωγής βαρέως ύδατος
του Norsk Hydro, και που η γερμανική εισβολή στην Νορβηγία τον είχε
ωθήσει στην αντίσταση. Τελικά, όταν αντελήφθη ότι τον καταζητούσε η
Γκεστάπο, διέφυγε στην Σουηδία και από εκεί έφτασε στην Αγγλία. Αλλά
πίσω στην πατρίδα άφησε τους φίλους του Χόλ (Njål Hole) και Βέργκελαντ
(Harald Wergeland), διακεκριμένους επιστήμονες επίσης, από τους οποίους
αντλούσε πληροφορίες σχετικά με την αντιστασιακή δράση και την
λειτουργία του εργοστασίου Norsk Hydro. Πιθανόν αυτοί να τον
πληροφόρησαν για την ξαφνική απαίτηση των Γερμανών να δεκαπλασιαστεί η
παραγωγή βαρέως ύδατος στο συγκεκριμένο εργοστάσιο, ώστε το φθινόπωρο
του 1941 να ξεπεράσει τα τέσσερα κιλά ημερησίως. Η είδηση έφτασε κάποια
στιγμή στον Ούρεϋ, που από τον Νοέμβριο του 1941 βρισκόταν στην Αγγλία.
Αμέσως ήρθε σε επαφή με τον Τρόνσταντ και του αποκάλυψε τους φόβους του:
οι Γερμανοί ετοίμαζαν πυρηνικό αντιδραστήρα! Τότε ο Τρόνσταντ, χωρίς να
χάσει καιρό, πληροφόρησε σχετικά τις μυστικές υπηρεσίες των Άγγλων και
πέτυχε να εστιάσει το ενδιαφέρον τους στην επιτακτική ανάγκη να
σταματήσει το ατομικό πρόγραμμα των Ναζί στο Norsk Hydro με κάθε θυσία.
Κι αφού οι Γερμανοί μπορούσαν να προμηθευτούν το Ουράνιο από την
Τσεχοσλοβακία, αυτό που έμενε να κάνουν ήταν να στραφούν προς το βαρύ
ύδωρ του εργοστασίου του Βέμορκ.
Τον
Ιανουάριο του 1942, ο Μπρουν, ο οποίος συνέχισε να εργάζεται στο
συγκεκριμένο εργοστάσιο ακόμη κι όταν αυτό περιήλθε στον έλεγχο των
Ναζί, διατάχθηκε να επισκεφτεί τον διάσημο Γερμανό φυσικό Βιρτς (Karl
Wirtz) και άλλους εκλεκτούς επιστήμονες στο Βερολίνο, προκειμένου να
συζητηθεί η δυνατότητα επιπλέον παραγωγής βαρέως ύδατος. Πάνω στο
γραφείο του Βιρτς παρατήρησε δύο μεγάλες μπουκάλες, που η κάθε μια
περιείχε περίπου 35 γαλόνια από το πολύτιμο υλικό. Επρόκειτο για βαρύ
ύδωρ από την παραγωγή του εργοστασίου που ο ίδιος διηύθυνε. Λίγους μήνες
αργότερα, ο Μπρουν ήρθε σε επαφή με τον Έιναρ, παραδίδοντάς του
λεπτομερείς πληροφορίες σχετικά με την πορεία της παραγωγής του Norsk
Hydro. Αυτός με την σειρά του διαβίβασε τις πληροφορίες στον Τρόνσταντ.
Δεν χωρούσε πια καμιά αμφιβολία πως οι Γερμανοί κατασκεύαζαν πυρηνικό
αντιδραστήρα. Οι Σύμμαχοι έπρεπε να βιαστούν…
ΤΟ ΡΙΨΟΚΙΝΔΥΝΟ ΣΧΕΔΙΟ
Αρχικά, το επιτελείο των Ειδικών Δυνάμεων
στο Λονδίνο σκέφτηκε να εξασφαλίσει μια διαταγή βομβαρδισμού του
εργοστασίου στην Νορβηγία. Αλλά ο Τρόνσταντ αντιτάχθηκε σθεναρά σε αυτό
το σενάριο. Γιατί ήταν βέβαιο ότι, με τόσο μεγάλες ποσότητες υγρής
αμμωνίας που υπήρχαν στις αποθήκες και στις δεξαμενές του εργοστασίου,
όλοι οι κάτοικοι της κοντινής πόλης Ργιούκαν, της ιδιαίτερης πατρίδας
του Έιναρ, θα σκοτώνονταν από τις τρομακτικές εκρήξεις. Επίσης,
κινδύνευε η ζωή του ίδιου του Μπρουν. Αλλά αυτό λύθηκε, όταν ο Τρόνσταντ
τον έπεισε να εγκαταλείψει το συντομότερο δυνατόν την χώρα και να
προσφύγει στην Αγγλία με οποιονδήποτε τρόπο μπορούσε. Ήταν, άλλωστε,
σφοδρή επιθυμία του ίδιου του Τσώρτσιλ να έρθει ο Μπρουν στην ομάδα
εργασίας των Βρετανών και Νορβηγών ατομικών επιστημόνων, ώστε να
μεταλαμπαδεύσει τις γνώσεις του σχετικά με την παραγωγή βαρέως ύδατος. Ο
Μπρουν, δια μέσου Σουηδίας, έφτασε τελικά στην Αγγλία με την σύζυγό του
στις 9 Νοεμβρίου 1942.
Αποκλειομένου λοιπόν του βομβαρδισμού, το
Λονδίνο άρχισε να επεξεργάζεται ένα σχέδιο απαγωγής των Γερμανών
επιστημόνων του Norsk Hydro. Αν αυτό κρινόταν ακατόρθωτο, εξαιτίας των
τρομερά δυσχερών καιρικών συνθηκών που επικρατούσαν στο οροπέδιο λόγω
του υψομέτρου (περίπου 1.000 μέτρα), η επόμενη προτεινόμενη λύση ήταν η
δολοφονία τους. Όμως και τα δύο σενάρια εμπεριείχαν κινδύνους. Πώς ήταν
δυνατό, μέσα στα ελάχιστα λεπτά που διαρκεί μια καταδρομική επιχείρηση,
να εντοπισθούν οι επιστήμονες, να συλληφθούν και να αρπαχθούν χωρίς την
θέλησή τους; Ακόμη κι αν αυτό ήταν εφικτό, παρέμενε μάλλον αμφίβολο το
αν θα μπορούσαν τελικά οι κομάντος να διαφύγουν με τους συλληφθέντες,
εξαιτίας των δρακόντειων μέτρων ασφαλείας των γερμανικών ειδικών μονάδων
που φύλαγαν το εργοστάσιο και περιπολούσαν ασταμάτητα την γύρω περιοχή.
Η διαμόρφωση του εδάφους, άλλωστε, ήταν εντελώς ακατάλληλη για μια
γρήγορη επιστροφή στις βάσεις περισυλλογής της ομάδας. Έτσι, ως
προσφορότερη λύση θεωρήθηκε η δολιοφθορά των υλικών (βαρύ ύδωρ) ή και
ορισμένων σημαντικών τμημάτων του εργοστασίου.
Ένα ακόμη πρόβλημα που προέκυπτε ήταν η
επικείμενη υποχώρηση του χειμώνα. Αν η επιχείρηση δεν εκτελείτο το
αργότερο μέσα στον επόμενο μήνα, η ομάδα κρούσης θα έχανε το πλεονέκτημα
του παρατεταμένου σκότους της πολικής νύχτας. Η κατάσταση οδηγούσε σε
αδιέξοδο. Προκειμένου να εκμεταλλευτούν το σκοτάδι και την κακοκαιρία,
που θα υποχρέωναν τους Γερμανούς σε όχι και τόσο συχνή διενέργεια
περιπόλων στην περιοχή, το βρετανικό γραφείο σχεδιασμού της επιχείρησης
έπρεπε να δώσει λύση και σ’ ένα άλλο καυτό ζήτημα: αυτό της μεταφοράς
των κομάντος. Γιατί σαφώς δεν υπήρχε κατάλληλο σημείο προσγείωσης, λόγω
της τραχύτητας του εδάφους, και η ορατότητα όσο διαρκούσε ο χειμώνας
παρέμενε περιορισμένη. Αν, πάλι, κάτι πήγαινε στραβά, οι Γερμανοί θα
λάβαιναν γνώση του ενδιαφέροντος των Άγγλων για τις μελέτες τους και θα
σκλήραιναν τα μέτρα ασφαλείας στο μέλλον. Επομένως, σε περίπτωση που
μελλοντικά οργανωνόταν μια δεύτερη προσπάθεια δολιοφθοράς εκ μέρους των
Συμμάχων, δεν θα υπήρχε το συγκριτικό πλεονέκτημα του αιφνιδιασμού. Όλα
ισορροπούσαν σε μια λεπτή κλωστή.
Τελικά, αποφασίστηκε η πραγματοποίηση
δολιοφθοράς στις δεξαμενές του βαρέως ύδατος. Το εγχείρημα αποφασίστηκε
για τις επόμενες εβδομάδες και την όλη αποστολή θα έφερνε σε πέρας μια
ολιγομελής ομάδα ατρόμητων ανδρών, που θα μεταφέρονταν στο σημείο ρίψης
με ανεμοπλάνο. Ήταν η πρώτη φορά που οι Βρετανοί θα εφάρμοζαν αυτόν τον
ριψοκίνδυνο τρόπο μεταφοράς προσωπικού καταδρομών, αλλά δεν υπήρχε
κάποια εναλλακτική μέθοδος. Το θετικό ήταν πως, πάνω στην κορύφωση του
άγχους των προετοιμασιών της επιχείρησης, ο ασύρματος του Έιναρ από τα
νορβηγικά βουνά ειδοποιούσε πως ύμφωνα με τις πληροφορίες που είχε
συλλέξει οι Γερμανοί δεν επρόκειτο να μεταφέρουν μέχρι τους
φθινοπωρινούς μήνες άλλα φορτία με το πολύτιμο υλικό, εξαιτίας του φόβου
των συμμαχικών βομβαρδισμών. Η ευχάριστη αυτή είδηση παρείχε πια στους
Συμμάχους την απαιτούμενη χρονική πίστωση για μια λεπτομερέστερη και
προσεκτικότερη σχεδίαση της καταδρομικής επιχείρησης που είχαν κατά νου.
Βοηθούμενοι σε μεγάλο βαθμό από
σχεδιαγράμματα και φωτογραφίες του εργοστασίου, που ο δόκτωρ Μπρουν είχε
προνοήσει να φέρει μαζί του διαφεύγοντας στην Αγγλία, όπως επίσης και
από την καλή μνήμη του Τρόνσταντ αναφορικά με κάποιες λεπτομέρειες στην
διαρρύθμιση των εργοστασιακών διαμερισμάτων, οι υπεύθυνοι σχεδιασμού της
επιχείρησης στην Αγγλία μπόρεσαν να κατασκευάσουν ένα ομοίωμα των
εγκαταστάσεων ηλεκτρόλυσης, των δεξαμενών βαρέως ύδατος, των
παραπηγμάτων και των σημείων σκοπιάς των φρουρών του Vermok, ενώ
παράλληλα αξιοποίησαν την διαρκή πληροφόρηση από τα μέλη της νορβηγικής
αντίστασης σχετικά με το ωρολόγιο πρόγραμμα των γερμανικών κινήσεων στην
ευρύτερη περιοχή. Οι αλλαγές φρουράς, τα περίπολα, κάθε τακτική
επίσκεψη από υψηλόβαθμα στελέχη των SS ή της Wehrmaht –όλα καταγράφηκαν
με σχολαστικότητα. Παράλληλα, μια ομάδα Ελεύθερων Νορβηγών της ‘Kompani
Linge’, που συμπεριελάμβανε αρκετούς από τους φυγάδες της φρεγάτας
Gatelsud (που έφτασαν εκείνη την νύχτα της 17ης Μαρτίου με
τον Έιναρ στην Σκωτία), στάλθηκε σε εκπαιδευτικό κέντρο ορεινών
καταδρομών στην Ουαλία για ν’ αποκτήσουν ανάλογη εμπειρία δίπλα σε
βρετανούς κομάντος. Μετά από εντατική πρακτική εξάσκηση χρήσης
εκρηκτικών, ρίψεων με αλεξίπτωτο και μάχης σώμα με σώμα, η ομάδα
επέστρεψε στην Σκωτία, στο εκπαιδευτικό κέντρο κατασκοπίας και σαμποτάζ
-την ‘σχολή του διεθνούς γκαγκστερισμού’, όπως την αποκαλούσαν οι
Γερμανοί. Εκεί, στο ομοίωμα του Norsk Hydro, η ομάδα εφήρμοσε στην πράξη
όσα έμαθε: παραβίαζε κλειδωμένες πόρτες, έφτιαχνε αυτοσχέδια φουρνέλα
και εκρηκτικούς μηχανισμούς, παραβίαζε χρηματοκιβώτια, ανατίναζε
τσιμέντινους τοίχους ή θωρακισμένες πόρτες και εξασκείτο στην χρήση
διαφόρων αναισθητικών και δηλητηρίων. Τέλος, με την καθοδήγηση ειδικών
εκπαιδευτών, οι άνδρες αυτοί απέκτησαν γνώσεις για την τοποθέτηση
εκρηκτικών στις δεξαμενές βαρέως ύδατος και στους πυκνωτές των συσκευών
ηλεκτρόλυσης.
Ήταν πλέον σε θέση ν’ αναλάβουν την
αποστολή τους: θα πετούσαν πάνω από το οροπέδιο Χαντανγκερ Βίντα
(Hardanger Vidda) και θα έπεφταν με αλεξίπτωτα σε μια συγκεκριμένη
περιοχή, κοντά στα παγωμένα έλη Σκόλαντ (Skoland), δυτικά της λίμνης
Μέσβατν (Møsvatn). Το υψόμετρο του σημείου προσγείωσης ήταν περίπου
1.200 μέτρα από την επιφάνεια της θάλασσας και το κρύο αβάσταχτο. Αλλά
το πιο δύσκολο μέρος της αποστολής ήταν ότι θα έπρεπε να μεταφέρουν
περίπου 300 κιλά υλικών σε απόσταση πολλών χιλιομέτρων, περπατώντας σε
πυκνό, αδιάβατο χιόνι, μέσα σε απόλυτη σιγή και αδιαπέραστο σκοτάδι. Αν
όλα πήγαιναν κατ’ ευχήν, θα εντόπιζαν ένα κατάλληλο σημείο για την
προσγείωση των ανεμοπλάνων της δεύτερης φάσης της επιχείρησης, που θα
μετέφεραν μια επιπλέον ομάδα 12 καλοδιαλεγμένων καταδρομέων, οι οποίοι
και θα αναλάμβαναν την ανατίναξη των δεξαμενών βαρέως ύδατος του Norsk
Hydro.
Όλους αυτούς του μήνες της προετοιμασίας,
ο Έιναρ παρέμενε κρυμμένος σε μια καλύβα στα βουνά της περιοχής,
παρατηρώντας επίσης τους Γερμανούς και μεταδίδοντας μέσω του ασυρμάτου
του πληροφορίες στο Λονδίνο. Το φαγητό του αποτελείτο από εντόσθια
περιπλανώμενων άγριων ταράνδων και σαν δυναμωτικό έπινε το αίμα τους,
τις ευεργετικές ιδιότητες του οποίου γνώριζε καλά ως γνήσιος Νορβηγός.
Και τα παγερά βράδια, μόλις που μπορούσε ν’ ανάψει για λίγη ώρα μια
ισχνή φωτιά προκειμένου να ζεσταθεί. Γιατί αν γινόταν αντιληπτός από
κάποιους απρόσεκτους και λογάδες συμπατριώτες του, υπήρχε κίνδυνος να
προδοθεί η θέση του στους Γερμανούς.
ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗ ‘ΑΓΡΙΟΓΑΛΟΣ’ (GROUSE)
Αυτή η πρώτη αναγνωριστική ομάδα
αποτελείτο από τέσσερις ατρόμητους άνδρες: τον Νορβηγό αρχηγό της
αποστολής, ανθυπολοχαγό Πούλσον (Jens Anton Poulsson), τους φυγάδες
αντιστασιακούς Χάουγκλαντ και Χέλμπεργκ της φρεγάτας Galtesund, και τον
Κγέλστρουπ (Arne Kjelstrup). Το σχέδιο αρχικά πήρε την κωδική ονομασία
‘Αγριόγαλος’ (Grouse), προφανώς από το αγαπημένο σπορ του αρχηγού της
SOE εκείνη την περίοδο, σερ Άμπρο (sir Charles Hambro – επικεφαλής του
γνωστού μέχρι τις μέρες μας τραπεζικού ομίλου), που συνήθιζε να κυνηγάει
άγριες γαλοπούλες στο οικογενειακό κτήμα του στην Αγγλία. Κατόπιν όμως η
επιχείρηση μετονομάστηκε σε ‘Χελιδόνι’ (Swallow), ίσως εξαιτίας της
συμμετοχής του Έιναρ, που όπως είπαμε αποφοίτησε από την εκπαίδευσή του
στα βρετανικά κομάντο με το ψευδώνυμο ‘Μελαγχολικό Χελιδόνι’.
Την νύχτα της 18ης προς 19η
Οκτωβρίου 1942, ο Τρόνσταντ και ο συνταγματάρχης Ουΐλσον (Wilson), ο
αρχηγός του νορβηγικού τμήματος της Σχολής Αντικατασκοπίας, έφτασαν στο
αεροδρόμιο της Σκωτίας, από το οποίο ένα τετρακινητήριο βομβαρδιστικό
τύπου Halifax θα μετέφερε τους τέσσερις καταδρομείς στην Νορβηγία.
Ευχήθηκαν καλή τύχη κι έσφιξαν το χέρι των θαρραλέων ανδρών, που μόλις
ξεκινούσαν για μια αβέβαιη και επικίνδυνη αποστολή. Αυτή την φορά οι
ευχές τους ευδοκίμησαν. Ήταν η τρίτη κατά σειρά απόπειρα ρίψης της
ομάδας. Την πρώτη, λίγο πριν τις Νορβηγικές ακτές, ένας από τους
κινητήρες του αεροσκάφους έπιασε φωτιά και ο κυβερνήτης αποφάσισε να
επιστρέψει. Κατά την δεύτερη προσπάθεια δεν συνέβη καμιά μηχανική βλάβη,
αλλά εξαιτίας της πυκνής ομίχλης που επικρατούσε στο σημείο ρίψης δεν
αποτολμήθηκε η ολοκλήρωσή της. Τώρα όμως όλα έδειχναν τέλεια.
Στις 23.30 την νύχτα, οι άνδρες του
Πούλσον πήδηξαν μέσα στο σκοτάδι του νορβηγικού ουρανού και μετά από
λίγο ένιωθαν το μαλακό χιόνι του οροπεδίου Hardanger Vidda στα πόδια
τους. Σκύβοντας στους χάρτες τους κατάλαβαν ότι είχαν προσγειωθεί σε
λάθος σημείο. Ρίχνοντας μια πρώτη ματιά τριγύρω είδαν τα περισσότερα από
τα εφόδιά τους να λείπουν. Χρειάστηκαν 48 ώρες για να συλλέξουν κάποια
από τα υλικά που έπρεπε και άλλες τόσες για να κατανοήσουν ότι το σημείο
που βρίσκονταν απείχε περίπου 80 χιλιόμετρα από το σωστό, όπου θα
συναντούσαν τον Έιναρ. Επειδή αδυνατούσαν να κουβαλήσουν όλους τους
σάκους που τελικά κατάφεραν να εντοπίσουν (ένας σκιέρ σε τέτοιο υψόμετρο
δεν μπορεί να μεταφέρει περισσότερα από 25 – 30 κιλά), μοίρασαν το
περιεχόμενό τους σε οκτώ σάκους των 30 κιλών και ο καθένας τους ανέλαβε
να εκτελέσει διπλό δρομολόγιο κάθε φορά, προκειμένου να μεταφέρει στο
επόμενο σημείο στάσης τους δύο σάκους που του αναλογούσε.
Το αδυσώπητο κρύο και ο αέρας που
λυσσομανούσε πάνω από τα κεφάλια των νηστικών και μουσκεμένων ανδρών
τους υποχρέωνε να επιστρατεύσουν τις υπεράνθρωπες δυνάμεις, που κρύβει
μέσα της κάθε ηρωική ψυχή. Το τραγικότερο ήταν ότι δεν είχαν κατορθώσει
να βρουν τα δοχεία με το πετρέλαιο, ώστε να μπορούν να ζεσταίνονται κατά
τα διαστήματα των σύντομων διαλειμμάτων τους. Αποφάσισαν να
κατηφορίσουν προς μια κοιλάδα, εγκαταλείποντας το οροπέδιο, με την
ελπίδα να βρουν μια καλύβα, όπου θα μπορούσαν να στεγνώσουν τα ρούχα
τους με την φωτιά από ξύλο σημύδας που αφθονούσε εκεί κάτω. Αυτή η
αναγκαία για την επιβίωσή τους παρέκκλιση θα έσωζε τις ζωές τους από το
κρύο, αλλά είχε το μειονέκτημα της πρόσθεσης επιπλέον χιλιομέτρων, οπότε
τα τρόφιμά τους δεν θα επαρκούσαν. Είχαν μαζί τους μόνο λίγο
αφυδατωμένο κρέας σε πλάκες, μια μικροποσότητα πλιγούρι, ελάχιστο τυρί
και μερικές σοκολάτες –ποσότητα και ποιότητα τροφής εντελώς ακατάλληλες
για την περίσταση. Και οι διαταγές που είχαν ήταν αυστηρότατες: καμιά
επαφή με ντόπιους προς εξασφάλιση τροφής. Τελικά, αν και σπάνια, βρήκαν
κάποιες έρημες καλύβες στην διαδρομή τους, αλλά τα υγρά ξύλα που έκοβαν
δεν άναβαν εύκολα. Τις περισσότερες φορές συνέχιζαν μουσκεμένοι μέχρι το
κόκαλο την εξαντλητική τους πορεία προς ανεύρεση του Έιναρ.
Στις 30 Οκτωβρίου, εντελώς εξαντλημένοι,
έφτασαν σε απόσταση 12 χιλιομέτρων από τα έλη Σκόλαντ (Skoland), στην
ερημική τοποθεσία Σαβάτν (Savatn), όπου υποτίθεται ότι τους περίμενε ο
Έιναρ. Απέμεναν μόνο δύο εβδομάδες για να φτάσουν σε κάποιο σημείο
παρατήρησης του εργοστασίου Norsk Hydro και να βρουν το κατάλληλο μέρος
για την προσγείωση των ανεμοπλάνων της επόμενης ομάδας καταδρομέων. Ο
Πούλσον αποφάσισε πως ήταν καιρός να έρθουν σε επαφή με την Αγγλία. Αλλά
ο Χάουγκλαντ τον πληροφόρησε πως ο ασύρματος είχε ‘ξεμείνει’ από
μπαταρία. Στο μεταξύ ο Χέλμπεργκ ανέλαβε να βρει τον Έιναρ. Όταν
βρέθηκε, αυτός φρόντισε να τους προμηθεύσει νέα μπαταρία κι έτσι
αποκαταστάθηκε η επαφή με το αρχηγείο του Λονδίνου. Τότε εμφανίστηκε
άλλο πρόβλημα: οι επιτελείς της SOE, μην έχοντας νέα της ομάδας του
Πούλσον τόσες μέρες, πίστευε ότι οι άνδρες τσακίστηκαν κατά την πτώση ή
συνελήφθησαν από τον εχθρό –ώστε ήταν δύσπιστοι στις κλίσεις του
Πούλσον. Την κατάσταση έσωσε η χρήση συνθηματικών, σύμφωνα με τις
αρχικές οδηγίες. «Τι βλέπετε νωρίς το πρωί;» ρωτούσε η βραχνή φωνή στον
ασύρματο. Η απάντηση του Πούλσον, προς ανακούφιση όλων, ήταν αυτή που
έπρεπε: «Τρεις ροζ ελέφαντες»!
Ώστε ζούσαν; Πόσο δύσκολα θα μπορούσαν να
το πιστέψουν αυτό οι επιτελείς της SOE, αλλά και πόση χαρά ένιωσαν όταν
βεβαιώθηκαν για την αρτιότητα των κομάντος της ομάδας ‘Grouse’. Είχε
έρθει πλέον η σειρά της δεύτερης φάσης. Της τραγικότερης…
ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗ ‘ΠΡΩΤΟΕΤΗΣ ΦΟΙΤΗΤΗΣ’ (FRESHMAN)
Το απόγευμα της 19ης Νοεμβρίου
1942, ένα μήνα μετά την επιτυχημένη προσγείωση της ομάδας του Πούλσον
στην νορβηγική γη, δύο Halifax προθέρμαιναν τους κινητήρες τους στο
αεροδρόμιο Ουίκ (Wick), στην περιοχή Caithness της Σκοτίας. Η επιχείρηση
‘Πρωτοετής Φοιτητής’ (Freshman) μόλις άρχιζε. Πίσω από τα αεροσκάφη
είχαν προσδεθεί δύο ανεμοπλάνα τύπου Airspeed Horsa, τα οποία τελευταία
στιγμή θα αποδεσμεύονταν από τα ρυμουλκά τους και θα προσγειώνονταν στο
σημείο που είχε υποδείξει η ομάδα του Πούλσον, ελευθερώνοντας το καθένα
από 15 εθελοντές -εδικούς καταδρομείς του 9ου λόχου, της 1ης Αερομεταφερόμενης Μεραρχίας του Βρετανικού Βασιλικού Σώματος Μηχανικών.
Από την πρώτη στιγμή αναδείχθηκαν τα
πολλά προβλήματα του εγχειρήματος. Αρχικά, δεν υπήρχε προηγούμενη
εμπειρία των πληρωμάτων σε ρυμούλκηση ανεμοπλάνων. Ύστερα, λόγω του
βάρους των ρυμουλκούμενων, οι κινητήρες των Halifax παρουσίασαν
προβλήματα, ιδίως στο σύστημα ψύξης. Κατά την διάρκεια των δοκιμών πολλά
από αυτά εντοπίσθηκαν και διορθώθηκαν μετά από λεπτομερές σέρβις.
Ωστόσο, παρέμενε ανοιχτό το ζήτημα της μεγάλης απόστασης που έπρεπε να
διανύσουν και τα περιορισμένα καύσιμα που τα σκάφη μπορούσαν να
μεταφέρουν. Η παραμικρή απόκλιση στην πορεία θα μπορούσε να προκαλέσει
άσκοπη απώλεια καυσίμων, ώστε τα Halifax δεν θα κατόρθωναν ποτέ να
φτάσουν στο σημείο ρίψης και να επιστρέψουν στην βάση τους. Τέλος, η
κακοκαιρία έπαιζε το πιο επικίνδυνο παιχνίδι.
Χαράματα της 20ης Νοεμβρίου,
με διαφορά μισής περίπου ώρας μεταξύ τους, τα βομβαρδιστικά πλησίαζαν
τις νορβηγικές ακτές, στην περιοχή του Έγκερσουντ, λιγότερο από 190
χιλιόμετρα από το συμφωνημένο σημείο. Ήταν περίπου 3.00 η ώρα, όταν
ξέσπασε μια ξαφνική χιονοθύελλα, που έκανε την ορατότητα αδύνατη. Το
πρώτο αεροσκάφος, μαζί με το ανεμοπλάνο που ρυμουλκούσε, οδηγήθηκε
κατευθείαν στα βράχια του όρους Μόστβαν. Ήταν αδύνατο να κερδίσουν άλλο
ύψος με τέτοιο βάρος. Ο πιλότος του Halifax πήρε την τραγική απόφαση να
αποδεσμεύσει το ανεμόπτερο, που έτσι συντρίφτηκε στο έδαφος. Λίγο μετά
την ίδια τύχη είχε και το δικό του σκάφος. Η έκρηξη που ακολούθησε ήταν
τρομακτική. Όλο το πλήρωμα σκοτώθηκε ακαριαία. Από το ανεμοπλάνο είχαν
χαθεί 3 άνδρες, και από τους 14 επιζώντες οι 6 ήταν βαριά
τραυματισμένοι. Στις 6 ώρα το πρωί κατέφθασε στο σημείο μια γερμανική
περίπολος, τους συνέλαβε και τους οδήγησε στην έδρα του στρατηγείου για
ανάκριση. Εκεί τους ανακοινώθηκε η διαταγή (Commandobefehl – 18/10/1942)
του Χίτλερ για τους σαμποτέρ και το ίδιο βράδυ τους εκτέλεσαν.
Το δεύτερο Halifax κατόρθωσε να
προσεγγίσει τις νορβηγικές ακτές, όπου οι καιρικές συνθήκες, όπως τους
είχαν υποσχεθεί από την αρμόδια υπηρεσία του αρχηγείου, βελτιώθηκαν
σημαντικά. Αλλά στην ενδοχώρα, ήταν αδύνατο να βρουν το ακριβές σημείο
αποδέσμευσης του ανεμοπλάνου, τόσο επειδή οι χάρτες τους ήταν
ανακριβείς, όσο και γιατί είχε χαθεί η επικοινωνία αέρος – εδάφους με
την ομάδα του Πούλσον (με συνθηματικά Rebecca και Eureka αντίστοιχα). Η
συνεχής χιονόπτωση, άλλωστε, συχνά αλλάζει την μορφή του τοπίου, ώστε
δύσκολα κάποιος μπορεί να διακρίνει τυχόν γνώριμα σημάδια από τόσο ψηλά.
Κάποιες προσπάθειες το μόνο που κατάφεραν ήταν να σπαταλήσουν ακόμη
περισσότερα καύσιμα. Απογοητευμένος, ο πιλότος του άθικτου Halifax
αποφάσισε να επιστρέψει στην Αγγλία, εγκαταλείποντας την αποστολή. Αλλά
στην πορεία, το συρματόσχοινο που συνέδεε το σκάφος του με το ανεμοπλάνο
έσπασε εξαιτίας του πάγου, με αποτέλεσμα το ρυμουλκούμενο να
προσεδαφιστεί στο ανώμαλο βραχώδες έδαφος, όχι μακριά από το σημείο της
πτώσης του πρώτου.
Αφήνοντας πίσω τους 8 νεκρούς, επιζώντες
και τραυματίες κατέφυγαν στην καλύβα ενός ντόπιου βοσκού, ο οποίος είχε
ακούσει τις εκρήξεις και έψαχνε τρομαγμένος μέσα στην νύχτα να δει τι
συνέβη. Ξημερώνοντας, παρά τις φιλότιμες προσπάθειες του πατριώτη, η
κατάσταση των περισσοτέρων τραυματισμένων παρέμενε κρίσιμη. Προκειμένου
να ζήσουν, αποφασίστηκε ο βοσκός να ειδοποιήσει τους Γερμανούς με σκοπό
να παραδοθούν. Σε λίγη ώρα κατέφθασε ένα γερμανικό τάγμα ορεινών
καταδρομών και, παρά το γεγονός ότι ήδη οι κομάντος είχαν υψώσει λευκή
σημαία, τους πυροβόλησαν εν ψυχρώ. Στους τραυματισμένους χορήγησαν
δηλητήριο.
Από την ανάκριση οι Γερμανοί αντελήφθησαν
πλέον τα σχέδια των Συμμάχων και ενέτειναν τα μέτρα ασφαλείας του Norsk
Hydro. Μάλιστα, το εργοστάσιο επισκέφθηκε σύντομα ο ανώτατος
στρατιωτικός διοικητής των γερμανικών στρατευμάτων κατοχής στην
Νορβηγία, στρατηγός Φάλκενχορστ (Nikolaus von Falkenhorst), αλλά και ο
κομισάριος του Ράιχ στην χώρα, Τερμπόβεν (Josef Terboven). Η φρουρά
ενισχύθηκε και στρώθηκε ένα εκτεταμένο ναρκοπέδιο στις προσβάσιμες
πλευρές των εγκαταστάσεων, δυσχεραίνοντας ασύγκριτα κάθε επόμενη
προσπάθεια ανατίναξης των δεξαμενών βαρέως ύδατος.
Ως τότε, η ομάδα ‘Grouser’ παρέμενε
κρυμμένη στα τριγύρω βουνά, τρώγοντας λειχήνες και βρύα, μέχρι που ο
Πούλσον κατάφερε να σκοτώσει κάποιον περαστικό τάρανδο. Αλλά εξαιτίας
των πυκνών γερμανικών περιπόλων, οι άνδρες ήταν αναγκασμένοι ν’ αλλάζουν
διαρκώς κρησφύγετο -που σήμαινε ότι πολλές νύχτες τις περνούσαν έξω,
στον παγωμένο νορβηγικό βοριά. Επίσης, ‘σιώπησαν’ τον ασύρματο για να
μην εντοπιστούν από τα γερμανικά ραδιογωνιόμετρα. Κάποια στιγμή
κατέληξαν σε μια απόμερη καλύβα, που ο Πούλσον κι ένας ξάδερφός του
είχαν φτιάξει προπολεμικά, κι εκεί πια περίμεναν σε απόλυτη απομόνωση
μέχρι τα Χριστούγεννα.
ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗ ‘ΚΥΝΗΓΕΤΙΚΗ ΖΩΝΗ’ (GUNNERSIDE)
Η περίπολος ήρθε τότε σε επαφή με το
Λονδίνο. Πληροφορήθηκε το νέο σχέδιο που είχε καταστρωθεί από τους
επιτελείς της SOE, που στην ουσία άφηνε τον ρόλο της άθικτο: θα
υποδεχόταν μια εξαμελή, άρτια εκπαιδευμένη ομάδα Νορβηγών κομάντος, που
θα ριχνόταν με αλεξίπτωτα σε κάποιο ερημικό μέρος του οροπεδίου Handager
Vidda και στην συνέχεια όλοι μαζί θα χτυπούσαν το εργοστάσιο. Αρχηγός
της αποστολής ανέλαβε ο υπολοχαγός Ρένεμπεργκ (Joachim Rønneberg). Οι
υπόλοιποι άνδρες ήταν: ο γεννημένος στην Νέα Υόρκη Νορβηγός
ανθυπολοχαγός Χάουκελιντ (Knut Haukelid, με το ψευδώνυμο ‘Bonzo’), ο
Σέρλυ (Rolf Sørlie) της τοπικής αντίστασης, ο Σκίναρλαντ και η ομάδα
‘Grouse’, ο λοχίας Κάισερ (Frederik Kayser), ο ανθυπολοχαγός Ίντλαντ
(Kasper Idland), o λοχίας Στόρχαουγκ (Hans Storhaug) και ο λοχίας
Στρέμσχαϊμ (Birger Strømsheim). Η επιχείρηση έλαβε την κωδική ονομασία
‘Κυνηγετική Ζώνη’ (Gunnerside), σύμφωνα με την αγαπημένη τακτική του σερ
Άμπρο (Gunnerside ονομαζόταν ένα μικρό χωριό στο Kent της Αγγλίας, όπου
βρισκόταν το οικογενειακό κτήμα του Άμπρο που κυνηγούσε αγριόγαλους).
Μετά από πολλές αναβολές λόγω της έξαρσης των καιρικών συνθηκών, στις μία τα χαράματα της 17ης
Φεβρουαρίου 1943, οι κομάντος πήδηξαν στα τυφλά. Βρέθηκαν περίπου 50
χιλιόμετρα μακριά από την ομάδα του Πούλσον. Επτά μέρες κοπιαστικής
διαδρομής πάνω στα βουνά, σε θερμοκρασία 25 βαθμούς κάτω από το μηδέν
και με στοιχειώδη τροφή, τους εξάντλησε εντελώς. Στον δρόμο συνάντησαν
έναν ντόπιο κυνηγό ταράνδων να σέρνει το έλκηθρό του. Αμοιβαία καχυποψία
κυρίευσε όλους τους παρευρισκόμενους. Ο κυνηγός, που τους πέρασε για
Γερμανούς, ορκιζόταν πίστη στο προδοτικό καθεστώς του Κουΐσλινγκ. Οι
κομάντος, πάλι, πίστευαν πως ο κυνηγός ήταν συνεργάτης της Γκεστάπο και
προς στιγμήν ήθελαν να τον σκοτώσουν. Ευτυχώς, σκιοδρομώντας όλη νύχτα,
τους οδήγησε στο σημείο που ήθελαν και τα πράγματα κάπως ηρέμησαν. Τότε ο
Χάουκελιντ, ο μοναδικός από την ομάδα που γνώριζε τους άνδρες του
Πούλσον, παρακολούθησε με τα κιάλια του δύο γενειοφόρους σκιέρ με λευκά
ανοράκ. Δεν μπορούσε να είναι σίγουρος πως ήταν αυτοί που έψαχναν. Τους
πλησίασε με το περίστροφο τεταμένο. Οι άλλοι δύο πρότειναν τα όπλα τους.
Λεπτά σιγής που δεν έλεγαν να τελειώσουν. Αλλά σύντομα αναγνωρίστηκαν:
ήταν ο Κγέλστρουπ και ο Χέλμπεργκ. Θρίαμβος! Τώρα δεν έμενε παρά ένας
καλός ύπνος. Μετά θα συζητούσαν για το σχέδιο κρούσης.
Την άλλη μέρα οι άνδρες συγκεντρώθηκαν
γύρω από τον Ρένεμπεργκ. Αυτός όρισε την ομάδα που θα διενεργούσε την
ανατίναξη: ο ίδιος και οι Κάισερ, Στρέμσχαϊμ και Ίντλαντ. Οι υπόλοιποι,
με επικεφαλής τον Χάουκελιντ, θα αποτελούσαν την ομάδα προκάλυψης. Το
δυσκολότερο πρόβλημα ήταν να βρεθεί ένας ασφαλής τρόπος προσέγγισης των
εγκαταστάσεων του εργοστασίου. Η ιδέα να κατέβουν στους επιθυμητούς
χώρους από το σύστημα αγωγών νερού απορρίφθηκε, εξαιτίας του ναρκοπεδίου
και της παγιδευμένης σκάλας που θα συναντούσαν έπειτα. Άλλωστε, σε
αυτήν την πλευρά οι Γερμανοί είχαν στήσει ένα πολυβολείο. Ούτε και από
την μήκους 60 μέτρων καλά φρουρούμενη γέφυρα του ποταμού Μάνε (Mane) θα
μπορούσαν να πλησιάσουν. Όταν ο Ρένεμπεργκ παρατήρησε στις
αεροφωτογραφίες που διέθεταν την σιδηροδρομική γραμμή, που κατά μήκος
των πλαγιών του βράχου οδηγούσε στις εγκαταστάσεις του Βέμορκ ενώνοντας
στην ουσία την γραμμή παραγωγής με το πορθμείο της λίμνης Τίνσγιε
(Tinnsjø) στα ανατολικά, ρώτησε για τα εκεί μέτρα ασφαλείας. Δεν
υπήρχαν, γιατί θεωρείτο ακατόρθωτο να μπορέσει κάποιος να κατέλθει το
απότομο φαράγγι του Μάνε (300 μέτρα κάθετου βράχου) και στην συνέχεια να
το ανέλθει. Η ύπαρξη όμως μικρών θάμνων, από τους οποίους μπορούσαν να
πιαστούν, τους ενεθάρρυνε στο να το αποτολμήσουν.
Μελέτησαν κατόπιν τις αλλαγές στις
γερμανικές σκοπιές, την συχνότητα των δρομολογίων του τρένου που
εξυπηρετούσε την μεταφορά του βαρέως ύδατος μέχρι το πορθμείο της λίμνης
Τίνσγιε, την φρουρά στον περίβολο των εγκαταστάσεων ηλεκτρόλυσης και
των δεξαμενών και την δύναμη του φρουραρχείου του Βέμορκ. Όμως είχαν
περάσει αρκετοί μήνες από τότε που οι πληροφορίες αυτές είχαν
περισυλλεχθεί, ώστε θεώρησαν φρόνιμο να εξακριβώσουν, πριν από κάθε τους
ενέργεια, αν κάτι είχε αλλάξει. Την εκτέλεση αυτής της αναγνωριστικής
αποστολής ανέλαβε ο λοχίας Χέλμπεργκ, που στις 25 Φεβρουαρίου έφυγε για
το Βέμορκ μ’ ένα ερωτηματολόγιο 30 σημείων υπό μάλης και την υποχρέωση
να επιστρέψει σε δύο μέρες. Την ίδια στιγμή οι υπόλοιποι άνδρες κίνησαν
με τα σκι τους για τον χώρο απόκρυψης -το δάσος του Φιοσμπουντάλεν, στο
βόρειο άκρο της απότομης πλαγιάς της κοιλάδας Βεστφιορντάλεν, 3
χιλιόμετρα νότια από το Βέμορκ. Ημερομηνία έναρξης της επιχείρησης
ορίστηκε η 27η Απριλίου, ώρα οκτώ το βράδυ.
Πράγματι, την συμφωνημένη ημέρα και ώρα η
ομάδα των εννέα ανδρών, ντυμένη με τις κανονικές στολές τους και
φέροντας τα εφόδιά της, άφησε το κρησφύγετό της στο δάσος και με τα σκι
άρχισε να γλιστρά αθόρυβα πάνω στο χιόνι. Μέχρι εκείνη την στιγμή,
προστατεύονταν από λευκές φόρμες. Ο καιρός είχε κάπως γλυκάνει, αλλά οι
προφυλάξεις που έπρεπε να παίρνουν ήταν πολλές. Κάποια στιγμή
συναντήθηκαν με δύο λεωφορεία εργατών, που μόλις είχαν σχολάσει από την
βάρδια τους και κατευθύνονταν προς το Ργιούκαν. Πρόλαβαν και κρύφτηκαν.
Γύρω στις 10 έφτασαν στα μισά της διαδρομής. Απαλλάχτηκαν από τα σκι,
έβγαλαν τις λευκές φόρμες, ώστε σε περίπτωση σύλληψής τους να μην
θεωρηθούν ως ομάδα σαμποτέρ (πράγμα που θα επέφερε αντίποινα των
Γερμανών σε βάρος των ντόπιων) και συνέχισαν με τα πόδια μέχρι το σημείο
κατάβασης στο φαράγγι. Τώρα άρχιζε η πλέον επικίνδυνη φάση, γιατί το
σκοτάδι ήταν πυκνό και το βάρος που ο καθένας κουβαλούσε δυσκόλευε
αφάνταστα την απότομη κατάβαση. Τελικά, έφτασαν στις όχθες του ποταμού
Μάνε, κοντά στην φυλασσόμενη από δύο Γερμανούς γέφυρα. Ήταν εύκολο να
τους εξουδετερώσουν, αλλά ο φόβος από τυχόν αφύπνιση των υπολοίπων, που
βρίσκονταν μέσα στο φυλάκιο στην άλλη άκρη της γέφυρας, τους υποχρέωσε
να προτιμήσουν να διαβούν τα παγωμένα νερά του ποταμού. Όμως το στρώμα
πάγου δεν είχε την αντοχή που είχαν παρατηρήσει λίγες μέρες πριν,
εξαιτίας της ανόδου της θερμοκρασίας. Όταν εντόπισαν ένα κάπως παχύτερο
σημείο πάγου, ο Χέλμπεργκ, ως ελαφρύτερος, πέρασε πρώτος. Ακολούθησαν οι
υπόλοιποι ένας ένας.
Η ανάβαση αποδείχθηκε το ίδιο δύσκολη κι
επικίνδυνη. Αν κάποιος κοίταζε κάτω, ήταν αδύνατο να συνεχίσει την
αναρρίχηση. Όμως τα κατάφεραν και μετά από μεγάλη προσπάθεια έφτασαν
στην απέναντι κορυφή του φαραγγιού σώοι. Ξάπλωσαν να πάρουν μιαν ανάσα,
καθώς οι ήχοι του εργοστασίου ανακατεύονταν πια με τους κτύπους της
καρδιάς τους, που σφυροκοπούσε σαν τρελή. Είδαν την γραμμή του τρένου
και πρώτα η ομάδα του Χάουκελιντ ρίχτηκε στο κατόπι της. Αν υπήρχαν
νάρκες, ήταν προτιμότερο να σωθεί η ομάδα του Ρένεμπεργκ, που
ακολουθούσε σε απόσταση 50 μέτρων, ώστε να εκτελέσει τις ανατινάξεις!
Στις 11.30 συγκεντρώθηκαν όλοι σ’ ένα κατάφορτο με χιόνι υπόστεγο
ηλεκτρικού μετασχηματιστή. Κάποιοι προσπάθησαν να προφυλαχτούν λίγο από
τον κρύο άνεμο που λυσσομανούσε. Στα πεντακόσια μέτρα εμπρός τους
υψώνονταν σαν σκιές τα κτίρια του εργοστασίου.
Η αλλαγή των φρουρών στην κρεμαστή γέφυρα
Βάερ θα συνέβαινε στις 12 τα μεσάνυχτα. Μέχρι τότε μπορούσαν να
κολατσίσουν και να ξεκουραστούν. Σιγουρεύτηκαν ότι θυμόντουσαν τα
συνθηματικά αναγνώρισης, όταν μετά τις εκρήξεις συγκεντρώνονταν οι δύο
ομάδες: ‘Πικαντίλυ’ και ‘πλατεία Λάιτσεστερ’. Ύστερα δεν μιλούσε κανείς.
Έσφιγγαν τα αυτόματα ‘Τόμμυγκαν’, τα μαχαίρια τους, τις λίγες
χειροβομβίδες και κοίταζαν με δέος τους δύο σάκους με τα εκρηκτικά,
γνωρίζοντας ότι δεν είχαν περιθώρια αποτυχίας. Αν κάποιος πιανόταν
αιχμάλωτος, θα αυτοκτονούσε καταπίνοντας το δισκίο ‘Zynkalium’ που του
είχε δώσει ο αρχηγός του. Σε τέτοια περίπτωση, του έμεναν μόνο 5
δευτερόλεπτα ζωής. Μα τουλάχιστον δεν θα πρόδιδε πληροφορίες στους
Γερμανούς. Πάνω από όλα, έπρεπε να διασφαλιστεί η επιτυχία της
αποστολής. Η ζωή τους ερχόταν σε δεύτερη μοίρα.
Αφού οι δύο σκοποί αντικαταστάθηκαν από
τους συναδέλφους τους, μετά από 30 λεπτά της ώρας οι σαμποτέρ της ομάδας
κάλυψης προχώρησε προς την πόρτα του φράχτη της σιδηροδρομικής γραμμής.
Ο Κγέλστρουπ έσπασε την αλυσίδα εύκολα. Έπρεπε να λάβουν θέσεις στον
περίβολο, ώστε να καλύπτουν την ομάδα του Ρένεμπεργκ που θα τοποθετούσε
τα εκρηκτικά στις εγκαταστάσεις της ηλεκτρόλυσης. Αν έπεφταν σε
ναρκοπέδιο, όλοι είχαν συμφωνήσει να καλύψουν τουλάχιστον έναν άνδρα
ζωσμένο με εκρηκτικά για να πραγματο-ποιήσει την ανατίναξη. Ωστόσο,
κανείς δεν ήταν σίγουρος για την ύπαρξη ή μη ναρκών, μέχρι που ο
Χάουγκελιντ με κίνδυνο της ζωής του ανέλαβε να προχωρήσει μόνος,
ανοίγοντας δρόμο ασφαλείας. Βρήκε ένα φρεσκοπατημένο μονοπάτι, που
οδηγούσε κατευθείαν σε μια αποθήκη σιδηροδρομικού υλικού. Οι υπόλοιποι
ακολούθησαν. Σε λίγο βρίσκονταν ήδη στην αυλή του εργοστασίου. Ο
Χάουκελιντ, ο Πούλσον και οι άλλοι έπιασαν θέσεις με την προσοχή τους
προς το παράπηγμα της γερμανικής φρουράς. Ο Ρένεμπεργκ με την υπόλοιπη
ομάδα των σαμποτέρ προχώρησε προς την πόρτα του υπογείου, όπου σύμφωνα
με όσα γνώριζαν υπήρχε ολόκληρη η εγκατάσταση της ηλεκτρόλυσης. Η πόρτα
ασφαλώς ήταν κλειδωμένη. Το παραμικρό λάθος θα μπορούσε να θέσει σε
ενέργεια το σύστημα συναγερμού. Και τότε δεν υπήρχε περίπτωση να
τελειώσουν την δουλειά αναίμακτα. Όμως έπρεπε ν’ αποφύγουν την συμπλοκή
και για τον λόγο ότι, αν σκοτωνόταν έστω κι ένας Γερμανός στρατιώτης,
τότε οι Ναζί θα κατέφευγαν σε αντίποινα σε βάρος των ντόπιων. Έτσι,
αποφάσισαν να ψάξουν για το άλλο πέρασμα, όπως τους είχε συμβουλεύσει ο
καθηγητής Μπρουν στην Αγγλία.
Ο Ρένεμπεργκ βρήκε ένα βαμμένο παράθυρο
και από τα ξεφτίσματα του χρώματος μπόρεσε να κοιτάξει μέσα. Ήταν το
ισόγειο δωμάτιο όπου φυλασσόταν το βαρύ ύδωρ. Έκανε νόημα στον Κάισερ
που ακολουθούσε να κρατάει απόλυτη σιγή. Μέσα βρισκόταν ένας Νορβηγός
υπάλληλος, καθήμενος μπροστά σε μια λάμπα και κάτι έγραφε. Οι δύο άνδρες
έκαναν τον γύρω του κτιρίου και ανακάλυψαν την είσοδο μιας σπηλιάς σ’
έναν βράχο. Μόνος ένας χωρούσε να περάσει την κάθε φορά. Παραμέρισαν
κάτι καλώδια στο πάτωμα και χώθηκαν μέσα. Κάποια στιγμή πέφτει το
περίστροφο του Κάισερ κάτω. Οι σαμποτέρ κράτησαν την ανάσα τους. Ο
μεταλλικός θόρυβος ακούστηκε δυνατά, αλλά ο θόρυβος των μηχανών του
εργοστασίου φάνηκε πως τον είχε καλύψει. Προχώρησαν. Η σπηλιά έβγαζε σε
δωμάτιο παράπλευρο του δωματίου που βρισκόταν ο υπάλληλος. Με τα
πιστόλια τους έτοιμα όρμησαν και τον αιφνιδίασαν. Ήταν ένας Νορβηγός
εργαζόμενος στο Norsk Hydro, ονόματι Γιόχανσεν (Gustav Johannsøn). Ο
Ρένεμπεργκ είχε ήδη βγάλει τα εκρηκτικά από είκοσι μασούρια, είχε
φορέσει τα λαστιχένια του γάντια κι άρχιζε να τα τοποθετεί σε κάθε
καζάνι, όταν ξαφνικά το τζάμι του παραθύρου έσπασε. Ευτυχώς ήταν ο
Στρέμσχαϊμ, που πήδηξε μέσα, αφήνοντας έξω τον Ίντλαντ για κάλυψη.
Με την βοήθεια του Γιόχανσεν άνοιξαν την
θωρακισμένη πόρτα. Ο Ρένεμπεργκ άρχισε να τοποθετεί το φυτίλι. Το μήκος
του έδινε χρόνο για δύο λεπτά, αλλά ο ίδιος το κόντυνε σε 30
δευτερόλεπτα. Όταν άναψε το σπίρτο, ο υπάλληλος με παράπονο ζήτησε να
του επιτρέψουν να πάρει τα γυαλιά του από το τραπέζι όπου τα άφησε κατά
την έφοδο των σαμποτέρ. Σε τέτοιους δύσκολους καιρούς δεν θα έβρισκε
εύκολα άλλα. Ο Ρένεμπεργκ του τα έφερε και άναψε δεύτερο σπίρτο. Τότε
ακούστηκε θόρυβος από τις σκάλες. Όλοι στράφηκαν με τα όπλα τους έτοιμα
να ρίξουν στον πρώτο Γερμανό που θα ερχόταν προς το μέρος τους. Ευτυχώς,
ήταν ένας ακόμη Νορβηγός υπάλληλος του εργοστασίου. Εξήγησαν και στους
δύο ότι, από την στιγμή που θα άναβαν τα φυτίλια, είχαν χρόνο να φτάσουν
από τις σκάλες μέχρι τον δεύτερο όροφο του κτιρίου. Έπρεπε να βιαστούν,
αν αγαπούσαν την ζωή τους. Το ίδιο θα έκαναν και οι σαμποτέρ. Βγήκαν
από το κτίριο κι άρχισαν να τρέχουν, όταν μετά από δύο λεπτά ακούστηκε
ένας αδύνατος κρότος. Οι σαμποτέρ βρίσκονταν κιόλας σε απόσταση
ασφαλείας –είκοσι περίπου μέτρα από την είσοδο του υπογείου. Χωρίς να
καθυστερήσουν, τράβηξαν προς την έξοδο του περιφραγμένου περιβόλου και
άρχισαν να σκαρφαλώνουν πάνω από την σιδηροδρομική γραμμή.
Αυτά τα είκοσι πέντε λεπτά της ώρας, που
διαμεσολάβησαν από την στιγμή που οι δύο ομάδες χωρίστηκαν, η αγωνία του
Χάουγκελιντ έφτασε στο κατακόρυφο. Όταν άκουσε την έκρηξη αρχικά
αμφέβαλε για την επιτυχία της, επειδή ο κρότος ήταν ασθενικός. Ίσως και
γι’ αυτό, σκέφτηκε, οι Γερμανοί δεν είχαν ακόμη σημάνει συναγερμό. Οι
γεννήτριες, άλλωστε, έπνιγαν κάθε άλλον ήχο. Ωστόσο, ένας μισοντυμένος
Γερμανός πλησίασε. Σαν είδε κλειστή την θωρακισμένη πόρτα έφυγε, αλλά
σύντομα επέστρεψε. Πάλι δεν πρόσεξε κάτι το ανησυχητικό. Γύρισε στο
παράπηγμα. Η ομάδα προκάλυψης, μην έχοντας τίποτε άλλο να κάνει, άρχισε
πρώτη να τρέχει προς την σιδηροδρομική γραμμή κι από κει κατέβηκε το
φαράγγι. Σε λίγο θα ακολουθούσε η ομάδα του Ρένεμπεργκ. Πίσω της ηχούσαν
πια σαν τρελές οι σειρήνες συναγερμού των Γερμανών. Μα τώρα όλα
φαίνονταν ευκολότερα: η αποστολή είχε πετύχει χωρίς ν’ ανοίξει ρουθούνι!
Τελικά, σε κάποιο σημείο όλοι οι άνδρες
συγκεντρώθηκαν και ξεκίνησαν να αναρριχώνται, για να βρεθούν στο σημείο
όπου είχαν κρύψει τα σκι. Με μεγάλη προφύλαξη, βλέποντας κατά διαστήματα
γερμανικά αυτοκίνητα να έρχονται σαν τρελά προς το Βέμορκ (προφανώς
είχε σημάνει συναγερμός στο φρουραρχείο της πόλης), οι σαμποτέρ πήραν
τον δρόμο προς το Ργιούκαν. Με δυσκολία έφτασαν στα δυτικά περίχωρα,
περπατώντας μέσα στο παχύ χιόνι. Έπρεπε να προχωρήσουν προς ένα
ελικοειδές δρομάκι κοντά στο τελεφερίκ , που κατέληγε σ’ ένα σημείο με
υψόμετρο 600 μέτρων στην πλαγιά του βουνού. Πέντε ώρες μετά
σκιοδρομούσαν ασφαλείς προς το οροπέδιο Hardanger Vidda.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Η αντίδραση των Γερμανών ήταν θυελλώδης.
Τα SS αμέσως συνέλαβαν, με πρωτοβουλία του στρατηγού Ρέντις, πενήντα
ομήρους. Την ζωή τους έσωσε τελευταία στιγμή ο στρατηγός Φάλκενχορστ,
εφόσον διαπίστωσε ότι ο ντόπιος πληθυσμός δεν είχε καμιά ανάμιξη στο
οργανωμένο αυτό σαμποτάζ. Οι έρευνες συνεχίστηκαν σε ολόκληρη σχεδόν την
χώρα χωρίς αποτέλεσμα. Τελικά η φρουρά του Βέμορκ πέρασε όλη από
στρατοδικείο.
Αργότερα οι σαμποτέρ χωρίστηκαν για πάντα
στις δυο αρχικές ομάδες όπου ανήκαν. Η ομάδα ‘Grouse’ (ή ‘Swallow’) με
τον Χάουκελιντ παρέμεινε στην Νορβηγία για να οργανώσει περαιτέρω την
αντίσταση. Η δεύτερη διέφυγε στην Σουηδία και από εκεί έφτασε στην
Αγγλία. Οι καταστροφείς κατάφεραν να διανύσουν περισσότερα των 400
χιλιομέτρων μέσα σε 14 μέρες, αψηφώντας τα γερμανικά περίπολα που
κυριολεκτικά χτένιζαν την χώρα από άκρη σε άκρη. Μεταπολεμικά, οι ήρωες
του Τέλεμαρκ παρασημοφορήθηκαν από τα χέρια του ίδιου του Τσώρτσιλ.
Στις 20 Φεβρουαρίου, οι δύο άνδρες σε
συνεργασία με τοπικά μέλη της αντίστασης βύθισαν το φέρυ μπόουτ με το
πολύτιμο υλικό
Ο Χάουκελιντ με τον Σκίναρλαντ παρέμειναν
στα νορβηγικά βουνά μέχρι το τέλος της άνοιξης του 1943, δίνοντας μέσω
του ασυρμάτου τους πληροφορίες στην SOE του Λονδίνου. Στις αρχές του
καλοκαιριού ενημέρωσαν σχετικά με την επαναλειτουργία του εργοστασίου. Η
προσπάθεια των Αμερικανών να βομβαρδίσουν από αέρος τις εγκαταστάσεις
αποθήκευσης του βαρέως ύδατος κατέληξε σε αποτυχία, γιατί οι Γερμανοί
τις προστάτευαν κάτω από επτά πατώματα τσιμέντου. Στις 29 Ιανουαρίου
1944 κυκλοφόρησε η φήμη ότι οι Γερμανοί σκόπευαν να μεταφέρουν τα
κυριότερα μηχανήματα και τα αποθέματα βαρέως ύδατος στην Γερμανία,
αρχικά μέσω της λίμνης Τίνσγιε. Στις 20 Φεβρουαρίου, οι δύο άνδρες σε
συνεργασία με τοπικά μέλη της αντίστασης βύθισαν το φέρυ μπόουτ με το
πολύτιμο υλικό σε βάθος 1.000 ποδιών στην λίμνη. Αυτή την φορά δυστυχώς
υπήρχαν απώλειες σε ζωές Νορβηγών πατριωτών. Μετά τον πόλεμο, ο
Χάουγκελιντ αποφοίτησε από την Στρατιωτική Ακαδημία της Νορβηγίας (1948)
και υπηρέτησε ως ταγματάρχης στο Σύνταγμα Πεζικού Τέλεμαρκ. Αργότερα
ανέλαβε επικεφαλής Φρουράς της ευρύτερης περιοχής του Όσλο.
Αποστρατεύτηκε με τον βαθμό του υποστράτηγου. Πέθανε στο Όσλο, στις 8
Μαρτίου 1994. ο Σκίναρλαντ μετανάστευσε στον Καναδά, για να πεθάνει σε
ηλικία 84 ετών στις 5 Δεκεμβρίου το 2002.
Ο Χάουγκλαντ αμέσως μετά τον πόλεμο
(1947) ακολούθησε τον διεθνούς φήμης εκκεντρικό εθνολόγο Χέυερνταλ (Thor
Heyerdahl) στο απίστευτο ταξίδι του με σχεδία διαμέσου του Ειρηνικού
Ωκεανού (7.000 χιλιόμετρα πλεύσης από την Νότια Αμερική στην Πολυνησία).
Αυτό το κατόρθωμα έμεινε στην ιστορία ως εκστρατεία ‘Kon Tiki’ και
αποσκοπούσε στο να αποδείξει έμπρακτα την θεωρία πως, πολύ πριν τον
Κολόμβο και την έλευση των Ευρωπαίων, ανάλογες μετακινήσεις ιθαγενών
ήταν δυνατές. Αργότερα, ο Χάουγκλαντ διορίστηκε διευθυντής στο μουσείο
‘Kon Tiki’ του Όσλο.
Ο Χέλμπεργκ, ένα μήνα μετά την επιχείρηση
Τέλεμαρκ, κυνηγήθηκε από μια γερμανική περίπολο στο οροπέδιο Hardanger
Vidda και συνελήφθη. Μεταφερόμενος στο στρατόπεδο συγκέντρωσης Γκρίνι
(Grini), στις 27 Μαρτίου 1943, πήδηξε από το γερμανικό αυτοκίνητο καθώς
έτρεχε με 70 χιλ. την ώρα και κατάφερε να διαφύγει στην Σουηδία. Μετά
πήγε στην Αγγλία.
Ο Ρένεμπεργκ μετά τον πόλεμο εργάστηκε
στα μέσα ενημέρωσης της πατρίδας του (στο NRK, ένα κανάλι παρόμοιο με
αυτό του αγγλικού BBC).
Το 1990 οι προχωρημένης πια ηλικίας
σαμποτέρ συναντήθηκαν για μια τελευταία επανάληψη της τότε θρυλικής
πορείας τους μέχρι το Βέμορκ. Οι μνήμες ήταν ακόμη ζωντανές. Τον ίδιο
χρόνο με την βοήθεια ενός μικρού υποβρυχίου σκάφους ανασύρθηκαν τμήματα
του φέρυ Hydro από την λίμνη Τίνσγιε, μαζί με 600 κιλά βαρέως ύδατος σε
φιάλες, που σήμερα εκτίθενται στο Μουσείο Εργαζομένων στην Βιομηχανία
του Βέμορκ.
Ο Jens Anton Poulsson (κλεντρο αριστερά) και ο Joakim Ronneberg (κέντρο δεξιά)
το 1990 με τον Νορβηγό ταξίαρχο Bremt Brovold (άκρα αριστερά) στην περιοχή
όπου διαδραματίστηκαν τα γεγονότα
Ο Poulsson (καθήμενος) και ο Joakim Ronneberg στο ελικόπτερο που τους μετέφερε,
γέροντες πλέον, στο σημείο της πτώσης τους εκείνη την παγωμένη
νύχτα του Οκτώβρη του 1942
Σκηνές από την ταινία < οι Ήρωες του Τελεμαρκ
>
η Ταινία the hero of telemark
η Ταινία the hero of telemark
Trailer: The Heavy Water War
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
- Ray Mears: “The Real Heroes of Telemark: The True Story of the Secret Mission to Stop Hitler’s Atomic Bomb” (Hodder & Stoughton, 2003)
- Thomas Gallagher: “Assault In Norway: Sabotaging the Nazi Nuclear Program” (Harcourt Brace Jovanovich, 1975)
- Dan Kurzman: “Blood and Water: Sabotaging Hitler’s Bomb” (Henry Holt & Co., UK 1997)
- Richard Wiggan: “Operation Freshman: The Rjukan Heavy Water Raid, 1942” (W. Kimber, 1986)
- Richard Rhodes: “The Making of the Atomic Bomb” (Simon & Schuster, UK 1995)
- Knut Haukelid: “Skis Against the Atom” (North American Heritage Press, 1989)
- James Dean Sanderson: “Behind Enemy Lines” (Mass Market Paperback – 1959)
Πηγή: περιοδικό Παγκόσμια Πολεμική Ιστορία τεύχος 17,
Ιούνιο του 2007
.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου