Του Κωνσταντίνου Ζιαζιά*
Διαβάζουμε και ακούμε το τελευταίο χρονικό διάστημα, δημόσιες
δηλώσεις του πρόσφατα παραιτηθέντος Υπουργού Εξωτερικών, για εθνικά
θέματα που άπτονται της ΕΘΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ της χώρας. Θέματα τα οποία
πρέπει να συζητούνται ΜΟΝΟ στα δημοκρατικά θεσμοθετημένα όργανα της
Πολιτείας και όχι δημόσια,δηλώνοντας:«Ο στρατός αρνείται να αναγνωρίσει τα σύνορα Ελλάδας-Αλβανίας. Ο στρατός πρέπει να κάνει κάποιες ενέργειες για να εκφραστεί η αναγνώριση των συνόρων και δεν τις κάνει…Υπάρχουν δυνάμεις στην Ελλάδα που δεν αναγνωρίζουν το πρωτόκολλο της Φλωρεντίας, των Παρισίων, οι οποίοι ανατρέχουν σε πρωτόκολλα του 1914, όπως είναι αυτό της Κέρκυρας, το οποίο δεν είναι νομικώς ζωντανό».
Η δήλωση του Πρώην Υπουργού Εξωτερικών παρουσιάζει ότι οι Ένοπλες Δυνάμεις της χώρας μας δεν υφίστανται πολιτικό έλεγχο και ότι προβαίνουν σε ενέργειες που υπερβαίνουν τις συνταγματικές αρμοδιότητές τους. Δήλωση έντονα υπονομευτική και δυσφημιστική για τις Ένοπλες Δυνάμεις και τους δημοκρατικούς θεσμούς της χώρας.
Επίσης εκτιμώ, με όλο τον σεβασμό προς τον θεσμό του Υπουργού Εξωτερικών, ότι είναι τελείως ρηχή, επιφανειακή, ιδεοληπτική και αυθαίρετη η επιχειρούμενη από την πλευρά του ερμηνεία των Διεθνών Συνθηκών και Πρωτοκόλλων, που αφορούν το Εθνικό θέμα της Βορείου Ηπείρου και της εκεί Ελληνικής Μειονότητας. Ερμηνεία που είναι βέβαιο ότι θα αξιοποιηθεί ανάλογα από τους ενδιαφερόμενους γείτονες στο απώτερο μέλλον, διότι γίνεται από Πρώην Υπουργό Εξωτερικών της χώρας.
Επιπλέον όλοι πρέπει να γνωρίζουν ότι η ΑΠΟΣΤΟΛΗ των Ένοπλων Δυνάμεων είναι η προστασία της εδαφικής ακεραιότητας, της εθνικής ανεξαρτησίας και της κυριαρχίας της χώρας, εναντίον οποιασδήποτε επίθεσης η απειλής καθώς και η υποστήριξη των Εθνικών Συμφερόντων, όπως καθορίζονται στην Πολιτική Εθνική Άμυνα.
Οι Ένοπλες Δυνάμεις υλοποιούν τους στόχους της Πολίτικης Εθνικής Άμυνας, εφαρμόζοντας μια συνεχώς επικαιροποιημένη στρατηγική εθνικής ασφάλειας και άμυνας, ακρογωνιαίος λίθος της οποίας είναι η προάσπιση των κυριαρχικών μας δικαιωμάτων, ο σεβασμός των ΔΙΕΘΝΩΝ ΣΥΝΟΡΩΝ και ΣΥΝΘΗΚΩΝ, η τήρηση του διεθνούς δικαίου και η ειρηνική επίλυση των διαφόρων.
Οι Ένοπλες Δυνάμεις της χώρας μας είναι προσηλωμένες στην ΑΠΟΣΤΟΛΗ τους και ΜΟΝΟ και είναι φρόνιμο να αποφεύγονται υπονοούμενα και κατηγορίες... για να καλύψουμε προσωπικές πικρίες και κομματικές διαμάχες... Όμως είναι εθνικά ωφέλιμο να γνωρίζουν, χρονικά, οι Έλληνες, την εξέλιξη του παραμελημένου Βορειοηπειρωτικού ζητήματος.
Η Βόρειος Ήπειρος απελευθερώθηκε από τον τουρκικό ζυγό το 1913 μαζί με την υπόλοιποι Ήπειρο. Δυστυχώς όμως οι Μεγάλες Δυνάμεις της εποχής αυτής παρασύρθηκαν από την Ιταλία και Αυστροουγγαρία και ίδρυσαν το ανύπαρκτο μέχρι τότε αλβανικό κράτος, στο οποίο προσαρτήθηκε με το πρωτόκολλο της Φλωρεντίας (17 Δεκ. 913), ολόκληρος η Βόρειος Ήπειρος. Η απόφαση αυτὴ γνωστοποιήθηκε στην ελληνικὴ κυβέρνηση στις 13 Φεβρουαρίου 1914. Στην ίδια απόφαση περιλαμβανόταν και η κατακύρωση στην Ελλάδα των νήσων του Αιγαίου (πλὴν Ίμβρου και Τενέδου) με την προϋπόθεση να αποχωρήσουν τα ελληνικὰ στρατεύματα από την Βόρειο Ήπειρο.
Με βάση τη Συνθήκη Ειρήνης του Λονδίνου, της 30ης Μαΐου του 1913, ανατέθηκε στις Μεγάλες Δυνάμεις η ρύθμιση των συνόρων της Αλβανίας και στις 29 Ιουλίου του ίδιου χρόνου, η πρεσβευτική συνδιάσκεψη κατέληξε με το Πρωτόκολλο του Λονδίνου στην ανακήρυξη της Αλβανίας σε ανεξάρτητο κράτος, χωρίς όμως να καθορίσει τα όριά της. Συγκροτήθηκε επιτροπή από αντιπροσώπους των έξι Μεγάλων Δυνάμεων για ρύθμιση των συνόρων της.
Για την συγκρότηση του νεοσύστατου κράτους της Αλβανίας, οι εκπρόσωποι των "Μεγάλων Δυνάμεων" δεν έλαβαν υπόψη τους για ευνόητους λόγους, την εθνική ταυτότητα του ντόπιου πληθυσμού, αλλά μόνο τη γλωσσική σύνθεση, με αποτέλεσμα περιοχές που κατοικούνταν από Έλληνες βλάχοφωνους, αλβανόφωνους κλπ. να δοθούν στο μελλοντικό Αλβανικό κράτος. Στο πλευρό της Ιταλίας και της Αυστροουγγαρίας και σε βάρος της χώρας μας, τάχθηκε και η Ρουμανία, ο πρεσβευτής της οποίας ζήτησε από τη Συνδιάσκεψη «... όπως πάσαι αι μεταξύ Ιωαννίνων, Μετσόβου, Γρεβενών, του όρους Γράμμου και Κορυτσάς χώρες, συσσωματωθούν μετά της Αλβανίας...». Τις θέσεις αυτές υποστήριξαν επίσης η Τουρκία και η Βουλγαρία...
Την ίδια περίοδο, μεγάλα συλλαλητήρια έγιναν σ' όλες τις μεγάλες πόλεις της Βορείου Ηπείρου για ένωση με την Ελλάδα, χωρίς κανένα αποτέλεσμα. Πολλά μέλη της Διεθνούς Επιτροπής, εξέφραζαν την αγανάκτησή τους για τη συμπεριφορά και τις επιδιώξεις των εκπροσώπων της Ιταλίας και της Αυστροουγγαρίας, οι οποίοι είχαν αποφασίσει να δημιουργήσουν μια «μεγάλη» (για τα δεδομένα του 1913) Αλβανία . Ο Άγγλος συνταγματάρχης Murray, στις 25/11/1913 στην Κορυτσά, είπε προς τα μέλη της Επιτροπής, αγανακτισμένος και αηδιασμένος απ' όσα συνέβαιναν: «Δεν θέλω να γελοιοποιήσω τους κυρίους της Διεθνούς Επιτροπής, γιατί το σφάλμα δεν ήταν δικό τους αλλά των Μεγάλων Δυνάμεων, οι οποίες τους έφεραν σε τόσο δύσκολη κατάσταση».
Στις 27/11/1913,η επιτροπή συνεδριάζει για τελευταία φορά στο Αργυροκάστρου, εν μέσω επεισοδίων και αποχώρησε για την Φλωρεντία, όπου και υπογράφει το Πρωτόκολλο της Φλωρεντίας στις 17/12/1913 , που καθόριζε τα σύνορα (όριο γραμμή) μεταξύ Ελλάδος και Αλβανίας.
Εκεί, οι εκπρόσωποι της Γαλλίας και της Ρωσίας, οι οποίοι είχαν πειστεί για την τεράστια αδικία σε βάρος της Ελλάδας αντέδρασαν έντονα. Όμως, η επιμονή της Αυστροουγγαρίας και της Ιταλίας με τη συνδρομή της Γερμανίας και η ανοχή της Μεγάλης Βρετανίας, είχαν σαν αποτέλεσμα να υπογραφεί το περιβόητο Πρωτόκολλο της Φλωρεντίας.
Με το Πρωτόκολλο αυτό της Φλωρεντίας της 17/12/1913, οι Βόρειες περιοχές της Ηπείρου μετονομάστηκαν «Νότιος Αλβανία», οι δε Έλληνες Ηπειρώτες «Ελληνική Μειονότητα». Αξίζει να επισημάνουμε ότι την εγκληματική αυτή απόφαση των Μ. Δυνάμεων κατεδίκασε και ο ίδιος ο – τότε πρεσβευτής της Γερμανίας – Πρίγκηπας Λιχνόβσκι και μέλος της Πρεσβευτικής Διάσκεψης του Λονδίνου, ο οποίος στα απομνημονεύματά του, που δημοσιεύτηκαν το 1918, μεταξύ των άλλων αναφέρει και τα εξής: «Εις το μεγαλύτερο μέρος της Αλβανίας ο πολιτισμός είναι ελληνικής προελεύσεως. Εις το νότιο τμήμα της χώρας (Β. Ήπειρος), αι πόλεις είναι απολύτως ελληνικαί. Η προσάρτησις συνεπώς των «Αλβανών» τούτων, κατά το πλείστον Ορθοδόξων ή μουσουλμάνων εις την Ελλάδα ήτο η καλυτέρα και φυσικοτέρα λύσις».
Οι κάτοικοι όμως της Βορείου Ἠπείρου ποτὲ δεν αποδέχτηκαν το επαίσχυντο αυτό πρωτόκολλο. Έτσι στις 17 Φεβρουαρίου 1914 οι Μητροπολίτες Δρυϊνουπόλεως Βασίλειος και Κονίτσης Σπυρίδων συγκάλεσαν στο Αργυροκάστρο πανηπειρωτικὴ συνέλευση και ανακήρυξαν την αυτονομία της Βορείου Ηπείρου. Τότε σχηματίστηκε η πρώτη κυβέρνηση με πρωθυπουργὸ τον Γεώργιο Χρηστάκη Ζωγράφο.
Αλβανικές δυνάμεις με επικεφαλείς Ολλανδούς αξιωματικούς επιτίθενται για να διαλύσουν την νεοσύστατη πολιτεία. Ήταν τόσο ζωντανὸ το αγωνιστικὸ φρόνημα των Βορειοηπειρωτών, ώστε σε τρεις μήνες οι αλβανικὲς δυνάμεις νικήθηκαν κατὰ κράτος και απομακρύνθηκαν από τα ελληνικά εδάφη της Βορείου Ηπείρου.
Στις 17 Μαΐου 1914 υπογράφεται το πρωτόκολλο της Κέρκυρας με το οποίο αναγνωρίστηκε η ελληνικότητα και η αυτονομία της Βορείου Ηπείρου και παραχωρούνται στους Βορειοηπειρώτες συγκεκριμένα διοικητικά, θρησκευτικὰ και εκπαιδευτικά δικαιώματα, ελευθερία γλώσσας και άλλες μεταβατικής φύσεως ρυθμίσεις. Πρόκειται για ένα πρωτοποριακὸ για την εποχή του κείμενο στον τομέα των συλλογικών δικαιωμάτων.
Με την υπογραφή του Πρωτοκόλλου της Κέρκυρας ,τερματίστηκαν οι ένοπλες συγκρούσεις μεταξύ αλβανικής χωροφυλακής-ατάκτων και Βορειοηπειρωτών (Ιερών Λόχων). Η κυβέρνηση της Β. Ηπείρου αξίωνε να εγκριθούν και να εγγυηθούν για το Πρωτόκολλο οι Μεγάλες Δυνάμεις. Τελικά στις 1 Ιουνίου οι πρεσβευτές των έξι Μεγάλων Δυνάμεων, στην Αθήνα, ανακοίνωσαν στον Έλληνα Υπουργό Εξωτερικών ότι οι κυβερνήσεις τους επικύρωσαν αυτή την συμφωνία και λίγες μέρες αργότερα η αλβανική κυβέρνηση αποδέχτηκε τελικά την συμφωνία και απέδωσε το επίσημο έγγραφο του πρωτοκόλλου στις 23 Ιουνίου 1914 στην αυτόνομη κυβέρνηση. Λίγες μέρες αργότερα η αποδοχή της συμφωνίας ανακοινώθηκε στην Διεθνή Επιτροπή Ελέγχου.
Προτού όμως τεθεί το Πρωτόκολλο της Κέρκυρας σε εφαρμογή, κηρύχθηκε ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος. Το Πρωτόκολλο της Κέρκυρας δεν αναιρέθηκε ποτέ από κάποια μεταγενέστερη συνθήκη. Κάποιοι ισχυρίζονται πως δεν έχει πλέον ισχύ. Η ισχύς μίας διεθνούς συμφωνίας πηγάζει όχι τόσο από το αν είναι νέα ή παλαιά, αλλά από την αποφασιστικότητα, την θέληση και την ισχύ για να επιβληθεί η εφαρμογή της. Παράδειγμα, το Πρωτόκολλο της Φλωρεντίας είναι του έτους 1913 και το Πρωτόκολλο της Κέρκυρας του έτους 1914. 5 μήνες χωρίζουν το ένα από το άλλο. Το πρώτο βρίσκεται σε πλήρη ισχύ, το δεύτερο όμως όχι.
Τον Μάρτιο του 1916 η Ελλάδα κηρύσσει την ένωση της Βορείου Ηπείρου με την μητέρα πατρίδα και Βορειοηπειρώτες βουλευτές εγκαθίστανται στα έδρανα της βουλής των Ελλήνων. Δύο νομοί, Αργυροκάστρου και Κορυτσάς δημιουργούνται και όλες οι ελληνικές αρχές εγκαθίστανται παντού.
Δυστυχώς όμως οι διαρκείς παρεμβάσεις της Ιταλίας και ο διχασμὸς του Έθνους συνέβαλλαν στο να παραδοθεί και πάλι η Βόρειος Ήπειρος στην Αλβανία με την πρεσβευτικὴ διάσκεψη των Παρισίων (9 Νοεμβρίου 1921), που επέβαλε το μεθοριακὸ καθεστώς του πρωτοκόλλου της Φλωρεντίας (1913). Την απόφαση αυτὴ επικύρωσε και δεύτερο πρωτόκολλο που υπογράφτηκε μεταξὺ των ενδιαφερομένων χωρών το 1926 πάλι στη Φλωρεντία.
Οι συνεχείς αθετήσεις από την πλευρὰ της Αλβανίας των συμφωνιών του πρωτοκόλλου της Κέρκυρας ανάγκασαν την Ελλάδα να προσφύγει στο Διεθνὲς Δικαστήριο της Χάγης, το οποίο καταδίκασε την αλβανικὴ τακτικὴ τον Απρίλιο του 1933. Αυτὸ είχε ως συνέπεια να αναγκασθεί η αλβανικὴ κυβέρνηση να συμμορφωθεί με την απόφαση αυτή.
Γενικὰ η εθνική συμφορά του 1922 απορρόφησε εξ ολοκλήρου το ενδιαφέρον της ελληνικής κυβέρνησης με αποτέλεσμα να δημιουργηθούν στη Βόρειο Ήπειρο τέτοιες καταστάσεις, που κάθε άλλο παρά ευνοούσαν την ενσωμάτωση του τμήματος αυτού στο ελληνικό κράτος. Η αμφισβήτηση των ελληνοαλβανικών συνόρων, συνεχίστηκε και τα επόμενα χρόνια.
Στις 9/11/1921, η Πρεσβευτική Διάσκεψη αποφάσισε την οριστική ενσωμάτωση της Β. Ηπείρου στην Αλβανία. Η απόφαση υπογράφτηκε από τους αντιπροσώπους των κυβερνήσεων Μ. Βρετανίας, Ιταλίας, Γαλλίας και Ιαπωνίας. Με την απόφαση της ίδιας Πρεσβευτικής Διάσκεψης, αποφασίστηκε η σύσταση διασυμμαχικής τετραμελούς επιτροπής για τη διαχάραξη των νοτίων και νοτιοανατολικών συνόρων της Αλβανίας. Η επιτροπή αυτή, είχε επικεφαλής τον Ιταλό στρατηγό Tellini (Τελίνι). Η δολοφονία του Τελίνι και της ακολουθίας του από αγνώστους κοντά στην Κακαβιά στις 27/8/1923, είχε σαν αποτέλεσμα να διακοπούν οι εργασίες της .Στα τέλη Μαρτίου 1924, η επιτροπή τελικά ολοκλήρωσε τις εργασίες της και υπέβαλε το πόρισμά της στην Πρεσβευτική Διάσκεψη, η οποία, μετά από πιέσεις της Ιταλίας, στις 19/4/1924, ανακοίνωσε στον Έλληνα πρεσβευτή στο Παρίσι, ότι η Ελλάδα έπρεπε να δώσει στην Αλβανία, εκτός της Βορείου Ηπείρου, και πρόσθετο ελληνικό έδαφος κοντά στις Πρέσπες! Έτσι, 14 ελληνικά χωριά ,που από το 1912 βρισκόταν υπό ελληνική διοίκηση, παραχωρήθηκαν στην Αλβανία.
Εδώ να επισημάνω ότι μερικά χρόνια αργότερα, ο Ανδρέας Μιχαλακόπουλος, ως Υπουργός Εξωτερικών ,επιδιώκοντας την επανάκτησή των χωριών των Πρεσπών, μετά από εντολή του πρωθυπουργού, τότε, Ελευθέριου Βενιζέλου, απευθύνθηκε στον Γάλλο Υπουργό Εξωτερικών Μπριάν (Aristide Briand), τιμημένο με Νόμπελ Ειρήνης το 1926 μάλιστα, και πήρε την εξής κυνική απάντηση: «Μην ανησυχείτε κύριε Μιχαλακόπουλε! Ασφαλώς θα βρεθεί κάποια λύση. Ή θα δοθούν τα χωριά σε εσάς και οι κάτοικοι τους εις τους Αλβανούς ή θα δοθούν τα χωριά στους Αλβανούς και σε εσάς οι κάτοικοι».
Η οριστική επιδίκαση της Β. Ηπείρου στην Αλβανία, επικυρώθηκε στις 27/11/1925 με το Δεύτερο Πρωτόκολλο της Φλωρεντίας, που υπογράφτηκε από τους: Στρατηγό Pietro Cazzera (Ιταλός), Συνταγματάρχη I.A. Ordioni (Γάλλος), Αντισυνταγματάρχη F. Giles (Βρετανός) και τον Έλληνα Αντισυνταγματάρχη Χρήστο Αβραμίδη.
Για την δημιουργηθείσα κατάσταση στην Βόρειο Ήπειρο, ο Γάλλος πρωθυπουργός , Κλεμανσό, έγραφε στην παρισινή εφημερίδα «L' Homme Libre» («Ελεύθερος Άνθρωπος»), τα εξής συγκλονιστικά: "Ιδού 350.000 αληθινοί Έλληνες διανεμόμενοι εις χωρία των οποίων και μόνο τα ονόματα δηλώνουν την ελληνικήν καταγωγήν. Κατόρθωσαν να κρατήσουν την εθνικότητα των εναντίον των Τούρκων και όταν έφθασαν τα ελληνικά στρατεύματα προς απελευθέρωσίν των εκ του Οθωμανικού ζυγού, τους είπον και τους επανέλαβον ότι τώρα ήτο οριστική η αποκατάστασίς των εις την πατρίδα. Διότι αρχικώς θέμα της κυβερνήσεως των Αθηνών και της διπλωματίας της ήτο η επιστροφή ολοκλήρου της Ηπείρου στην Ελλάδα. Και ξαφνικά, χωρίς καμιά προπαρασκευήν, χωρίς να λάβουν δια τους δυστυχείς αυτούς πληθυσμούς καμίαν εγγύησην... καληνύχτα σας, αγαπητοί συμπατριώται και καλήν τύχην με τους ληστάς Αλβανούς!!».
Το 1940 ο ελληνικός στρατός, μετά την απόκρουση της ιταλικής επιθέσεως, ανακατέλαβε τη Βόρειο Ήπειρο, την οποία απελευθέρωσε για τρίτη φορά. Δυστυχώς όμως το μαρτυρικό αυτό τμήμα ατύχησε και αυτή τη φορά. Ο ελληνικός Στρατός απεχώρησε μετά την εισβολή των Γερμανών.
Μέτα τη λήξη του Β' Παγκοσμίου πολέμου τα σύνορά της Αλβανίας τέθηκαν υπό διεθνή αναθεώρηση, ύστερα από αίτηση της Ελληνικής κυβέρνησης. Με το θέμα αυτό ασχολήθηκε η Διάσκεψη των 21 εθνών που έγινε στο Παρίσι. Στη συνεδρία της 30 Αυγούστου 1946 έγιναν οξύτατες συζητήσεις, λόγω αντιδράσεως του Σοβιετικού Υπουργού Εξωτερικών Μολότωφ, ο οποίος πέτυχε τελικά την παραπομπή του ζητήματος στο Συμβούλιο των τεσσάρων Υπουργών Εξωτερικών των Μεγάλων Δυνάμεων. Στη Διάσκεψη των τεσσάρων Υπουργών των Εξωτερικών στη Νέα Υόρκη, συμφωνήθηκε ότι η απόφαση για τη Βόρειο Ήπειρο θα ληφθεί μετά την υπογραφή της συνθήκης ειρήνης με την Αυστρία και την Γερμανία. Η συνθήκη ειρήνης με την Αυστρία υπογράφηκε στις 15 Σεπτεμβρίου 1955. Η συνθήκη ειρήνης με την Γερμανία υπογράφηκε στη Μόσχα στις 12 Σεπτεμβρίου 1990 , γεγονός που οδήγησε στην ένωση των δυο Γερμανιών. Για την Βόρειο Ήπειρο ουδεμία απόφαση, ουδεμία συζήτηση... μέχρι σήμερα.
Το 1987 έγινε, μονομερώς , με δήλωση του τότε Έλληνα Υπουργού Εξωτερικόν, η άρση της εμπολέμου καταστάσεώς μεταξύ Ελλάδος και Αλβανίας , που ίσχυε από το 1940 , χωρίς να υπογράφει συνθήκη ειρήνης , που να διασφαλίζει τα εθνικά δίκαια και τα ανθρώπινα δικαιώματα των Ελλήνων της Βορείου Ηπείρου. Δεν τηρήθηκε η αρχή του διεθνούς δικαίου, που προβλέπει ότι η εμπόλεμη κατάσταση μεταξύ δυο εμπόλεμων κρατών τερματίζεται με συνθήκη ειρήνης , η οποία ρυθμίζει όλες τις εκκρεμότητες μεταξύ των δυο αντιπάλων κρατών.
Το Βορειοηπειρωτικό, ως εθνικό θέμα ιστορικά, παρόλο ότι είχε τις περισσότερες ευκαιρίες, από τα άλλα εθνικά θέματα, δυνατότητες να λυθεί ευνοϊκά για την χώρα μας, εν τούτοις δεν έγινε εφικτό αυτό λόγω των γεωστρατηγικών και γεωπολιτικών συμφερόντων των Μεγάλων Δυνάμεων, του δημιουργηθέντος διπολικού συστήματος διακυβέρνησης του Κόσμου, αλλά και ορισμένες φορές λόγω όχι δυναμικής απαίτησης της ελληνικής διπλωματίας, αν και η χώρα μας ήταν πάντοτε με το μέρος των νικητών, με τεράστια συνεισφορά και στους δυο Παγκόσμιους πολέμους.
Μέτα την παραπομπή του θέματος στο Συμβούλιο των τεσσάρων Υπουργών των Εξωτερικών, δεν έγινε καμία ουσιαστική ενέργεια από την πλευρά της Ελλάδος. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να οδηγηθεί το Βορειοηπειρωτικό σε πλήρη αποτελμάτωση.
Όπως παρατηρεί σύγχρονος ιστορικός το Βορειοηπειρωτικὸ ζήτημα εξελίχθηκε σε δίπρακτο δράμα, του οποίου η μεν πρώτη πράξη παίχθηκε στα πεδία των μαχών και κατάληξε σε νικητήριο θρίαμβο, ενώ η δεύτερη πράξη εκτυλίχθηκε στα σκοτεινά παρασκηνικά της διπλωματίας και μεταβλήθηκε σε εθνική τραγωδία, που αναμένει ακόμη την προσήκουσα κάθαρση...
Γενικά χρειάζεται και για το μεγάλο αυτό εθνικό μας πρόβλημα, σωστή εθνική στρατηγική και υπεύθυνη αντιμετώπιση, γιατί "οι καιροί οι μενετοί" και οι ιστορικές συνθήκες είναι πολύ ρευστές και επικίνδυνες .
*Ο κ. Κωνσταντίνος Ζιαζιάς είναι Επίτιμος Α/ΓΕΣ Στρατηγός ε.α.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου