Τηλέμαχος Ίγγλέσης
·
Δοκάρια¨ (απόσπασμα) Μ.Υ.Κ.
Το απόσπασμα που ακολουθεί είναι αφιερωμένο σε όλους αυτούς που έχουν το δικαίωμα να φέρουν στο στήθος τους το διακριτικό Ο.Υ.Κ.
Σε αυτούς που όπου κ´αν βρίσκονται και με οτι κ´αν ασχολούνται στην ζωή τους,κουβαλούν πάντα αυτά τα τρία γράμματα χαραγμένα μέσα τους,με πυρωμένο σίδερο επάνω στην καρδιά τους! |
Σε αυτούς που όπου κ´αν βρίσκονται και με οτι κ´αν ασχολούνται στην ζωή
τους,κουβαλούν πάντα αυτά τα τρία γράμματα χαραγμένα μέσα τους,με
πυρωμένο σίδερο επάνω στην καρδιά τους!
Αφιερώνεται επίσης και σε
όλους όσους προσπάθησαν με όλη τους την καρδιά και την αγνή ψυχή να τα
αποκτήσουν και για κάποιο ατυχές γεγονός δεν τα κατάφεραν.
Τέλος είναι και αφιερωμένο σ´αυτούς που κάποτε άκουσαν για τα Ο.Υ.Κ.και σκέφτηκαν με την φαντασία τους ότι θα ήθελαν να το επιχειρήσουν,αλλά για οποιονδήποτε λόγο,αυτό δεν έτυχε.
Είμαι σίγουρος ότι μέ όλους τους παραπάνω με συνδέει κάτι κοινό.
Ένας δεσμός ψυχής νομίζω.
Και με κάποιους λιγότερους,ένας δεσμός ψυχής και αίματος.
Όπως και να ´χει όμως,αυτό που μας ενώνει όλους είναι το ότι πέρα απο κάθε διαφορετική φιλοσοφία ζωής ή διαφορετικές απόψεις περί πολιτικής και θρησκείας που μπορεί να έχουμε ο καθένας ξεχωριστά,όλοι μαζί προσπαθούμε να προσέγγιζουμε ένα ιδανικό στην ζωή μας.
Ένα κοινό ιδανικό,που δεν είναι άλλο απο το ότι όλοι μας θελήσαμε κάποια στιγμή έναν κόσμο με λιγότερο πόνο και αίμα,έναν κόσμο με περισσότερη αξιοπρέπεια και ελεύθερια και αν είναι δυνατόν για όλους.
Έναν κόσμο,Δικαιοσύνης!
Και δεν νομίζω ότι μπορεί να το αρνηθεί κανένας μας ενσυνείδητα αυτό,γιατί δεν θα μπορούσε αλλιώς να ανήκει σ´εμάς!
Πολλοί δεν είμασταν έτοιμοι να έχουμε αυτή την αντίληψη τότε.
Ίσως γιατί πολλοί απο μάς είμασταν σε νεαρή ηλικία ´ στρατιώτες.
Σίγουρα το συνειδητοποιήσαμε όλοι κάποια στιγμή αργότερα καθώς μεγαλώναμε και ωριμάζαμε.
Και η κατανόηση αυτού του πράγματος,εμένα προσωπικά με βοήθησε και για αυτό την συστήνω ανεπιφύλακτα στον καθένα.
Όποτε χρειάζεται στην ζωή μου να αποδώσω τα ίσα σε κάποιον, πρέπει πάντα να σκεπτόμαι αυτόν τον απλό κανόνα.
Το άν αυτός που πρέπει να κρίνω,πιστεύει ο ίδιος σ´αυτό το ιδανικό της δικαιοσύνης.
Της πραγματικής δικαιοσύνης όμως,όχι αυτής των καθεστώτων και των εξουσιών με τα συμφέροντα τους και ποιός ξέρει ποιούς άλλους σκοπούς,αλλά της απλής ανθρώπινης αμερόληπτης και αγνής δικαιοσύνης.
Αν πιστεύει σε αυτό,τότε σε καμία περίπτωση και σε όποια θέση κ´αν βρίσκεται δεν μπορεί πραγματικά να είναι εχθρός μου,έστω και αν στεκόμαστε απέναντι στις υπόλοιπες ιδέες.
Σκεφτείτετο!
Εύχομαι σε όλους σας μιά καλή χρονιά με υγεία και θέλω να ελπίζω οτι αυτή τη χρονιά ο κόσμος μας θα γίνει πιο δίκαιος και πιο ελεύθερος.
Καλή ανάγνωση.
Τέλος είναι και αφιερωμένο σ´αυτούς που κάποτε άκουσαν για τα Ο.Υ.Κ.και σκέφτηκαν με την φαντασία τους ότι θα ήθελαν να το επιχειρήσουν,αλλά για οποιονδήποτε λόγο,αυτό δεν έτυχε.
Είμαι σίγουρος ότι μέ όλους τους παραπάνω με συνδέει κάτι κοινό.
Ένας δεσμός ψυχής νομίζω.
Και με κάποιους λιγότερους,ένας δεσμός ψυχής και αίματος.
Όπως και να ´χει όμως,αυτό που μας ενώνει όλους είναι το ότι πέρα απο κάθε διαφορετική φιλοσοφία ζωής ή διαφορετικές απόψεις περί πολιτικής και θρησκείας που μπορεί να έχουμε ο καθένας ξεχωριστά,όλοι μαζί προσπαθούμε να προσέγγιζουμε ένα ιδανικό στην ζωή μας.
Ένα κοινό ιδανικό,που δεν είναι άλλο απο το ότι όλοι μας θελήσαμε κάποια στιγμή έναν κόσμο με λιγότερο πόνο και αίμα,έναν κόσμο με περισσότερη αξιοπρέπεια και ελεύθερια και αν είναι δυνατόν για όλους.
Έναν κόσμο,Δικαιοσύνης!
Και δεν νομίζω ότι μπορεί να το αρνηθεί κανένας μας ενσυνείδητα αυτό,γιατί δεν θα μπορούσε αλλιώς να ανήκει σ´εμάς!
Πολλοί δεν είμασταν έτοιμοι να έχουμε αυτή την αντίληψη τότε.
Ίσως γιατί πολλοί απο μάς είμασταν σε νεαρή ηλικία ´ στρατιώτες.
Σίγουρα το συνειδητοποιήσαμε όλοι κάποια στιγμή αργότερα καθώς μεγαλώναμε και ωριμάζαμε.
Και η κατανόηση αυτού του πράγματος,εμένα προσωπικά με βοήθησε και για αυτό την συστήνω ανεπιφύλακτα στον καθένα.
Όποτε χρειάζεται στην ζωή μου να αποδώσω τα ίσα σε κάποιον, πρέπει πάντα να σκεπτόμαι αυτόν τον απλό κανόνα.
Το άν αυτός που πρέπει να κρίνω,πιστεύει ο ίδιος σ´αυτό το ιδανικό της δικαιοσύνης.
Της πραγματικής δικαιοσύνης όμως,όχι αυτής των καθεστώτων και των εξουσιών με τα συμφέροντα τους και ποιός ξέρει ποιούς άλλους σκοπούς,αλλά της απλής ανθρώπινης αμερόληπτης και αγνής δικαιοσύνης.
Αν πιστεύει σε αυτό,τότε σε καμία περίπτωση και σε όποια θέση κ´αν βρίσκεται δεν μπορεί πραγματικά να είναι εχθρός μου,έστω και αν στεκόμαστε απέναντι στις υπόλοιπες ιδέες.
Σκεφτείτετο!
Εύχομαι σε όλους σας μιά καλή χρονιά με υγεία και θέλω να ελπίζω οτι αυτή τη χρονιά ο κόσμος μας θα γίνει πιο δίκαιος και πιο ελεύθερος.
Καλή ανάγνωση.
¨δοκάρια¨(απόσπασμα)
Στο τέσσερα!
Η φωνή έσχισε τον αέρα μέσα στην ησυχία της νύχτας.
Πόσες φορές την είχα ακούσει αυτή τη διαταγή τις τελευταίες ώρες;
Εκατό,διακόσιες;
Δεν μπορούσα να θυμηθώ.
Είμασταν ´ πολλές ώρες εδώ.
Δέν ήξερα πόσες,άλλα πάρα πολλές.
Είχαμε έρθει νύχτα.
Ξημέρωσε και όλη η μέρα πέρασε,με πολύ κρύο και πολύ κούραση.
Μου είχε φανεί ατελείωτη.
Υπήρχε και μία βαριά θλιμμένη συννεφιά που πλάκωνε την ψυχή σου απο παντού.
Ήταν μία μέρα γκρίζα και σκοτεινή του χειμώνα,απ´αυτές που αισθάνεσαι τον χιονιά να πλησιάζει έτοιμος να τα καταπιεί όλα.
Κ´ύστερα ´ νύχτωσε ξανά.
Η νύχτα χειροτέρεψε την κατάσταση μας κατά πολύ.
Η ώρα είχε προχωρήσει αρκετά και τα νοτισμένα εδώ και ώρες ρούχα μας,έκαναν την επαφή τους με τα σώματα μας μαρτύριο.
Το κρύο πάντα μπορεί να γίνει λίγο πιο άσχημο!
Μας το έλεγαν συχνά οι εκπαιδευτές!
Ανά δύο κρατούσαμε έναν βαρύ ξύλινο δοκό πάνω στους ώμους μας.
Ο ένας κρατούσε μπρός,ο άλλος πίσω.
Αυτόν τον δοκό δεν τον είχαμε ακουμπήσει κάτω ούτε μία φορά,όλες αυτές τις ώρες!
Λές και είχε γίνει μέρος του σώματος μας.
Το μέρος που ένωνε την δυάδα μας σε ένα.
Μέσα μου κυριαρχούσε μία αίσθηση κατάθλιψης που συμβάδιζε με την όλη ατμόσφαιρα του περιβάλλοντος.
Όλα τα πρόσωπα των συμμαθητών μου εκπέμπαν το ίδιο συναίσθημα.
Και ύστερα ´ ήταν κ´αυτό το δαιμονισμένο κρύο.
Μάλλον ο διάβολος φύσαγε πάνω μας αυτό το παγωμένο χιονόνερο εδω και μισή ώρα τώρα, για να τσακίσει και την τελευταία ικμάδα ηθικού που μας είχε απομείνει.
Νομίζω ότι ο μόνος θόρυβος που άκουσα ελάχιστα,ήταν ο ήχος απ´τους τραπεζίτες στα σαγόνια μου που έσφιγγαν καθώς σήκωνα το βαρύ δοκάρι με τα χέρια μου,ψηλά πάνω απ´το κεφάλι σε έναν κουρασμένο συγχρονισμό μαζί με το ζευγάρι μου.
Στη θέση τέσσερα.
Ένοιωσα την πίεση απ´το βάρος να συμπιέζει τους σπόνδυλους μου,προκαλώντας τον γνώριμο έντονο πόνο!
Οι αγκώνες και τα γόνατα μου έτρεμαν,γιατί το δοκάρι μετά απο τόσες πολλές ώρες,είχε γίνει πια πολύ δυσβάσταχτο.
Άσε που όσο πιο πολύ πότιζε απ´το νερό της βροχής,τόσο βαρύτερο γινόταν το καταραμένο!
Στο τρία!
Ακούστηκε η ποθητή διαταγή.
Έφερα το δοκάρι και το ακούμπησα επάνω στον δεξί μου ώμο.
Ένοιωσα το βαρύ μουσκεμένο ξύλο να πιέζει αφόρητα το πονεμένο απ´την κακουχία κόκκαλο κάτω απ´το δέρμα,καθώς ξανάβρισκα το ρυθμό της αναπνοής μου.
Ο πόνος,έγινε γρήγορα πιο ήπιος σαν μυρμήγκιασμα που απλωνόταν μούδιαζοντας ολόκληρο το οστό της ωμοπλάτης.
Θαρρείς άγγιζε τα όρια της ηδονής.
Στο πέντε!
Ακούστηκε πάλι η φωνή.
Με μία κίνηση αλλάξαμε τη θέση του δοκού απ´τους δεξιούς στους αριστερούς ώμους.
Απ´την προσπάθεια ζεστάθηκα λίγο.
Το τρέμουλο απ´το κρύο άρχισε να υποχωρεί.
Τεεεέσερααααά!
Αυτή τη φορά ο τόνος της φωνής ακούστηκε ειρωνικός!
Έμοιαζε με της μαμάς που κάνει έκπληξη ένα γλυκό στο παιδί!
Σήκωσαμε τον βαρύ κορμό πάνω απ´τα κεφάλια μας πάλι.
Αγωνιζόμουν να το κρατήσω ψηλά και τα χέρια μου έτρεμαν ξανά.
Ο εκπαιδευτής σταμάτησε να βηματίζει πέρα δώθε και στάθηκε μπροστά
μας.
Υποφέρεται κοκόνες μου;
Ρώτησε ειρωνικά.
Ο ιδρώτας έβγαινε απ´την κορφή του μετώπου μου και ανακατευόταν με το χιονόνερο που με μαστίγωνε.
Κοίταξα το πρόσωπο του.
Είχε μία εντελώς απαθή έκφραση που με τρέλαινε.
Νομίζω ότι τον μισούσα.
Νομίζω ότι ήθελα να τον σκοτώσω.
Ήταν ο υπεύθυνος για την κατάσταση που βρισκόμουν.
Αυτός και οι διαταγές του έφταιγαν για όλα!
Με μισείτε;
Ξαναρώτησε στον ίδιο τόνο ειρωνίας.
Στο χείλος του έσκασε ένα μειδίαμα σαρκασμού και συνέχισε.
Δεν θά´πρεπε να με μισείτε,αλλά να με αγαπάτε τομάρια.
Να με αγαπάτε γιατί είμαι η μόνη φωνή της αλήθειας!
Είμαι η φωνή της λογικής!
Και είμαι δίκαιος!
Αυτό που σας λέω θα συμβαίνει πάντα!
Οπότε πιστέψτε με.
Είστε ελεύθεροι να εγκαταλείψετε την προσπάθεια!
Θα σας φερθούν όλοι ευγενικά και δεν θα σας ενοχλήσει κανείς.
Τώρα αυτή τη στιγμή όποιος επιθυμεί μπορεί να πάει να κάνει ένα ζεστό μπάνιο,να φάει καλά και να κοιμηθεί σε μαλακό κρεβάτι.
Μπορεί να φύγει απ´το κρύο.
Αρκεί....
Σώπασε για λίγο.
....να ακουμπήσει το κράνος του κάτω!
Πέρασαν λίγα δευτερόλεπτα.
Στο τρία!
Διέταξε ξανά κ´ακουμπήσαμε το βάρος στούς ώμους μας ασθμαίνοντας.
Συνέχισε την ομιλία του.
Αν φύγει κάποιος θα σεβαστούμε όλοι την απόφαση του!
Δεν είναι κακό αν κάποιος δεν μπορεί άλλο και δεν θα τον προσβάλλει κανείς
γ´αυτό!
Λοιπόν;
Ρώτησε ξανά.
Είναι κάποιος;
Κανείς δεν απάντησε!
Άλλωστε είχαμε μείνει πολύ λίγοι πιά.
Για όλους μας η σκέψη του ακουμπισμένου κράνους στο έδαφος ήταν τρομακτική.
Ισοδυναμούσε με έναν θάνατο!
Τον θάνατο της πίστης στον σκοπό,προς τον εαυτό σου και πρός τους συντρόφους σου!
Ο εκπαιδευτής συνέχισε.
Τώρα που ξεκαθαρίσαμε ότι όσοι είναι εδώ θέλουν και είναι, μπορούμε να συνεχίσουμε άλλο ένα εικοσιτετράωρο.
Μόλις το άκουσα αυτό ένιωσα να καταρρακώνομαι.
Η επόμενη διαταγή ´ ήταν συνυφασμένη με τον πόνο και το ξέραμε.
Σε θέση για κοιλιακούς,ακούστηκε.
Ξαπλώσαμε ανάσκελα στο δάπεδο,εναποθέτωντας τα δοκάρια επάνω στα άρβυλα μας στο ύψος των αστραγάλων χωρίς να ακουμπούν κάτω.
Ο εκπαιδευτής πλησίασε ένα ζευγάρι και ρώτησε τον έναν απ´τους δυό.
Μαθητή;
Διατάξτε κύριε εκπαιδευτά.
Απάντησε ο μαθητής.
Τι είναι αυτό;
Τον ρώτησε,κλοτσώντας ελαφρά το δοκάρι του με την άκρη της μπότας του.
Η γκόμενα μου κύριε εκπαιδευτά,απάντησε όσο πιο ζωηρά μπορούσε.
Ο εκπαιδευτής άρχισε να κυλά τον κορμό με τη σόλα του αργά πάνω κάτω στα πόδια τους, οργώνοντας τα καλάμια τους.
Άρχισαν να βογγούν δυνατά και οι δύο απ´τον έντονο πόνο.
Πώς τη λένε τη γκόμενα σου μαθητή;
Ρώτησε ξανά.
Μαρίνα κύριε εκπαιδευτά!
Ούρλιαξε ο μαθητής!
Καλά ρε ναύτη,ξύλινη γκόμενα έχεις;
Μάλιστα κύριε εκπαιδευτά,συνέχισε ουρλιάζοντας!
Και γιατί έχεις ξύλινη γκόμενα ρέ;
Τόσο σκληρό καυλί έχεις;
Όχι κύριε εκπαιδευτά,έχω ξύλινη γκόμενα γιατί η καρδιά μου είν´ απο πέτρα.
Ο εκπαιδευτής σταμάτησε τη βασανιστική κίνηση του δοκού.
Και γιατί είναι απο πέτρα η καρδιά σου ρε;
Γιατι μου ζήτησε να την κάνω έτσι η πατρίδα μου, κύριε εκπαιδευτά!
Ο εκπαιδευτής φάνηκε ικανοποιημένος απο την απάντηση, έκανε μερικά βήματα πίσω και στάθηκε μπροστά μας στην μέση,έτσι που να τον βλέπουμε όλοι.
Τρία λεπτά ανάπαυση γιατί ο συμμαθήτης σας απάντησε σωστά και άρα όλοι απαντήσατε σωστά.
Δοκούς αποθέσατε,διέταξε.
Ακουμπήσαμε τα δοκάρια στο τσιμέντο και σταθήκαμε όρθιοι.
Τότε μου ήρθε πάλι,εκείνη η σκέψη!
Εκείνη η σκέψη,που φοβόμουν όσο τίποτα άλλο!
Αυτή η ερώτηση η τρομερή που ήξερα ότι δεν πρέπει ποτέ να κάνω στον εαυτό μου.
Ειδικά στις δύσκολες στιγμές.
Ειδικά τώρα.
Και όμως την έκανα!
Την άκουγα μάλιστα να φωνάζει μέσα στο μυαλό μου και να με ρωτά.
Γιατί βρίσκεσαι εδώ;
Τι λόγο έχεις να υποφέρεις μέσ´το κρύο;
Ποιά κακιά μοίρα σ´έφερε σ´αυτή τη θέση;
Γιατί δεν σηκώνεσαι να φύγεις,να ησυχάσεις;
Ένοιωθα πως πνιγόμουν!
Σαν να χανόταν η γή κάτω απ´τα πόδια μου.
Το μυαλό μου χρειαζόταν απαιτητικά μίαν απάντηση σ´αυτό το ερώτημα.
Δεν θα μπορούσα ν´αντέξω άλλο διαφορετικά.
Ξαφνικά σαν αναλαμπή επαναλήφθηκε μέσα μου ο ήχος της τελευταίας απάντησης του συμμαθητή μου.
Πατρίδα!
Νά η απάντηση που ψάχνω σκέφτηκα.
Να γιατι βρίσκομαι εδώ,να για τι υποφέρω!
Αισθάνθηκα λίγο καλύτερα.
Απ´το πουθενά σαν να ζεστάθηκα,σαν να μου ήρθε δύναμη απο κάπου!
Δεν υπήρχε καμιά αμφιβολία,η σκέψη και μόνο της λέξης κάτι άλλαζε μέσα μου!
Όμως´ υπήρχε και κάτι που μ´ενοχλούσε σ´αυτή τη λέξη!
Δεν ξέρω γιατί ακριβώς;
Στο μυαλό μου καρφώθηκε η εικόνα του παππού μου.
Δεν τον είχα γνωρίσει ποτέ.
Πέθανε ένα χρόνο πρίν γεννήθω.
Πήρα όμως τ´ονομά του.
Τον ήξερα μόνο μέσα απο μία φωτογραφία.
Η πληροφορίες γ´αυτόν απ´την μητέρα μου ήταν ελάχιστες.
Ξέρω ότι δεν μιλούσε συχνά για τον εαυτό του,ούτε κάν στην οικογένεια του.
Πολλές φωτογραφίες δεν υπήρχαν στην εποχή του.
Εγω μόνο μία παλιά μεγάλη κ´ασπρόμαυρη είχα δεί,σε μιά κορνίζα.
Απεικόνιζε έναν άντρα στρατιώτη γύρω στα εικοσιπέντε.
Φορούσε ένα πηλίκιο και είχε ένα περήφανο μα και πολύ μελαγχολικό βλέμμα που έκανε όλη την εικόνα του να αστράφτει.
Νομίζω αυτό το βλέμμα έμοιαζε με φωτοστέφανο σε αγιογραφία.
Δεν ήξερα πολλά γ´αυτόν,όμως ήξερα ότι ήταν περήφανος αλλά ποτέ επηρμένος και οτι πολέμησε,τραυματίστηκε και επέζησε στο Μικρασιατικό πόλεμο.
Ήξερα οτι αυτό το τραύμα τον ταλαιπωρούσε σ´ όλη του τη ζωή.
Ήταν φτωχός και εργατικός άνθρωπος και πάντα πάλευε για την επιβίωση της οικογένειας του,χωρίς ανάσα,χωρίς σταματημό.
Είδε τους πολιτικούς της χώρας του να ξεπουλούν τον ίδιο και τον λαό του!
Να ξεπουλούν τον ιδρώτα,τον πόνο και τις θυσίες των απλών ανθρώπων!
Είδε να τους αφαιρούν την ελευθερία τους!
Είδε κατακτητές να μπαίνουν στην πατρίδα του και να σκυλεύουν τάφους!
Είδε τ´αδέρφια του να σφάζονται αναμεταξύ τους με λύσσα,γιατί κάποιοι τους έπεισαν ότι ήταν οι μισοί Αθηναίοι και οι μισοί Σπαρτιάτες,ενώ αυτοί ήταν και τα δυό!
Βίωσε νόμους άδικους,ντυμένους με τα παχιά λόγια ιδεολογιών σε μιά πατρίδα που αντί να τον βοηθά τον κατέτρεχε ανελέητα!
Μία πατρίδα που εξουσιάζοταν πάντα απο εξουσιαστές που δεν γνώρισαν ποτέ τι θα πεί να εξουσιάζεσαι!
Μια πατρίδα που δεν του επέτρεψε ούτε τη στοιχειώδη αξιοπρέπεια που του άξιζε ως στρατιώτη που πολέμησε γ´αυτήν!
Αισθάνθηκε προδομένος απ´την ίδια την μάνα του.Τη γή του.
Πέθανε τελικά λίγο πριν γεννηθώ,απο εκείνο το τραύμα που υποτροπίασε επειδή δεν υπήρχε κράτος δικαίου,ώστε να τον βοήθησει όσο έπρεπε στην περίθαλψη του.
Όχι αποκλείεται σκέφτηκα,δεν μπορεί να είναι αυτά η πατρίδα μου!
Μαζί με τον παππού μου αισθανόμουν κ´εγώ προδωμένος!
Πατρίδα δεν μπορεί να λέγεται κάτι που δεν σέβεται τους ανθρώπους.
Ούτε κάν τους δικούς της ανθρώπους!
Ανάμεσα στα συμφέροντα και στο κυνήγι των εξουσιών,δεν γίνεται να υπάρχουν ιδανικά.
Δεν μπορεί να βασανίστηκε ο παππούς μου γ´αυτό!
Δεν μπορεί εγώ να λιώνω εδω τώρα,κάτω απ´αυτό το δοκάρι γ´αυτό!
Πατρίδα πρέπει να είναι κάτι άλλο.
Κάτι άσπιλο!
Τι όμως;
Πρέπει να βρώ οπωσδήποτε την απάντηση σκέφτηκα.
Πρέπει να μάθω γιατί αγωνίστηκε ο παππούς μου!
Είχα αρχίσει να τρέμω απ´το κρύο ξανά όταν ακούστηκε η επόμενη διαταγή.
Αποκαλυφθειτε απο τη μέση και πάνω.
Ξεκουμπώσαμε τα υγρά χιτώνια μας τα βγάλαμε και τ´αφήσαμε κάτω.
Σταθήκαμε εκει να κοιταζόμαστε μεταξύ μας,αμήχανοι, με τα χέρια αφημένα ξέπνοα στο πλάϊ.
Παρόλο που ο πόνος απ´τους πολύ κουρασμένους μας μύς είχε γίνει αδιάφορος πιά εδώ και ώρες,αυτή η απρόσμενη χαλάρωση για τρία λεπτά έμοιαζε με αιώνα.
Τρία ολόκληρα λεπτά χωρίς να σφίγγω τα δόντια μου σκέφτηκα.
Αλλά έκανα λάθος!
Γιατί τώρα μπορούσα να ακούω τα δόντια μου να κροταλίζουν απ´το κρύο και όχι να τρίζουν
απ´την προσπάθεια!
Παρατήρησα τους συντρόφους μου.
Ήταν κατάχλωμοι και ταλαίπωροι σαν τον θάνατο.
Ο εκπαιδευτής άνοιξε την βρύση,σήκωσε το λάστιχο του ποτίσματος και ήπιε λίγο
απ´το νερό που έρεε.
Ύστερα έδειξε με το δάκτυλο έναν εκπαιδευόμενο και του έκανε νόημα να ´ρθεί μπροστά.
Ο εκπαιδευόμενος ήρθε και στάθηκε μπροστά του και αναφέρθηκε ως συνήθως,όσο πιο δυνατά μπορούσε.
Μαθητής ....κοστού σχολείου ναύτης Κ..........ς Ηλίας,διατάξτε κύριε εκπαιδευτά.
Κρυώνεις μαθητή;
Ρώτησε ο εκπαιδευτής.
Όχι κύριε εκπαιδευτά.
Απάντησε δυνατά,καθώς ρίγη διαπερνούσαν το κορμί του,στα όρια της υποθερμίας!
Ο εκπαιδευτής ρώτησε πάλι.
Πως είπες οτι λέγεσαι μαθητή;
Κ..........ς Ηλίας κύριε εκπαιδευτά.
Απάντησε ο μαθητής.
Λάθος απάντηση.
Είπε ο εκπαιδευτής και σήκωσε το λάστιχο στο ύψος του στήθους του,έτσι που το νερό άρχισε να κυλά γύρω απ´το λαιμό του.
Τα ρίγη γίνανε πιο έντονα τώρα, σαν σπασμοί.
Πώς λέγεσαι μαθητή,τον ξαναρώτησε.
Ο μαθητής απάντησε πολύ δυνατά αλλά με ξεψυχισμένη φωνή απ´το κρύο.
Εφιααάλτης κύριε εκπαιδευτά!
Και γιατι σε λένε εφιάλτη ρε;
Ξαναρώτησε ο εκπαιδευτής.
Τώρα ο μαθητής κλονιζόταν σύγκορμος πιά απ´το ρίγος.
Είδα τα μάτια του να γυρίζουν μες στις κόγχες με τρέλλα.
Φούσκωσε τα πνευμόνια του με μία βαθιά ανάσα που πήρε απ´το στόμα και
απάντησε ουρλιάζοντας, ψεκάζοντας νερά και σάλια μπροστά απ´το πρόσωπο του.
Γιατί είμαι ο εφιάλτης του εχθρού κύριε εκπαιδευτά!
Ο εκπαιδευτής κατέβασε το λάστιχο χαμηλά και ο μαθητής άρχισε να αναπνέει με μικρές κοφτές ανάσες ώσπου να συνέλθει απ´την παγωνιά και την ένταση.
Φύγε του είπε.
Ο μαθητής στάθηκε προσοχή και μετά έφυγε βιαστικά τρέμοντας.
Ύστερα φώναξε άλλον.
Και μετά άλλον.
Και η διαδικασία συνεχιζόταν.
Ώσπου ήρθε η σειρά μου.
Αισθάθηκα το νερό τόσο κρύο,που στην αρχή νόμιζα ότι έκαιγε.
Κυλούσε απο πάνω γλύφωντας το κράνος και τα χέρια μου που το κρατούσαν σφιχτά,πέφτοντας στους ώμους μου.
Το ένοιωθα να κατεβαίνει στην ραχοκοκαλιά μου και στο στήθος μου σαν λάβα και να με μουσκεύει εκ νέου.
Οι παγωμένες σταγόνες του σαν καυτές βελόνες μου τρυπούσαν το δέρμα και έστελναν το κρύο κατευθείαν στην καρδιά μου.
Τα ρούχα μου πότιζαν λίγο,λίγο,αργά και βασανιστικά.
Πρίν όση ώρα περίμενα την σειρά μου,προσπαθούσα να σκεφτώ τι να του απαντήσω όταν θα με ρωτήσει.
Έπρεπε να βρώ κάτι καλό ώστε να σταματήσει γρήγορα το βρέξιμο,άλλα λές και το μυαλό μου είχε μπλοκάρει,δεν μπορούσα να σκεφτώ τίποτα.
Έτρεμα έντονα όταν τελικά με ρώτησε.
Θα πεθάνεις καταδρομέα;
Όχι φώναξα!
Ααα,γιατι μου μοιάζεις ετοιμοθάνατος είπε!
Πέρασαν λίγα δευτερόλεπτα ακόμη και ξαναρώτησε.
Πέθανες;
Φώναξα ακόμη πιο δυνατά.
Όχι κύριε εκπαιδευτά!
Και μετά απο λίγο πάλι.
Ακόμα να πεθάνεις;
Ακόμα!
Άντε ρε λοκατζή πότε θα πεθάνεις;
Με κούρασες.
Δεν θα πεθάνω ποτέ κύριε εκπαιδευτά,ούρλιαξα!
Και γιατί δε θα πεθάνεις ρε;
Αισθάνθηκα πως τα μηνίγγια μου ήταν έτοιμα να σπάσουν απ´την ένταση!
Συνέχισα ουρλιάζοντας καθώς δυνατοί σπασμοί άρχισαν να με κυριεύουν!
Γιατι θα γίνω βατραχάνθρωπος κύριε εκπαιδευτά!
Και οι βατραχάνθρωποι δεν πεθαίνουν!
Ζούν για πάντα μαζί με την μονάδα υποβρυχίων καταστροφών!
Κατέβασε το λάστιχο και με διέταξε να γυρίσω στη θέση μου.
Κατόπιν φώναξε μπροστά το ζευγάρι μου.
Αναφέρσου τον διέταξε.
Το ζευγάρι μου απάντησε δυνατά.
Μαθητής .....οστού σχολείου,επικελευστής Χ......ας Διαμαντής,διατάξτε κύριε εκπαιδευτά.
Γιατί είσαι εδώ βρε επικελευστή;
Ο Διαμαντής έδωσε μια κοινότυπη απάντηση που ήταν ίδια με κάποιου προηγούμενου.
Και αυτό συνέβηκε δύο φορές.
Ηταν πολύ δύσκολο να σκεφτεί κάποιος κάτι ικανοποιητικό,κάτω απο αυτές τις συνθήκες.
Όμως ξέραμε ότι ο εκπαιδευόμενος έπρεπε να είναι πάντα ετοιμόλογος!
Έτσι ο εκπαιδευτής συνέχισε.
Άντε ρε επικελευστή πές μας κάτι.
Ο Διαμαντής έτρεμε τόσο έντονα που σχεδόν είχε χάσει την επαφή με την πραγματικότητα.
Και δεν ξέρω πως ακριβώς του ήρθε η ιδέα,άλλα πήρε μία βαθιά ανάσα και εκπνέοντας φώναξε όσο πιο δυνατά μπορούσε.
Λευτεριά!
Τα μάτια του γύρισαν προς τα πάνω και αμέσως κατέρρευσε απ´την υποθερμία.
Σωριάστηκε κάτω ´ και το κράνος κύλησε απ´το κεφάλι του στο πλάϊ αναποδογυρισμένο και ταλαντεύτηκε για λίγο.
Εκείνη τι στιγμή μου φάνηκε πως όλα σταμάτησαν ή μάλλον δεν σταμάτησαν αλλά ήταν σα να κινούνταν αργά όπως στο slow motion στον κινηματογράφο.
Δεν ένιωθα πιά το κρύο.
Κοίταξα τριγύρω.
Τα πρόσωπα των συντρόφων μου κουρασμένα και άσπρα σαν το χιόνι με τα βλέμματα τους χαμένα μέσα στην λυπημένη έκφραση,πλυμμηρισμένα απο έλεος και απόγνωση.
Τι ειρωνία τελικά σκέφτηκα.
Αυτοί οι άντρες,καθώς μεταμορφώνονται σε αμίλεικτους στρατιώτες,μαθαίνουν για τον οίκτο περισσότερα απ´τον καθένα.
Τα αξύριστα στεγνά τους πρόσωπα,θύμιζαν αυστηρές μορφές αγίων.
Λιτές και ασκητικές.
Κάπου κάπου,έβλεπα κ´αυτό το σπασμωδικό τρέμουλο των βλεφάρων απ´την εξάντληση,στα μάτια κάποιου.
Αυτό το τρέμουλο που μου θύμιζε ψυχή έτοιμη να βγεί απ´το σώμα.
Κ´όμως όλα αυτά τα πρόσωπα μαζί,καθώς κοιτούσαν το ένα τ´άλλο,απέπνεαν μία τεράστια υπομονή.
Λές και οι ατμοί της τελευταίας θερμοκρασίας που είχε μείνει μέσα τους, εξατμίζονταν απ´τα ιδρωμένα κορμιά τους στην ατμόσφαιρα και στροβιλίζονταν απ´τον κρύο αέρα πρός τα πάνω,για να ενωθούν σε μία πλέξη αποφασιστικότητας.
Η εικόνα ήταν εξωπραγματική!
Μιά χούφτα παγωμένα πείσματα,αγκαλιασμένα μέσα στο απόλυτο μπλέ του κρύου.
Ο εκπαιδευτής είχε παραμείνει ψύχραιμος.
Άλλωστε τέτοια περιστατικά συνέβαιναν συχνά!
Έδωσε άμεσα μερικές διαταγές.
Πρώτα στο διπλανό ζευγάρι.
Βοήθηστε τον να τον πάει στο ιατρείο και να γυρίσετε αμέσως πίσω.
Εσύ,είπε σε μένα,να περιμένεις τι θα σου πει ο γιατρός και να έρθεις να μου αναφέρεις.
Οι δύο συμμαθητές μου κινήθηκαν γρήγορα παρ´ολη την άθλια κατάσταση τους.
Σχημάτισαν ένα καρεκλάκι κάτω απ´τα γόνατα και την πλάτη του Διαμαντή,τον σήκωσαν στον αέρα και ξεκίνησαν τρέχοντας πρός το ιατρείο που ήταν διακόσια μέτρα παραπέρα.
Εγώ έσκυψα άρπαξα το κράνος,του το φόρεσα και άρχισα να τρέχω μαζί τους κάνοντας του εντριβές οσο πιο δυνατά μπορούσα,στο στήθος και στην πλάτη.
Καθώς φεύγαμε,η φωνή ακούστηκε πίσω μας ξανά,βαριά και ανελέητη!
Δοκούς αναλάβατε!
Το μαρτύριο θα συνεχιζόταν!
Εγώ δεν είχα την ψυχραιμία του εκπαιδευτή.
Καθώς τρέχαμε,έβλεπα το κεφάλι του Διαμαντή να τραμπαλίζεται σαν άψυχο πέρα δώδε και το κράνος του,να χορεύει απο πάνω.
Ήταν κατάλευκος κ´έλαμπε σαν πυρσός μες´στο σκοτάδι.
Κάπου κάπου,όταν το κίτρινο φώς απ´τις λάμπες θυέλλης έπεφτε πάνω του,ξεχώριζαν τα ήρεμα χαρακτηριστικά του εντελώς χαλαρωμένα.
Βρισκόταν κάπου αλλού,έφευγε!
Φοβήθηκα ότι μπορεί να μη συνέλθει!
Ότι θα πεθάνει!
Πανικοβλήθηκα στη ιδέα.
Τα χέρια μου τον έτριβαν ασταμάτητα σαν μοτέρ,λες και ήταν εντελώς ξεκούραστα.
Θα πεθάνει σκέφτηκα και η τελευταία του λέξη ήταν ¨Λευτεριά¨!
Και μέσα σ´αυτή τη στιγμή πανικού...κατάλαβα!
Κατάλαβα γιατί είχε παλέψει ο παππούς μου!
Κατάλαβα ποιό ήταν το συστατικό που έλειπε!
Ήταν ή ελευθερία!
Η ελευθερία για όλους!
Ελευθερία στο να μπορεί κάποιος να ζεί μέσα στα όρια της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και να μπορεί να εκφράσει την άποψη του χωρίς κανέναν φόβο ανεξάρτητα απο τις πεποίθησεις του!
Ή ελευθερία στο δικαίωμα του να προστατεύει κανείς αυτό το ίδιο το ιδανικό της,με όλες του τις δυνάμεις!
Γιατί αυτό το ίδιο ιδανικό είναι,που πραγματικά κάνει την πατρίδα μου να έχει ξεχωριστή αξία!
Το ότι μέσα της πρέπει να έχουν όλοι το δικαίωμα υποχρέωση,να είναι ελεύθεροι.
Και η υπερηφάνεια,αν πρέπει να υπάρχει αυτή,θα πρέπει να είναι μόνο γιατί η πατρίδα μου με το παράδειγμα των ανθρώπων της,θα φωτίζει όλες τις πατρίδες των ανθρώπων.
Γιατί πρέπει ´ και επιβάλλεται να μάθουν όλες να υπάρχουν ως ελεύθερες μεταξύ ελεύθερων ώστε να σταματήσουν να υπάρχουν βάρβαρες κ´απάνθρωπες πατρίδες πάνω στην γή.
Αυτό είναι που ανακάλυψαν οι αρχαίοι πρόγονοι που ζούσαν εδώ και που στη διάρκεια των αιώνων οι παλαιότεροι πάλεψαν για να το υπερασπίσουν δίνοντας ακόμη και το αίμα τους!
Κ´ανάμεσα τους κ´ο παππούς μου!
Γι´αυτήν την πατρίδα πάλεψε!
Για την πατρίδα,που ήταν ο τόπος ´ που αυτή η ιδέα της ελευθερίας γεννήθηκε!
Ο τόπος που ο καθένας θα μπορούσε να ζήσει με αξιοπρέπεια,διά μέσου μιας αληθινής δικαιοσύνης!
Αυτό είναι το αληθινό πνεύμα της πατρίδας, που μέσα του προστατεύεται αυτή η απόλυτη αξία των προγόνων μου.
Τώρα πια ήξερα γιατί βρισκόμουν εδώ,βρεγμένος μέσα στο κρύο κρατώντας στα χέρια μου τον λιπόθυμο συμμαθητή μου!
Ο χώρος του κτηρίου που βρισκόταν το ιατρείο,ήταν αισθητά πιο ζεστός απο έξω.
Ο γιατρός όπως ήταν με την καθαρή άσπρη μπλούζα του,φορώντας τα στρογγυλά συρμάτινα γυαλάκια του πάνω στο λεπτό του πρόσωπο,έμοιαζε για μάς σαν να ήταν απο άλλο κόσμο!
Είπε στους δύο συμμαθητές μου να βγάλουν τα βρεγμένα ρούχα του Διαμαντή και να τον ξαπλώσουν στο κρεβάτι.
Αυτοί το έκαναν και μετά του ζήτησαν να φύγουν για να γυρίσουν πίσω.
Ο γιατρός τους έδωσε την άδεια και αμέσως τύλιξε τον Διαμαντή με μία κουβέρτα και άρχισε να του μετρά τον σφυγμό.
Εμένα μου ζήτησε να πάω να φέρω στεγνά ρούχα απ´τον θάλαμο και να γυρίσω γρήγορα να φτιάξω ένα ζεστό τσάϊ.
Άνοιξα την πόρτα κ´έφυγα σαν αστραπή.
Καθώς έτρεχα στο διάδρομο αισθανόμουν ανακούφιση απ´το κρύο γιατί τα βρεγμένα ρούχα που φορούσα στράγγιζαν και είχαν ζεσταθεί αρκετά.
Όμως δεν αισθανόμουν το ίδιο και μέσα μου.
Παρ´ολο που η αγωνία μου για τον Διαμαντή είχε μετριάσει με την παρουσία του γιατρού,αισθανόμουν μια ενοχή!
Τώρα που είχα καταλάβει καλά τον λόγο που αγωνίζομαι ´ ένιωθα την ανάγκη να βρίσκομαι πίσω στο σχολείο μου.
Πίσω στο κρύο και στόν πόνο!
Εκεί που ανήκα!
Μίσησα την ζέστη που με ζέσταινε εκείνη τη στιγμή!
Δικαιολογήθηκα στον εαυτό μου ότι ήμουν εκεί για τον Διαμαντή.
Θυμήθηκα τα λόγια του εκπαιδευτή νωρίτερα.
Είχε δίκιο τελικά!
Μας έλεγε την αλήθεια!
Βέβαια την έλεγε με τρόπο,πίσω απο τον γρίφο που έπρεπε να την πει.
Αυτό που μας έδινε ήταν κάτι πολύ περισσότερο απο ένα πιάτο φαΐ και ένα ζεστό κρεβάτι.
Ήταν το προνόμιο,να είμαστε οι πρώτοι στην υπεράσπιση της πατρίδας μας και στην σπίθα της ελευθερίας που ζεί για πάντα μέσα της!
Το τίμημα ήταν μόνο ο πόνος του κορμιού που έπρεπε να ξεπερνούμε σε όλη τη διάρκεια αυτής της εκπαίδευσης
Όχι δεν τον μισούσα πιά.
Τον σεβόμουν!
Είχε περάσει κ´αυτός ότι κ´εγώ και πολλά περισσότερα ακόμη!
Είχε το δικαίωμα να βρίσκεται εκεί που βρισκόταν!
Να δίνει αυτές τις ανελέητες προσταγές.
Κ´άλλωστε δεν ήταν δική του η ευθύνη για ότι συνέβαινε.
Αυτός είχε την ευθύνη μόνο για τις ζωές μας.
Για την θέση που βρισκόταν ευθύνονταν άλλοι.
Ο παππούς μου και όλοι οι παππούδες μας!
Αυτοί ήταν οι υπεύθυνοι!
Ο εκπαιδευτής ήταν μόνο το εργαλείο που αυτοί,μοιραία είχαν τοποθετήσει εκεί,για να μπορέσω να βρώ εγώ και οι όμοιοι μου,το νόημα για το οποίο έπρεπε να συνεχίσουμε να προσπαθούμε.
Γιατί αν πρέπει να είσαι Στρατιώτης σε μία ελεύθερη πατρίδα,οφείλεις να είσαι και φιλόσοφος.
Πως αλλιώς θα μπορείς συνειδητά να προσφέρεις τη ζωή και τον αγώνα σου,σε κάποιο ιδανικό,αν αυτό δεν είναι ακλόνητο.
Είχα αποφασίσει να φτιάξω γρήγορα το τσάϊ και να ζητήσω απ´τον γιατρό να με αφήσει να επιστρέψω.
Όταν άνοιξα την πόρτα του ιατρείου ο Διαμαντής μόλις συνερχόταν και προσπαθούσε να σταθεί καθιστός στο κρεβάτι.
Φαινόταν καλά.
Η γερή του κράση του είχε επαναφέρει γρήγορα τις δυνάμεις του!
Που βρίσκομαι;
Ρώτησε απορημένος!
Γιατί δεν είμαι στο σχολείο;
Που είναι το κράνος μου;
Του έδωσα το κράνος του και του είπα ότι λιποθύμισε.
Αυτός το φόρεσε αμέσως!
Πρέπει να γυρίσουμε γρήγορα πίσω μου είπε!
Άστα αυτά του είπε ο γιατρός.
Σε χτύπησε υποθερμία!
Ο Διαμαντής δεν άκουγε τίποτα.
Είχε αρχίσει κ´όλας να φορά το παντελόνι του,όταν του έβαλα το τσάϊ μπροστά του.
Άρχισε να πίνει γρήγορα με μικρές γουλιές το ζεματιστό υγρό!
Ζευγάρι πιές και ´σύ λίγο μου είπε καθώς συνέχισε να ντύνεται.
Ήπια μία μικρή γουλιά και αισθάνθηκα την γλυκιά φωτιά να απλώνεται μέσα μου!
Σε πολύ λίγο είχε ντυθεί και είχε ξαναφορέσει τα μουσκεμένα άρβυλα του!
Γιατρέ πρέπει να γυρίσω πίσω στο σχολείο είπε.
Το καταλαβαίνεις έτσι;
Μα θα σε χτυπήσει πάλι υποθερμία,είπε ο γιατρός.
Δεν πειράζει, αισθάνομαι καλά είπε ο Διαμαντής.
Καλά τότε θα ´ρθώ μαζί σας είπε ο γιατρός και πήγε πρός την κρεμάστρα για να πάρει το αδιάβροχο του.
Βρέ γιατρέ που να ´ρθείς;
Του είπα.
Έξω ρίχνει καρεκλοπόδαρα.
Ο γιατρός χαμογέλασε και απάντησε.
Όταν χρειάζεται γίνομαι Ο.Υ.Κ και γώ.
Βγήκαμε και οι τρείς μας στον διάδρομο.
Μπροστά εγω με τον Διαμαντή και πίσω ο γιατρός.
Ένας κεραυνός έπεσε κάπου κοντά και ένας εκκωφαντικός ήχος απλώθηκε γύρω,σαν χιλιάδες ξύλα που σπάζουν μαζί.
Η καταιγίδα είχε αρχίσει να ξεσπά με μανία!
Το χαλάζι έπεφτε καταρακτωδώς!
Σταθήκαμε μπροστά στην πόρτα για λίγο.
Κοιταχτήκαμε στα μάτια χαμογελώντας και σφίξαμε τα χέρια μας πιάνοντας τους βραχίονες.
Καλή δύναμη ζεύγος,του είπα.
Βατράχι ή νεκρός,μου απάντησε με μάτια που άστραψαν και ορμήξαμε μέσα στη θύελλα!
Άκουγα τους βόλους απ´τον πάγο που χτυπούσαν το κράνος και την πλάτη μου σαν πέτρες αλλά δεν ένοιωθα τίποτα πιά!
Δεν πονούσα,δεν κρύωνα,δεν ήμουν κουρασμένος!
Δεν βρισκόμουν κάν εκεί.
Μόνο το κορμί μου βρισκόταν!
Το μυαλό μου ήταν κάπου αλλού!
Ήταν ενα απόγευμα ανοιξιάτικο!
Ήμουν ξαπλωμένος σε μία καταπράσινη πλαγιά και θαύμαζα ένα χρυσό ήλιο που πλησίαζε μία ροδόχρωμη δύση στον μακρινό ορίζοντα!
Μερικά μπαμπακιασμένα σύννεφα περνούσαν νωχελικά.
Γύρω μου ήταν κ´άλλοι,άνθρωποι που συζητούσαν χαρούμενοι.
Ήταν και παιδιά εκεί που χόρευαν και τραγουδούσαν.
Ένα γλυκό αεράκι με φυσούσε στό πρόσωπο καθώς έκανε τα πολύχρωμα άνθη να λικνίζονται στις πνοές του και να σκορπούν τριγύρω μια ευωδία!
Όλος ο τόπος μοσχοβολούσε υπέροχα!
Νομίζω ´ ήταν το άρωμα της ελευθερίας!
(στην μνήμη του παππού μου Τηλεμάχου Κυριαζή)
Σημείωση ΕΛΛΗΝΕΣ ΒΑΤΡΑΧΑΝΘΡΩΠΟΙ
.
Στο τέσσερα!
Η φωνή έσχισε τον αέρα μέσα στην ησυχία της νύχτας.
Πόσες φορές την είχα ακούσει αυτή τη διαταγή τις τελευταίες ώρες;
Εκατό,διακόσιες;
Δεν μπορούσα να θυμηθώ.
Είμασταν ´ πολλές ώρες εδώ.
Δέν ήξερα πόσες,άλλα πάρα πολλές.
Είχαμε έρθει νύχτα.
Ξημέρωσε και όλη η μέρα πέρασε,με πολύ κρύο και πολύ κούραση.
Μου είχε φανεί ατελείωτη.
Υπήρχε και μία βαριά θλιμμένη συννεφιά που πλάκωνε την ψυχή σου απο παντού.
Ήταν μία μέρα γκρίζα και σκοτεινή του χειμώνα,απ´αυτές που αισθάνεσαι τον χιονιά να πλησιάζει έτοιμος να τα καταπιεί όλα.
Κ´ύστερα ´ νύχτωσε ξανά.
Η νύχτα χειροτέρεψε την κατάσταση μας κατά πολύ.
Η ώρα είχε προχωρήσει αρκετά και τα νοτισμένα εδώ και ώρες ρούχα μας,έκαναν την επαφή τους με τα σώματα μας μαρτύριο.
Το κρύο πάντα μπορεί να γίνει λίγο πιο άσχημο!
Μας το έλεγαν συχνά οι εκπαιδευτές!
Ανά δύο κρατούσαμε έναν βαρύ ξύλινο δοκό πάνω στους ώμους μας.
Ο ένας κρατούσε μπρός,ο άλλος πίσω.
Αυτόν τον δοκό δεν τον είχαμε ακουμπήσει κάτω ούτε μία φορά,όλες αυτές τις ώρες!
Λές και είχε γίνει μέρος του σώματος μας.
Το μέρος που ένωνε την δυάδα μας σε ένα.
Μέσα μου κυριαρχούσε μία αίσθηση κατάθλιψης που συμβάδιζε με την όλη ατμόσφαιρα του περιβάλλοντος.
Όλα τα πρόσωπα των συμμαθητών μου εκπέμπαν το ίδιο συναίσθημα.
Και ύστερα ´ ήταν κ´αυτό το δαιμονισμένο κρύο.
Μάλλον ο διάβολος φύσαγε πάνω μας αυτό το παγωμένο χιονόνερο εδω και μισή ώρα τώρα, για να τσακίσει και την τελευταία ικμάδα ηθικού που μας είχε απομείνει.
Νομίζω ότι ο μόνος θόρυβος που άκουσα ελάχιστα,ήταν ο ήχος απ´τους τραπεζίτες στα σαγόνια μου που έσφιγγαν καθώς σήκωνα το βαρύ δοκάρι με τα χέρια μου,ψηλά πάνω απ´το κεφάλι σε έναν κουρασμένο συγχρονισμό μαζί με το ζευγάρι μου.
Στη θέση τέσσερα.
Ένοιωσα την πίεση απ´το βάρος να συμπιέζει τους σπόνδυλους μου,προκαλώντας τον γνώριμο έντονο πόνο!
Οι αγκώνες και τα γόνατα μου έτρεμαν,γιατί το δοκάρι μετά απο τόσες πολλές ώρες,είχε γίνει πια πολύ δυσβάσταχτο.
Άσε που όσο πιο πολύ πότιζε απ´το νερό της βροχής,τόσο βαρύτερο γινόταν το καταραμένο!
Στο τρία!
Ακούστηκε η ποθητή διαταγή.
Έφερα το δοκάρι και το ακούμπησα επάνω στον δεξί μου ώμο.
Ένοιωσα το βαρύ μουσκεμένο ξύλο να πιέζει αφόρητα το πονεμένο απ´την κακουχία κόκκαλο κάτω απ´το δέρμα,καθώς ξανάβρισκα το ρυθμό της αναπνοής μου.
Ο πόνος,έγινε γρήγορα πιο ήπιος σαν μυρμήγκιασμα που απλωνόταν μούδιαζοντας ολόκληρο το οστό της ωμοπλάτης.
Θαρρείς άγγιζε τα όρια της ηδονής.
Στο πέντε!
Ακούστηκε πάλι η φωνή.
Με μία κίνηση αλλάξαμε τη θέση του δοκού απ´τους δεξιούς στους αριστερούς ώμους.
Απ´την προσπάθεια ζεστάθηκα λίγο.
Το τρέμουλο απ´το κρύο άρχισε να υποχωρεί.
Τεεεέσερααααά!
Αυτή τη φορά ο τόνος της φωνής ακούστηκε ειρωνικός!
Έμοιαζε με της μαμάς που κάνει έκπληξη ένα γλυκό στο παιδί!
Σήκωσαμε τον βαρύ κορμό πάνω απ´τα κεφάλια μας πάλι.
Αγωνιζόμουν να το κρατήσω ψηλά και τα χέρια μου έτρεμαν ξανά.
Ο εκπαιδευτής σταμάτησε να βηματίζει πέρα δώθε και στάθηκε μπροστά
μας.
Υποφέρεται κοκόνες μου;
Ρώτησε ειρωνικά.
Ο ιδρώτας έβγαινε απ´την κορφή του μετώπου μου και ανακατευόταν με το χιονόνερο που με μαστίγωνε.
Κοίταξα το πρόσωπο του.
Είχε μία εντελώς απαθή έκφραση που με τρέλαινε.
Νομίζω ότι τον μισούσα.
Νομίζω ότι ήθελα να τον σκοτώσω.
Ήταν ο υπεύθυνος για την κατάσταση που βρισκόμουν.
Αυτός και οι διαταγές του έφταιγαν για όλα!
Με μισείτε;
Ξαναρώτησε στον ίδιο τόνο ειρωνίας.
Στο χείλος του έσκασε ένα μειδίαμα σαρκασμού και συνέχισε.
Δεν θά´πρεπε να με μισείτε,αλλά να με αγαπάτε τομάρια.
Να με αγαπάτε γιατί είμαι η μόνη φωνή της αλήθειας!
Είμαι η φωνή της λογικής!
Και είμαι δίκαιος!
Αυτό που σας λέω θα συμβαίνει πάντα!
Οπότε πιστέψτε με.
Είστε ελεύθεροι να εγκαταλείψετε την προσπάθεια!
Θα σας φερθούν όλοι ευγενικά και δεν θα σας ενοχλήσει κανείς.
Τώρα αυτή τη στιγμή όποιος επιθυμεί μπορεί να πάει να κάνει ένα ζεστό μπάνιο,να φάει καλά και να κοιμηθεί σε μαλακό κρεβάτι.
Μπορεί να φύγει απ´το κρύο.
Αρκεί....
Σώπασε για λίγο.
....να ακουμπήσει το κράνος του κάτω!
Πέρασαν λίγα δευτερόλεπτα.
Στο τρία!
Διέταξε ξανά κ´ακουμπήσαμε το βάρος στούς ώμους μας ασθμαίνοντας.
Συνέχισε την ομιλία του.
Αν φύγει κάποιος θα σεβαστούμε όλοι την απόφαση του!
Δεν είναι κακό αν κάποιος δεν μπορεί άλλο και δεν θα τον προσβάλλει κανείς
γ´αυτό!
Λοιπόν;
Ρώτησε ξανά.
Είναι κάποιος;
Κανείς δεν απάντησε!
Άλλωστε είχαμε μείνει πολύ λίγοι πιά.
Για όλους μας η σκέψη του ακουμπισμένου κράνους στο έδαφος ήταν τρομακτική.
Ισοδυναμούσε με έναν θάνατο!
Τον θάνατο της πίστης στον σκοπό,προς τον εαυτό σου και πρός τους συντρόφους σου!
Ο εκπαιδευτής συνέχισε.
Τώρα που ξεκαθαρίσαμε ότι όσοι είναι εδώ θέλουν και είναι, μπορούμε να συνεχίσουμε άλλο ένα εικοσιτετράωρο.
Μόλις το άκουσα αυτό ένιωσα να καταρρακώνομαι.
Η επόμενη διαταγή ´ ήταν συνυφασμένη με τον πόνο και το ξέραμε.
Σε θέση για κοιλιακούς,ακούστηκε.
Ξαπλώσαμε ανάσκελα στο δάπεδο,εναποθέτωντας τα δοκάρια επάνω στα άρβυλα μας στο ύψος των αστραγάλων χωρίς να ακουμπούν κάτω.
Ο εκπαιδευτής πλησίασε ένα ζευγάρι και ρώτησε τον έναν απ´τους δυό.
Μαθητή;
Διατάξτε κύριε εκπαιδευτά.
Απάντησε ο μαθητής.
Τι είναι αυτό;
Τον ρώτησε,κλοτσώντας ελαφρά το δοκάρι του με την άκρη της μπότας του.
Η γκόμενα μου κύριε εκπαιδευτά,απάντησε όσο πιο ζωηρά μπορούσε.
Ο εκπαιδευτής άρχισε να κυλά τον κορμό με τη σόλα του αργά πάνω κάτω στα πόδια τους, οργώνοντας τα καλάμια τους.
Άρχισαν να βογγούν δυνατά και οι δύο απ´τον έντονο πόνο.
Πώς τη λένε τη γκόμενα σου μαθητή;
Ρώτησε ξανά.
Μαρίνα κύριε εκπαιδευτά!
Ούρλιαξε ο μαθητής!
Καλά ρε ναύτη,ξύλινη γκόμενα έχεις;
Μάλιστα κύριε εκπαιδευτά,συνέχισε ουρλιάζοντας!
Και γιατί έχεις ξύλινη γκόμενα ρέ;
Τόσο σκληρό καυλί έχεις;
Όχι κύριε εκπαιδευτά,έχω ξύλινη γκόμενα γιατί η καρδιά μου είν´ απο πέτρα.
Ο εκπαιδευτής σταμάτησε τη βασανιστική κίνηση του δοκού.
Και γιατί είναι απο πέτρα η καρδιά σου ρε;
Γιατι μου ζήτησε να την κάνω έτσι η πατρίδα μου, κύριε εκπαιδευτά!
Ο εκπαιδευτής φάνηκε ικανοποιημένος απο την απάντηση, έκανε μερικά βήματα πίσω και στάθηκε μπροστά μας στην μέση,έτσι που να τον βλέπουμε όλοι.
Τρία λεπτά ανάπαυση γιατί ο συμμαθήτης σας απάντησε σωστά και άρα όλοι απαντήσατε σωστά.
Δοκούς αποθέσατε,διέταξε.
Ακουμπήσαμε τα δοκάρια στο τσιμέντο και σταθήκαμε όρθιοι.
Τότε μου ήρθε πάλι,εκείνη η σκέψη!
Εκείνη η σκέψη,που φοβόμουν όσο τίποτα άλλο!
Αυτή η ερώτηση η τρομερή που ήξερα ότι δεν πρέπει ποτέ να κάνω στον εαυτό μου.
Ειδικά στις δύσκολες στιγμές.
Ειδικά τώρα.
Και όμως την έκανα!
Την άκουγα μάλιστα να φωνάζει μέσα στο μυαλό μου και να με ρωτά.
Γιατί βρίσκεσαι εδώ;
Τι λόγο έχεις να υποφέρεις μέσ´το κρύο;
Ποιά κακιά μοίρα σ´έφερε σ´αυτή τη θέση;
Γιατί δεν σηκώνεσαι να φύγεις,να ησυχάσεις;
Ένοιωθα πως πνιγόμουν!
Σαν να χανόταν η γή κάτω απ´τα πόδια μου.
Το μυαλό μου χρειαζόταν απαιτητικά μίαν απάντηση σ´αυτό το ερώτημα.
Δεν θα μπορούσα ν´αντέξω άλλο διαφορετικά.
Ξαφνικά σαν αναλαμπή επαναλήφθηκε μέσα μου ο ήχος της τελευταίας απάντησης του συμμαθητή μου.
Πατρίδα!
Νά η απάντηση που ψάχνω σκέφτηκα.
Να γιατι βρίσκομαι εδώ,να για τι υποφέρω!
Αισθάνθηκα λίγο καλύτερα.
Απ´το πουθενά σαν να ζεστάθηκα,σαν να μου ήρθε δύναμη απο κάπου!
Δεν υπήρχε καμιά αμφιβολία,η σκέψη και μόνο της λέξης κάτι άλλαζε μέσα μου!
Όμως´ υπήρχε και κάτι που μ´ενοχλούσε σ´αυτή τη λέξη!
Δεν ξέρω γιατί ακριβώς;
Στο μυαλό μου καρφώθηκε η εικόνα του παππού μου.
Δεν τον είχα γνωρίσει ποτέ.
Πέθανε ένα χρόνο πρίν γεννήθω.
Πήρα όμως τ´ονομά του.
Τον ήξερα μόνο μέσα απο μία φωτογραφία.
Η πληροφορίες γ´αυτόν απ´την μητέρα μου ήταν ελάχιστες.
Ξέρω ότι δεν μιλούσε συχνά για τον εαυτό του,ούτε κάν στην οικογένεια του.
Πολλές φωτογραφίες δεν υπήρχαν στην εποχή του.
Εγω μόνο μία παλιά μεγάλη κ´ασπρόμαυρη είχα δεί,σε μιά κορνίζα.
Απεικόνιζε έναν άντρα στρατιώτη γύρω στα εικοσιπέντε.
Φορούσε ένα πηλίκιο και είχε ένα περήφανο μα και πολύ μελαγχολικό βλέμμα που έκανε όλη την εικόνα του να αστράφτει.
Νομίζω αυτό το βλέμμα έμοιαζε με φωτοστέφανο σε αγιογραφία.
Δεν ήξερα πολλά γ´αυτόν,όμως ήξερα ότι ήταν περήφανος αλλά ποτέ επηρμένος και οτι πολέμησε,τραυματίστηκε και επέζησε στο Μικρασιατικό πόλεμο.
Ήξερα οτι αυτό το τραύμα τον ταλαιπωρούσε σ´ όλη του τη ζωή.
Ήταν φτωχός και εργατικός άνθρωπος και πάντα πάλευε για την επιβίωση της οικογένειας του,χωρίς ανάσα,χωρίς σταματημό.
Είδε τους πολιτικούς της χώρας του να ξεπουλούν τον ίδιο και τον λαό του!
Να ξεπουλούν τον ιδρώτα,τον πόνο και τις θυσίες των απλών ανθρώπων!
Είδε να τους αφαιρούν την ελευθερία τους!
Είδε κατακτητές να μπαίνουν στην πατρίδα του και να σκυλεύουν τάφους!
Είδε τ´αδέρφια του να σφάζονται αναμεταξύ τους με λύσσα,γιατί κάποιοι τους έπεισαν ότι ήταν οι μισοί Αθηναίοι και οι μισοί Σπαρτιάτες,ενώ αυτοί ήταν και τα δυό!
Βίωσε νόμους άδικους,ντυμένους με τα παχιά λόγια ιδεολογιών σε μιά πατρίδα που αντί να τον βοηθά τον κατέτρεχε ανελέητα!
Μία πατρίδα που εξουσιάζοταν πάντα απο εξουσιαστές που δεν γνώρισαν ποτέ τι θα πεί να εξουσιάζεσαι!
Μια πατρίδα που δεν του επέτρεψε ούτε τη στοιχειώδη αξιοπρέπεια που του άξιζε ως στρατιώτη που πολέμησε γ´αυτήν!
Αισθάνθηκε προδομένος απ´την ίδια την μάνα του.Τη γή του.
Πέθανε τελικά λίγο πριν γεννηθώ,απο εκείνο το τραύμα που υποτροπίασε επειδή δεν υπήρχε κράτος δικαίου,ώστε να τον βοήθησει όσο έπρεπε στην περίθαλψη του.
Όχι αποκλείεται σκέφτηκα,δεν μπορεί να είναι αυτά η πατρίδα μου!
Μαζί με τον παππού μου αισθανόμουν κ´εγώ προδωμένος!
Πατρίδα δεν μπορεί να λέγεται κάτι που δεν σέβεται τους ανθρώπους.
Ούτε κάν τους δικούς της ανθρώπους!
Ανάμεσα στα συμφέροντα και στο κυνήγι των εξουσιών,δεν γίνεται να υπάρχουν ιδανικά.
Δεν μπορεί να βασανίστηκε ο παππούς μου γ´αυτό!
Δεν μπορεί εγώ να λιώνω εδω τώρα,κάτω απ´αυτό το δοκάρι γ´αυτό!
Πατρίδα πρέπει να είναι κάτι άλλο.
Κάτι άσπιλο!
Τι όμως;
Πρέπει να βρώ οπωσδήποτε την απάντηση σκέφτηκα.
Πρέπει να μάθω γιατί αγωνίστηκε ο παππούς μου!
Είχα αρχίσει να τρέμω απ´το κρύο ξανά όταν ακούστηκε η επόμενη διαταγή.
Αποκαλυφθειτε απο τη μέση και πάνω.
Ξεκουμπώσαμε τα υγρά χιτώνια μας τα βγάλαμε και τ´αφήσαμε κάτω.
Σταθήκαμε εκει να κοιταζόμαστε μεταξύ μας,αμήχανοι, με τα χέρια αφημένα ξέπνοα στο πλάϊ.
Παρόλο που ο πόνος απ´τους πολύ κουρασμένους μας μύς είχε γίνει αδιάφορος πιά εδώ και ώρες,αυτή η απρόσμενη χαλάρωση για τρία λεπτά έμοιαζε με αιώνα.
Τρία ολόκληρα λεπτά χωρίς να σφίγγω τα δόντια μου σκέφτηκα.
Αλλά έκανα λάθος!
Γιατί τώρα μπορούσα να ακούω τα δόντια μου να κροταλίζουν απ´το κρύο και όχι να τρίζουν
απ´την προσπάθεια!
Παρατήρησα τους συντρόφους μου.
Ήταν κατάχλωμοι και ταλαίπωροι σαν τον θάνατο.
Ο εκπαιδευτής άνοιξε την βρύση,σήκωσε το λάστιχο του ποτίσματος και ήπιε λίγο
απ´το νερό που έρεε.
Ύστερα έδειξε με το δάκτυλο έναν εκπαιδευόμενο και του έκανε νόημα να ´ρθεί μπροστά.
Ο εκπαιδευόμενος ήρθε και στάθηκε μπροστά του και αναφέρθηκε ως συνήθως,όσο πιο δυνατά μπορούσε.
Μαθητής ....κοστού σχολείου ναύτης Κ..........ς Ηλίας,διατάξτε κύριε εκπαιδευτά.
Κρυώνεις μαθητή;
Ρώτησε ο εκπαιδευτής.
Όχι κύριε εκπαιδευτά.
Απάντησε δυνατά,καθώς ρίγη διαπερνούσαν το κορμί του,στα όρια της υποθερμίας!
Ο εκπαιδευτής ρώτησε πάλι.
Πως είπες οτι λέγεσαι μαθητή;
Κ..........ς Ηλίας κύριε εκπαιδευτά.
Απάντησε ο μαθητής.
Λάθος απάντηση.
Είπε ο εκπαιδευτής και σήκωσε το λάστιχο στο ύψος του στήθους του,έτσι που το νερό άρχισε να κυλά γύρω απ´το λαιμό του.
Τα ρίγη γίνανε πιο έντονα τώρα, σαν σπασμοί.
Πώς λέγεσαι μαθητή,τον ξαναρώτησε.
Ο μαθητής απάντησε πολύ δυνατά αλλά με ξεψυχισμένη φωνή απ´το κρύο.
Εφιααάλτης κύριε εκπαιδευτά!
Και γιατι σε λένε εφιάλτη ρε;
Ξαναρώτησε ο εκπαιδευτής.
Τώρα ο μαθητής κλονιζόταν σύγκορμος πιά απ´το ρίγος.
Είδα τα μάτια του να γυρίζουν μες στις κόγχες με τρέλλα.
Φούσκωσε τα πνευμόνια του με μία βαθιά ανάσα που πήρε απ´το στόμα και
απάντησε ουρλιάζοντας, ψεκάζοντας νερά και σάλια μπροστά απ´το πρόσωπο του.
Γιατί είμαι ο εφιάλτης του εχθρού κύριε εκπαιδευτά!
Ο εκπαιδευτής κατέβασε το λάστιχο χαμηλά και ο μαθητής άρχισε να αναπνέει με μικρές κοφτές ανάσες ώσπου να συνέλθει απ´την παγωνιά και την ένταση.
Φύγε του είπε.
Ο μαθητής στάθηκε προσοχή και μετά έφυγε βιαστικά τρέμοντας.
Ύστερα φώναξε άλλον.
Και μετά άλλον.
Και η διαδικασία συνεχιζόταν.
Ώσπου ήρθε η σειρά μου.
Αισθάθηκα το νερό τόσο κρύο,που στην αρχή νόμιζα ότι έκαιγε.
Κυλούσε απο πάνω γλύφωντας το κράνος και τα χέρια μου που το κρατούσαν σφιχτά,πέφτοντας στους ώμους μου.
Το ένοιωθα να κατεβαίνει στην ραχοκοκαλιά μου και στο στήθος μου σαν λάβα και να με μουσκεύει εκ νέου.
Οι παγωμένες σταγόνες του σαν καυτές βελόνες μου τρυπούσαν το δέρμα και έστελναν το κρύο κατευθείαν στην καρδιά μου.
Τα ρούχα μου πότιζαν λίγο,λίγο,αργά και βασανιστικά.
Πρίν όση ώρα περίμενα την σειρά μου,προσπαθούσα να σκεφτώ τι να του απαντήσω όταν θα με ρωτήσει.
Έπρεπε να βρώ κάτι καλό ώστε να σταματήσει γρήγορα το βρέξιμο,άλλα λές και το μυαλό μου είχε μπλοκάρει,δεν μπορούσα να σκεφτώ τίποτα.
Έτρεμα έντονα όταν τελικά με ρώτησε.
Θα πεθάνεις καταδρομέα;
Όχι φώναξα!
Ααα,γιατι μου μοιάζεις ετοιμοθάνατος είπε!
Πέρασαν λίγα δευτερόλεπτα ακόμη και ξαναρώτησε.
Πέθανες;
Φώναξα ακόμη πιο δυνατά.
Όχι κύριε εκπαιδευτά!
Και μετά απο λίγο πάλι.
Ακόμα να πεθάνεις;
Ακόμα!
Άντε ρε λοκατζή πότε θα πεθάνεις;
Με κούρασες.
Δεν θα πεθάνω ποτέ κύριε εκπαιδευτά,ούρλιαξα!
Και γιατί δε θα πεθάνεις ρε;
Αισθάνθηκα πως τα μηνίγγια μου ήταν έτοιμα να σπάσουν απ´την ένταση!
Συνέχισα ουρλιάζοντας καθώς δυνατοί σπασμοί άρχισαν να με κυριεύουν!
Γιατι θα γίνω βατραχάνθρωπος κύριε εκπαιδευτά!
Και οι βατραχάνθρωποι δεν πεθαίνουν!
Ζούν για πάντα μαζί με την μονάδα υποβρυχίων καταστροφών!
Κατέβασε το λάστιχο και με διέταξε να γυρίσω στη θέση μου.
Κατόπιν φώναξε μπροστά το ζευγάρι μου.
Αναφέρσου τον διέταξε.
Το ζευγάρι μου απάντησε δυνατά.
Μαθητής .....οστού σχολείου,επικελευστής Χ......ας Διαμαντής,διατάξτε κύριε εκπαιδευτά.
Γιατί είσαι εδώ βρε επικελευστή;
Ο Διαμαντής έδωσε μια κοινότυπη απάντηση που ήταν ίδια με κάποιου προηγούμενου.
Και αυτό συνέβηκε δύο φορές.
Ηταν πολύ δύσκολο να σκεφτεί κάποιος κάτι ικανοποιητικό,κάτω απο αυτές τις συνθήκες.
Όμως ξέραμε ότι ο εκπαιδευόμενος έπρεπε να είναι πάντα ετοιμόλογος!
Έτσι ο εκπαιδευτής συνέχισε.
Άντε ρε επικελευστή πές μας κάτι.
Ο Διαμαντής έτρεμε τόσο έντονα που σχεδόν είχε χάσει την επαφή με την πραγματικότητα.
Και δεν ξέρω πως ακριβώς του ήρθε η ιδέα,άλλα πήρε μία βαθιά ανάσα και εκπνέοντας φώναξε όσο πιο δυνατά μπορούσε.
Λευτεριά!
Τα μάτια του γύρισαν προς τα πάνω και αμέσως κατέρρευσε απ´την υποθερμία.
Σωριάστηκε κάτω ´ και το κράνος κύλησε απ´το κεφάλι του στο πλάϊ αναποδογυρισμένο και ταλαντεύτηκε για λίγο.
Εκείνη τι στιγμή μου φάνηκε πως όλα σταμάτησαν ή μάλλον δεν σταμάτησαν αλλά ήταν σα να κινούνταν αργά όπως στο slow motion στον κινηματογράφο.
Δεν ένιωθα πιά το κρύο.
Κοίταξα τριγύρω.
Τα πρόσωπα των συντρόφων μου κουρασμένα και άσπρα σαν το χιόνι με τα βλέμματα τους χαμένα μέσα στην λυπημένη έκφραση,πλυμμηρισμένα απο έλεος και απόγνωση.
Τι ειρωνία τελικά σκέφτηκα.
Αυτοί οι άντρες,καθώς μεταμορφώνονται σε αμίλεικτους στρατιώτες,μαθαίνουν για τον οίκτο περισσότερα απ´τον καθένα.
Τα αξύριστα στεγνά τους πρόσωπα,θύμιζαν αυστηρές μορφές αγίων.
Λιτές και ασκητικές.
Κάπου κάπου,έβλεπα κ´αυτό το σπασμωδικό τρέμουλο των βλεφάρων απ´την εξάντληση,στα μάτια κάποιου.
Αυτό το τρέμουλο που μου θύμιζε ψυχή έτοιμη να βγεί απ´το σώμα.
Κ´όμως όλα αυτά τα πρόσωπα μαζί,καθώς κοιτούσαν το ένα τ´άλλο,απέπνεαν μία τεράστια υπομονή.
Λές και οι ατμοί της τελευταίας θερμοκρασίας που είχε μείνει μέσα τους, εξατμίζονταν απ´τα ιδρωμένα κορμιά τους στην ατμόσφαιρα και στροβιλίζονταν απ´τον κρύο αέρα πρός τα πάνω,για να ενωθούν σε μία πλέξη αποφασιστικότητας.
Η εικόνα ήταν εξωπραγματική!
Μιά χούφτα παγωμένα πείσματα,αγκαλιασμένα μέσα στο απόλυτο μπλέ του κρύου.
Ο εκπαιδευτής είχε παραμείνει ψύχραιμος.
Άλλωστε τέτοια περιστατικά συνέβαιναν συχνά!
Έδωσε άμεσα μερικές διαταγές.
Πρώτα στο διπλανό ζευγάρι.
Βοήθηστε τον να τον πάει στο ιατρείο και να γυρίσετε αμέσως πίσω.
Εσύ,είπε σε μένα,να περιμένεις τι θα σου πει ο γιατρός και να έρθεις να μου αναφέρεις.
Οι δύο συμμαθητές μου κινήθηκαν γρήγορα παρ´ολη την άθλια κατάσταση τους.
Σχημάτισαν ένα καρεκλάκι κάτω απ´τα γόνατα και την πλάτη του Διαμαντή,τον σήκωσαν στον αέρα και ξεκίνησαν τρέχοντας πρός το ιατρείο που ήταν διακόσια μέτρα παραπέρα.
Εγώ έσκυψα άρπαξα το κράνος,του το φόρεσα και άρχισα να τρέχω μαζί τους κάνοντας του εντριβές οσο πιο δυνατά μπορούσα,στο στήθος και στην πλάτη.
Καθώς φεύγαμε,η φωνή ακούστηκε πίσω μας ξανά,βαριά και ανελέητη!
Δοκούς αναλάβατε!
Το μαρτύριο θα συνεχιζόταν!
Εγώ δεν είχα την ψυχραιμία του εκπαιδευτή.
Καθώς τρέχαμε,έβλεπα το κεφάλι του Διαμαντή να τραμπαλίζεται σαν άψυχο πέρα δώδε και το κράνος του,να χορεύει απο πάνω.
Ήταν κατάλευκος κ´έλαμπε σαν πυρσός μες´στο σκοτάδι.
Κάπου κάπου,όταν το κίτρινο φώς απ´τις λάμπες θυέλλης έπεφτε πάνω του,ξεχώριζαν τα ήρεμα χαρακτηριστικά του εντελώς χαλαρωμένα.
Βρισκόταν κάπου αλλού,έφευγε!
Φοβήθηκα ότι μπορεί να μη συνέλθει!
Ότι θα πεθάνει!
Πανικοβλήθηκα στη ιδέα.
Τα χέρια μου τον έτριβαν ασταμάτητα σαν μοτέρ,λες και ήταν εντελώς ξεκούραστα.
Θα πεθάνει σκέφτηκα και η τελευταία του λέξη ήταν ¨Λευτεριά¨!
Και μέσα σ´αυτή τη στιγμή πανικού...κατάλαβα!
Κατάλαβα γιατί είχε παλέψει ο παππούς μου!
Κατάλαβα ποιό ήταν το συστατικό που έλειπε!
Ήταν ή ελευθερία!
Η ελευθερία για όλους!
Ελευθερία στο να μπορεί κάποιος να ζεί μέσα στα όρια της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και να μπορεί να εκφράσει την άποψη του χωρίς κανέναν φόβο ανεξάρτητα απο τις πεποίθησεις του!
Ή ελευθερία στο δικαίωμα του να προστατεύει κανείς αυτό το ίδιο το ιδανικό της,με όλες του τις δυνάμεις!
Γιατί αυτό το ίδιο ιδανικό είναι,που πραγματικά κάνει την πατρίδα μου να έχει ξεχωριστή αξία!
Το ότι μέσα της πρέπει να έχουν όλοι το δικαίωμα υποχρέωση,να είναι ελεύθεροι.
Και η υπερηφάνεια,αν πρέπει να υπάρχει αυτή,θα πρέπει να είναι μόνο γιατί η πατρίδα μου με το παράδειγμα των ανθρώπων της,θα φωτίζει όλες τις πατρίδες των ανθρώπων.
Γιατί πρέπει ´ και επιβάλλεται να μάθουν όλες να υπάρχουν ως ελεύθερες μεταξύ ελεύθερων ώστε να σταματήσουν να υπάρχουν βάρβαρες κ´απάνθρωπες πατρίδες πάνω στην γή.
Αυτό είναι που ανακάλυψαν οι αρχαίοι πρόγονοι που ζούσαν εδώ και που στη διάρκεια των αιώνων οι παλαιότεροι πάλεψαν για να το υπερασπίσουν δίνοντας ακόμη και το αίμα τους!
Κ´ανάμεσα τους κ´ο παππούς μου!
Γι´αυτήν την πατρίδα πάλεψε!
Για την πατρίδα,που ήταν ο τόπος ´ που αυτή η ιδέα της ελευθερίας γεννήθηκε!
Ο τόπος που ο καθένας θα μπορούσε να ζήσει με αξιοπρέπεια,διά μέσου μιας αληθινής δικαιοσύνης!
Αυτό είναι το αληθινό πνεύμα της πατρίδας, που μέσα του προστατεύεται αυτή η απόλυτη αξία των προγόνων μου.
Τώρα πια ήξερα γιατί βρισκόμουν εδώ,βρεγμένος μέσα στο κρύο κρατώντας στα χέρια μου τον λιπόθυμο συμμαθητή μου!
Ο χώρος του κτηρίου που βρισκόταν το ιατρείο,ήταν αισθητά πιο ζεστός απο έξω.
Ο γιατρός όπως ήταν με την καθαρή άσπρη μπλούζα του,φορώντας τα στρογγυλά συρμάτινα γυαλάκια του πάνω στο λεπτό του πρόσωπο,έμοιαζε για μάς σαν να ήταν απο άλλο κόσμο!
Είπε στους δύο συμμαθητές μου να βγάλουν τα βρεγμένα ρούχα του Διαμαντή και να τον ξαπλώσουν στο κρεβάτι.
Αυτοί το έκαναν και μετά του ζήτησαν να φύγουν για να γυρίσουν πίσω.
Ο γιατρός τους έδωσε την άδεια και αμέσως τύλιξε τον Διαμαντή με μία κουβέρτα και άρχισε να του μετρά τον σφυγμό.
Εμένα μου ζήτησε να πάω να φέρω στεγνά ρούχα απ´τον θάλαμο και να γυρίσω γρήγορα να φτιάξω ένα ζεστό τσάϊ.
Άνοιξα την πόρτα κ´έφυγα σαν αστραπή.
Καθώς έτρεχα στο διάδρομο αισθανόμουν ανακούφιση απ´το κρύο γιατί τα βρεγμένα ρούχα που φορούσα στράγγιζαν και είχαν ζεσταθεί αρκετά.
Όμως δεν αισθανόμουν το ίδιο και μέσα μου.
Παρ´ολο που η αγωνία μου για τον Διαμαντή είχε μετριάσει με την παρουσία του γιατρού,αισθανόμουν μια ενοχή!
Τώρα που είχα καταλάβει καλά τον λόγο που αγωνίζομαι ´ ένιωθα την ανάγκη να βρίσκομαι πίσω στο σχολείο μου.
Πίσω στο κρύο και στόν πόνο!
Εκεί που ανήκα!
Μίσησα την ζέστη που με ζέσταινε εκείνη τη στιγμή!
Δικαιολογήθηκα στον εαυτό μου ότι ήμουν εκεί για τον Διαμαντή.
Θυμήθηκα τα λόγια του εκπαιδευτή νωρίτερα.
Είχε δίκιο τελικά!
Μας έλεγε την αλήθεια!
Βέβαια την έλεγε με τρόπο,πίσω απο τον γρίφο που έπρεπε να την πει.
Αυτό που μας έδινε ήταν κάτι πολύ περισσότερο απο ένα πιάτο φαΐ και ένα ζεστό κρεβάτι.
Ήταν το προνόμιο,να είμαστε οι πρώτοι στην υπεράσπιση της πατρίδας μας και στην σπίθα της ελευθερίας που ζεί για πάντα μέσα της!
Το τίμημα ήταν μόνο ο πόνος του κορμιού που έπρεπε να ξεπερνούμε σε όλη τη διάρκεια αυτής της εκπαίδευσης
Όχι δεν τον μισούσα πιά.
Τον σεβόμουν!
Είχε περάσει κ´αυτός ότι κ´εγώ και πολλά περισσότερα ακόμη!
Είχε το δικαίωμα να βρίσκεται εκεί που βρισκόταν!
Να δίνει αυτές τις ανελέητες προσταγές.
Κ´άλλωστε δεν ήταν δική του η ευθύνη για ότι συνέβαινε.
Αυτός είχε την ευθύνη μόνο για τις ζωές μας.
Για την θέση που βρισκόταν ευθύνονταν άλλοι.
Ο παππούς μου και όλοι οι παππούδες μας!
Αυτοί ήταν οι υπεύθυνοι!
Ο εκπαιδευτής ήταν μόνο το εργαλείο που αυτοί,μοιραία είχαν τοποθετήσει εκεί,για να μπορέσω να βρώ εγώ και οι όμοιοι μου,το νόημα για το οποίο έπρεπε να συνεχίσουμε να προσπαθούμε.
Γιατί αν πρέπει να είσαι Στρατιώτης σε μία ελεύθερη πατρίδα,οφείλεις να είσαι και φιλόσοφος.
Πως αλλιώς θα μπορείς συνειδητά να προσφέρεις τη ζωή και τον αγώνα σου,σε κάποιο ιδανικό,αν αυτό δεν είναι ακλόνητο.
Είχα αποφασίσει να φτιάξω γρήγορα το τσάϊ και να ζητήσω απ´τον γιατρό να με αφήσει να επιστρέψω.
Όταν άνοιξα την πόρτα του ιατρείου ο Διαμαντής μόλις συνερχόταν και προσπαθούσε να σταθεί καθιστός στο κρεβάτι.
Φαινόταν καλά.
Η γερή του κράση του είχε επαναφέρει γρήγορα τις δυνάμεις του!
Που βρίσκομαι;
Ρώτησε απορημένος!
Γιατί δεν είμαι στο σχολείο;
Που είναι το κράνος μου;
Του έδωσα το κράνος του και του είπα ότι λιποθύμισε.
Αυτός το φόρεσε αμέσως!
Πρέπει να γυρίσουμε γρήγορα πίσω μου είπε!
Άστα αυτά του είπε ο γιατρός.
Σε χτύπησε υποθερμία!
Ο Διαμαντής δεν άκουγε τίποτα.
Είχε αρχίσει κ´όλας να φορά το παντελόνι του,όταν του έβαλα το τσάϊ μπροστά του.
Άρχισε να πίνει γρήγορα με μικρές γουλιές το ζεματιστό υγρό!
Ζευγάρι πιές και ´σύ λίγο μου είπε καθώς συνέχισε να ντύνεται.
Ήπια μία μικρή γουλιά και αισθάνθηκα την γλυκιά φωτιά να απλώνεται μέσα μου!
Σε πολύ λίγο είχε ντυθεί και είχε ξαναφορέσει τα μουσκεμένα άρβυλα του!
Γιατρέ πρέπει να γυρίσω πίσω στο σχολείο είπε.
Το καταλαβαίνεις έτσι;
Μα θα σε χτυπήσει πάλι υποθερμία,είπε ο γιατρός.
Δεν πειράζει, αισθάνομαι καλά είπε ο Διαμαντής.
Καλά τότε θα ´ρθώ μαζί σας είπε ο γιατρός και πήγε πρός την κρεμάστρα για να πάρει το αδιάβροχο του.
Βρέ γιατρέ που να ´ρθείς;
Του είπα.
Έξω ρίχνει καρεκλοπόδαρα.
Ο γιατρός χαμογέλασε και απάντησε.
Όταν χρειάζεται γίνομαι Ο.Υ.Κ και γώ.
Βγήκαμε και οι τρείς μας στον διάδρομο.
Μπροστά εγω με τον Διαμαντή και πίσω ο γιατρός.
Ένας κεραυνός έπεσε κάπου κοντά και ένας εκκωφαντικός ήχος απλώθηκε γύρω,σαν χιλιάδες ξύλα που σπάζουν μαζί.
Η καταιγίδα είχε αρχίσει να ξεσπά με μανία!
Το χαλάζι έπεφτε καταρακτωδώς!
Σταθήκαμε μπροστά στην πόρτα για λίγο.
Κοιταχτήκαμε στα μάτια χαμογελώντας και σφίξαμε τα χέρια μας πιάνοντας τους βραχίονες.
Καλή δύναμη ζεύγος,του είπα.
Βατράχι ή νεκρός,μου απάντησε με μάτια που άστραψαν και ορμήξαμε μέσα στη θύελλα!
Άκουγα τους βόλους απ´τον πάγο που χτυπούσαν το κράνος και την πλάτη μου σαν πέτρες αλλά δεν ένοιωθα τίποτα πιά!
Δεν πονούσα,δεν κρύωνα,δεν ήμουν κουρασμένος!
Δεν βρισκόμουν κάν εκεί.
Μόνο το κορμί μου βρισκόταν!
Το μυαλό μου ήταν κάπου αλλού!
Ήταν ενα απόγευμα ανοιξιάτικο!
Ήμουν ξαπλωμένος σε μία καταπράσινη πλαγιά και θαύμαζα ένα χρυσό ήλιο που πλησίαζε μία ροδόχρωμη δύση στον μακρινό ορίζοντα!
Μερικά μπαμπακιασμένα σύννεφα περνούσαν νωχελικά.
Γύρω μου ήταν κ´άλλοι,άνθρωποι που συζητούσαν χαρούμενοι.
Ήταν και παιδιά εκεί που χόρευαν και τραγουδούσαν.
Ένα γλυκό αεράκι με φυσούσε στό πρόσωπο καθώς έκανε τα πολύχρωμα άνθη να λικνίζονται στις πνοές του και να σκορπούν τριγύρω μια ευωδία!
Όλος ο τόπος μοσχοβολούσε υπέροχα!
Νομίζω ´ ήταν το άρωμα της ελευθερίας!
(στην μνήμη του παππού μου Τηλεμάχου Κυριαζή)
Κείμενο: Τηλέμαχος Ίγγλέσης
Σημείωση ΕΛΛΗΝΕΣ ΒΑΤΡΑΧΑΝΘΡΩΠΟΙ
Όποιος θέλει να επικοινωνήσει με τον Τηλέμαχο Ιγγλέση μπορεί να το κάνει μέσω του προφίλ facebook της έκδοσης. ΕΔΩ:
.
Παρακαλώ πολύ όπως μου γνωστοποιήσετε το email του Κυρίου Τηλέμαχου Ιγγλέση.
ΑπάντησηΔιαγραφήΕυχαριστώ Θερμά
ΙΩΑΝΝΗΣ ΓΑΒΡΙΗΛ
ΣΑΜΟΥ 17, 41334, ΛΑΡΙΣΑ
Φίλε Γιάννη μπορείς να επικοινωνήσεις με τον Τηλέμαχο Ιγγλέση στο e mail chrysosdytis@gmail.com η στο τηλέφωνο 210-894-8659 η μέσω της σελίδας της έκδοσης στο facebook.
Διαγραφήhttps://www.facebook.com/profile.php?id=100035421141934