Μπάρα

Κυριακή 24 Σεπτεμβρίου 2017

Δολοφονία του Δημήτριου Αθανασόπουλου




Η δολοφονία του Δημήτριου Αθανασόπουλου, στις αρχές του 1931, στο σπίτι του, στην περιοχή Χαροκόπου, στην Καλλιθέα, ήταν ένα γεγονός που συγκλόνισε την ελληνική κοινή γνώμη της εποχής. Ακόμα και σήμερα θεωρείται ένα από τα πιο γνωστά εγκλήματα που έμειναν στην ιστορία και στη μνήμη των ανθρώπων, κυρίως με τον τίτλο που έδωσαν στην υπόθεση οι εφημερίδες της εποχής εκείνης, σαν Έγκλημα στου Χαροκόπου.
Το πτώμα του εργολάβου από τον Αναβρυτό της Μεγαλόπολης, Δημήτριου Αθανασόπουλου βρέθηκε τεμαχισμένο μέσα σε δυο μεγάλα τσουβάλια που είχαν ριχτεί στις όχθες του Κηφισού ποταμού στις 6 Ιανουαρίου 1931. Μετά τις ομολογίες τους ανακαλύφθηκε ότι το έγκλημα διετέλεσαν οι οικείοι του Αθανασόπουλου και συγκεκριμένα, φυσικός αυτουργός ήταν ο ξάδερφος της γυναίκας του Αθανασόπουλου, ο 18χρονος Δημήτρης Μοσχιός και ηθικοί αυτουργοί και συνεργοί η γυναίκα του Σοφία (Φούλα) Αθανασοπούλου, η πεθερά του Άρτεμις Κάστρου και η υπηρέτριά τους Γιαννούλα Μπέλλου. Οι ένοχοι καταδικάστηκαν στις ανώτατες ποινές, ειδικά η γυναίκα και η πεθερά του Αθανασόπουλου που καταδικάστηκαν στην εσχάτη των ποινών -θανατική καταδίκη –. Η υπηρέτρια Γιαννούλα Μπέλλου καταδικάστηκε σε ισόβια δεσμά και ο Δημήτριος Μοσχιός σε 20 χρόνια.


Διαφήμιση του τραγουδιού σε εφημερίδα της εποχής

Το έγκλημα αυτό κράτησε για πολύ καιρό τον ενδιαφέρον των εφημερίδων και της κοινής γνώμης όχι μόνο της Αθήνας αλλά ολόκληρης της Ελλάδας, αμείωτο. Οι εφημερίδες με συνεχόμενα πρωτοσέλιδα αφιέρωναν ολόκληρες στήλες καθημερινά, καθ'όλη τη διάρκεια των προ-ανακρίσεων, των ανακρίσεων και κυρίως της δίκης. Γράφτηκαν δεκάδες επιφυλλίδες, χρονογραφήματα, ανέκδοτα, νούμερα επιθεώρησης, διαφημίσεις, γελοιογραφίες και σατυρικά τραγούδια και κυκλοφόρησε και βιβλίο με μορφή καθημερινών φυλλάδων του 1 λεπτού όπως συνηθιζόταν τότε, με λίγο ή πολύ κατασκευασμένα βιογραφικά στοιχεία και δήθεν εξομολογήσεις των ενόχων. Επίσης ανέβηκαν και Καραγκιοζοδράματα στο λαϊκό θέατρο Σκιών, με πολύ μεγάλη προσέλευση του κοινού. Η Αρχιεπισκοπή Αθηνών μάλιστα εξέδωσε και μια εγκύκλιο με τις σκέψεις του Αρχιεπισκόπου Χριστόδουλου για το έγκλημα και τις αιτίες του που διαβάστηκε από τον άμβωνα σε όλες τις εκκλησίες την Κυριακή 18 Ιανουαρίου 1931
Η επιρροή του εγκλήματος αυτού στην κοινωνία της εποχής ήταν τόσο μεγάλη που έγινε και λαϊκό τραγούδι σε μουσική και στίχους του Ιάκωβου Μοντανάρη το 1931, το γνωστό Κακούργα πεθερά ή αλλιώς Καημένε Αθανασόπουλε τι σου' μελλε να πάθεις / από κακούργα πεθερά τα νιάτα σου να χάσεις. Όπως γράφει και ο συντάκτης του εφημερίδας Ελεύθερος Άνθρωπος σε άρθρο της Τρίτη 16 Φλεβάρη 1931 ...δεν είναι σπάνιο σε καμμιά μακρινή και βρώμικη ταβέρνα, ν'ακούσετε μια μακρόσυρτη φωνή που μέσα σε ένα ξέσπασμα ασυνήθους μερακιού τραγουδάει το τραγούδι της κακούργας πεθεράς: Στου Χαροκόπου τα στενά μια μικροπαντρεμένη....


Το πτώμα
 
Την Τρίτη 6 Ιανουαρίου 1931, ανήμερα της γιορτής των Θεοφανείων, ο μικρός Γιαννάκης Γκίκας, παίζοντας στην όχθη του ποταμού Κηφισού -και συγκεκριμένα στη γέφυρα που τότε τη γνώριζαν σαν “γέφυρα Τρίμμη” στην περιοχή που τότε επίσης, ονομαζόταν “Κοκκαλάδικα”  - ανακάλυψε, ριγμένα στις όχθες του ποταμού, δυο τσουβάλια. Αμέσως έτρεξε να ειδοποιήσει τους δικούς του, και σε λίγο έφτασαν εκεί, ο πατέρας του, Παναγιώτης Γκίκας, και ο γείτονας και συγγενής του Γκίκα, Νίκος Νίκας. Όταν είδαν τα τσουβάλια και επειδή υπέθεσαν ότι μάλλον θα ήταν κάποια λεία ληστείας πήγαν στον αστυνομικό σταθμό Γκαζοχωρίου για να κάνουν γνωστό το γεγονός στην Αστυνομία. Όταν έφτασε εκεί ο αστυφύλακας του αστυνομικού τμήματος Γκαζοχωρίου, έσκισαν σε μια άκρη τα τσουβάλια και εκτός από τη δυσοσμία που απλώθηκε στον αέρα είδαν και κομμάτια ματωμένης ανθρώπινης σάρκας. Ο αστυφύλακας ειδοποίησε αμέσως τους ανωτέρους του, και αυτοί ειδοποίησαν με τη σειρά τους την Εισαγγελεία Πλημμελειοδικών, την Αστυνομική Διεύθυνση και τη Γενική Ασφάλεια. Μαζί με τους ανώτερους αστυνομικούς κατέφτασε το κινηματογραφικό συνεργείο της Υπηρεσίας Εγκληματολογικών Αναζητήσεων, το τμήμα Σήμανσης, ο ιατροδικαστής Γιώργος Τρουπάκης και οι δημοσιογράφοι.
Αφού κινηματογραφήθηκε -για πρώτη φορά στα εγκληματολογικά χρονικά της χώρας μας – ο τόπος του εγκλήματος, αφού πάρθηκαν οι απαραίτητες φωτογραφίες καθώς και γύψινα αποτυπώματα από αχνάρια ποδιών στο λασπωμένο έδαφος, το πτώμα μεταφέρθηκε στο Νεκροτομείο Αθηνών, που τότε βρισκόταν στη οδό Σωκράτους. Παρουσία του ιατροδικαστή Τρουπάκη, του καθηγητή Ιατροδικαστικής Ιωάννη Γεωργιάδη, του διοικητή της Γενικής Ασφάλειας και τους δημοσιογράφους, οι ιατροδικαστές άνοιξαν τα τσουβάλια για να εξετάσουν το περιεχόμενό τους. Το θέαμα ήταν συγκλονιστικό και σχεδόν πρωτόγνωρο για τα δεδομένα εκείνης της εποχής: τα δυο τσουβάλια περιείχαν μέσα δυο δέματα φτιαγμένα από πολύχρωμο υφάσμα από αυτά που τότε χρησιμοποιούσαν οι παπλωματάδες για να φτιάχνουν φτηνά παπλώματα, ραμμένα με σακοράφα με πολύ προσοχή και επιδεξιότητα. Κάτω από αυτό το ύφασμα βρισκόταν μια λινάτσα, μέσα σε αυτή χαρτί περιτυλίγματος από αυτό που τύλιγαν τα τρόφιμα και μέσα σε αυτό, υπήρχαν τμήματα ανθρώπινου σώματος. Συγκεκριμένα, στο ένα τσουβάλι βρέθηκαν δυο γυμνά ανδρικά πόδια χωρισμένα μεταξύ τους, και το αριστερό χέρι του θύματος κομμένο από την κλείδωση του ώμου. Στο άλλο βρέθηκε ο γυμνός επίσης κορμός ενός άντρα καθώς και το κεφάλι αποκομμένο από τον κορμό. Το θύμα φαινόταν ότι ήταν άντρας μεταξύ 35 με 45 χρονών, ξυρισμένος, με περιποιημένο μουστάκι, περιποιημένα στο κουρείο νύχια, καθαρός, εύσωμος και με ύψος περίπου 1.70. Ο ιατροδικαστής Γεωργιάδης, κουβεντιάζοντας με τους δημοσιογράφους, είπε οτι οι τομές είχαν γίνει με τόση ακρίβεια και ψυχραιμία που δεν κόπηκε ούτε ένας άχρηστος μυς, οι εξαρθρώσεις των οστών ήταν τέλειες χωρίς να κακοποιηθεί κανένα κόκκαλο, ώστε ήταν βέβαιος,- λαθεμένα όπως αποδείχτηκε αργότερα - ότι ο δράστης ήταν οπωσδήποτε γιατρός, και δη χειρουργός, και μάλιστα πεπειραμένος.
Ο ιατροδικαστής Γεωργιάδης, συνεχίζοντας τα λάθη του, θα πει -εξηγώντας τις πάμπολλες τομές που βρέθηκαν στο στήθος του νεκρού ότι προφανώς το θύμα βασανίστηκε ενώ ήταν ζωντανό για να του αποσπάσουν κάποιο μυστικό. Ύστερα από λίγες μέρες θα παραδεχτεί οτι οι τομές έγιναν μετά θάνατο αλλά μάλλον το κακό έχει ήδη γίνει. Γιατί όπως γράφει ο δημοσιογράφος Λεωτσάκος ...επιμένω για το ζήτημα των πρόωρων και εσφαλμένων εκείνων εκτιμήσεων του καθηγητού περί βασανιστηρίων και περί απειλών του θύματος για να αποκαλύψει μυστικό και της κατόπιν εκτελέσεως του, γιατί αυτές έδωσαν τον τόνο στους δημοσιογράφους και στις εφημερίδες και παρέσυραν όλη την κοινή γνώμη, ώστε να προκληθούν και σκηνές ακόμη, και να απειληθεί και λιντσάρισμα ακόμα των ενόχων και να επέλθη καταδίκη σε ανεπανόρθωτη ποινή από τόσον επηρεασθέντας ενόρκους, οι οποίοι δεν αντελήφθησαν οτι, είχαν να κάνουν με ένα απλό οικογενειακό δράμα, με ένα σωρό ελαφρυντικά... Οι ιατροδικαστές κατάφεραν με ειδικές ενέσεις να δώσουν στο πρόσωπο του θύματος κάτι από την εν ζωή κατάσταση του, και έτσι δημοσίευσαν τη φωτογραφία του όλες οι εφημερίδες για να βοηθήσουν στην αναγνώριση του πτώματος. Η Αστυνομία και η Γενική Ασφάλεια είχαν κινητοποιήσει σχεδόν όλες τις δυνάμεις τους, στην προσπάθεια εξιχνίασης της υπόθεσης και τις αμέσως επόμενες ώρες σχεδόν 200 άτομα συνέρρευσαν στη μικρή αίθουσα του νεκροτομείου για να δουν το πτώμα. Την Τετάρτη το πρωί και αφού οι εφημερίδες είχαν δημοσιεύσει την περιγραφή του αγνώστου θύματος και καλούσαν όσους είχαν εξαφανισμένους το τελευταίο δεκαήμερο να περάσουν από το Νεκροτομείο, ο ανθυπομοίραρχος Ταμπακόπουλος που είχε δει το πτώμα στις εφημερίδες, πήγε στο Νεκροτομείο και είπε ότι το πτώμα ανήκει-μάλλον-στον φίλο του Δημήτρη Αθανασόπουλο, εργολάβο, κάτοικο στη συνοικία του Χαροκόπου, Θησέως 101. Επειδή όμως ο Ταμπακόπουλος δεν ήταν 100% σίγουρος, πήγε και έφερε τον γιατρό Απόστολο Καρτσώνη, συμπατριώτη, συγγενή και προσωπικό γιατρό του θύματος, για να επιβεβαιώσει τη γνώμη του. Και πραγματικά, όταν έφτασε ο γιατρός Καρτσώνης και εξετάζοντας κάποιες παλιές ουλές και ίχνη από παλιά κατάγματα που ήξερε οτι είχε ο φίλος του, επιβεβαίωσε την ταυτότητα του.

Το θύμα

Το θύμα Δημήτρης Αθανασόπουλος γεννήθηκε γύρω στο 1891 στο χωριό που τότε ονομαζόταν Γαρδίκι στη Μεγαλόπολη και σήμερα Αναβρυτός. Μοναχογιός και μονοχοπαίδι της χήρας Αικατερίνης Αθανασόπουλου ήρθε νεαρός στην Αθήνα να σπουδάσει σε κάποια εμπορική σχολή. Το διάστημα 1921-1922 αφού τελείωσε το στρατιωτικό του και παντρεύτηκε τη Σοφία (Φούλα) Κάστρου άρχισε να ασχολείται με επιχειρήσεις. Οι επιχειρήσεις του πήγαιναν καλά μέχρι το 1925-1926. Τα επόμενα χρόνια ήταν δύσκολα, πολλές δουλειές του έπεσαν έξω, αλλά σιγά-σιγά με τη βοήθεια της γυναίκας του και της πεθεράς του αλλά και φίλων και συγγενών, άρχισε να ασχολείται με εργολαβίες οικοδομών και αργότερα και δημοσίων έργων. Από το 1929 περίπου είχε συστήσει και εργοληπτική εταιρεία με τον συμπατριώτη του, Αναστάσιο Γυφτέα και αναλάμβαναν ασφαλτοστρώσεις οδών, χτίσιμο δημοσίων κτιρίων. Η τελευταία του δουλειά μάλιστα, ήταν το χτίσιμο του Κυνοκομείου Αθηνών. Όσο καλά πήγαιναν οι δουλειές του τα τελευταία χρόνια, τόσο άσχημα πήγαιναν τα οικογενειακά του. Ήταν πατέρας τριών παιδιών που όπως ομολογούν όλοι, τα αγαπούσε ιδιαίτερα, αλλά με τη γυναίκα του και κυρίως με την πεθερά του οι σχέσεις του ήταν διαταραγμένες. Τους τελευταίους 6 μήνες ζούσαν ουσιαστικά σε διάσταση- με τον Αθανασόπουλο να κοιμάται σε ξενοδοχείο και να επισκέπτεται το σπίτι του μόνο για να βλέπει τα παιδιά του και να παίρνει πλυμένα ρούχα.

Οι επόμενες μέρες

Τις επόμενες ώρες, της Τετάρτης 7 Ιανουαρίου και μόλις επιβεβαιώθηκε η ταυτότητά του, αστυνομικοί με πολιτικά και από κοντά και δημοσιογράφοι κατευθύνθηκαν στο σπίτι του, όσο πιο γρήγορα μπορούσαν. Ο αστυνόμος Λαμπρινόπουλος και λίγοι άντρες του, μπήκαν στο σπίτι του θύματος ενώ οι υπόλοιποι άντρες του ΙΑ' Αστυνομικού τμήματος είχαν περιζώσει το κτίριο- και εκεί συνάντησαν την οικογένειά του. Τη γυναίκα του Σοφία (Αθανασοπούλου), και την πεθερά του (Αρτέμις Κάστρου). Επίσης, στο σπίτι ζούσε και η υπηρέτρια Γιαννούλα Μπέλλου ενώ εκείνη την ώρα βρήκαν και τον 19χρονο Δημήτρη Μοσκιό, ανιψιό της Άρτεμις Κάστρου, άρτι αφιχθέντα από την ιδιαίτερη παρτίδα του, την Κεφαλλονιά. Με την αναγνώριση του πτώματος άρχισαν να καλούνται στη Γενική Ασφάλεια και να δίνουν καταθέσεις όλο και περισσότερα άτομα σχετιζόμενα με τον έναν ή τον άλλο τρόπο με τον Αθανασόπουλου.

Η νύχτα του φόνου

Απο τις ανακρίσεις που είχαν γίνει μέχρι στιγμής έγιναν γνωστά τα εξής:
Το απόγευμα του Σαββάτου 3 Ιανουαρίου, ο Αθανασόπουλος συναντάται με τον ξάδελφο και γιατρό του Απόστολο Καρτσώνη και αφού παίρνουν μαζί τους και τα τρία παιδιά του, πηγαίνουν στο Φάληρο βόλτα, και επιστρέφουν στις 6 το απόγευμα. Αφήνουν τα παιδιά στο σπίτι, παίρνουν τα εσώρουχα του Αθανασόπουλου – γιατί σκόπευε να κοιμηθεί σε ξενοδοχείο- και φεύγουν για την πλατεία Ομονοίας όπου και χώρισαν. Στις 9 το βράδυ ο Αθανασόπουλος βρίσκεται στο καφενείο “Νέον” της Ομόνοιας όπου πληρώνει κάποιον εργολάβο και στις 10:00 θεάται στο ζυθεστιατόριο “Κρίνος”, όπου και συναντιέται με τον Σπύρο Γυφτέα, αδελφό του συνεταίρου του. Μπαίνουν στο αυτοκίνητο του Γυφτέα, πηγαίνουν στο σπίτι της δακτυλογράφου Δανάης Χατζηπαναγιώτου, παίρνουν εκείνη, τη μητέρα της και τον 11χρονο αδελφό της και πάνε στο ζυθεστιατόριο “Γεμενάκη” στο Παλαιό Φάληρο για να διασκεδάσουν. Εκεί παραμένουν μέχρι τις 1:00 τα ξημερώματα και στις 1:30 τον αφήνουν έξω από το σπίτι του. Θεωρητικά, εκεί χάνονται τα ίχνη του μιας και η οικογένειά του αρνείται ότι τελικά μπήκε στο σπίτι. Οι γυναίκες δέχονται τις επόμενες μέρες τις επισκέψεις των φίλων του που τον αναζητούσαν, αλλά απαντούσαν σε όλους ότι δεν τον έχουν δει καθόλου. Σε αυτό ακριβώς το κρίσιμο σημείο-που χάνονται τα ίχνη του Αθανασόπουλου - η Αστυνομία είχε επικεντρώσει όλες τις προσπάθειές της. Οι φίλοι του Αθανασόπουλου Γυφτέας και Χατζηπαναγιώτου ισχυρίζονταν ότι το είχαν αφήσει ζωντανό έξω από την πόρτα του σπιτιού του, η οικογένειά του ισχυρίζονταν ότι ο Αθανασόπουλος δεν μπήκε ποτέ μέσα. Ήταν πλέον φανερό, ότι κάποιοι ψεύδονταν και η Αστυνομία έπρεπε να βρει ποιοι. Οι Καρτσώνης, ο Γυφτέας και οι δυο κυρίες Χατζηπαναγιώτου κρατούνταν στην Ασφάλεια όπου υποβάλλονταν σε πολύωρες ανακρίσεις. Στη Γενική Ασφάλεια οδηγήθηκαν και η πεθερά του θύματος, η υπηρέτρια και ο νεαρός ξάδερφος Μοσκιός όπου και αυτοί υποβάλλονταν σε εξονυχιστική ανάκριση.

Οι έρευνες συνεχίζονται

Ταυτόχρονα το σπίτι υποβλήθηκε σε ενδελεχή έρευνα και δεν άργησαν να προκύψουν κάποιες σημαντικές αποδείξεις. Βρέθηκαν κάποιες κηλίδες αίματος στην πίσω αυλή, ξύσματα των οποίων μεταφέρθηκαν στα εργαστήρια της Υπηρεσίας Εγκληματολογικών Αναζητήσεων για ανάλυση, βρέθηκαν οι ίδιες ακριβώς κλωστές, ο ίδιος ακριβώς σπάγγος και το ίδιο ακριβώς ύφασμα που είχαν χρησιμοποιηθεί στο πακετάρισμα του πτώματος. Επίσης κατασχέθηκαν μαχαίρια, μαχαιρίδια και άλλα μικροαντικείμενα για να εξεταστούν από ειδικό επιστήμονα για να εξακριβωθεί μήπως υπάρχουν πάνω τους κηλίδες αίματος. Επίσης πήραν από το μαγειρείο και το πλυσταριό του σπιτιού ποσότητα τέφρας και χώματος για να εξεταστεί και αυτή, για αίμα, το ίδιο έγινε και με τα παπούτσια και τις παντόφλες της οικογένειας. Βρέθηκαν οι μαγαζάτορες από τους οποίους αγοράστηκαν τα χαρτιά, τα υφάσματα και οι σπάγκοι, και εκείνοι υπέδειξαν την υπηρέτρια Γιαννούλα Μπέλλου σαν αγοράστρια, και τέλος οι γείτονες είχαν δει ένα κάρο να σταματάει στο σπίτι τη Δευτέρα το απόγευμα και να παίρνει κάποια τσουβάλια. Την Πέμπτη 8 Ιανουαρίου διενεργείται και συμπληρωματική νεκροψία από τον Γεωργιάδη και τον ιατροδικαστή Τρουπάκη, και τότε βρίσκονται και οι τρύπες στο κεφάλι του Αθανασόπουλου απο σφαίρες. Οι σφαίρες, δύο, ήταν από περίστροφο τύπου Μπράουνιγκ και αυτές ήταν η αιτία του θανάτου του Αθανασόπουλου. Επίσης διαπιστώνεται ότι οι τομές που έφερε στο στήθος του ο Αθανασόπουλος είχαν γίνει-τελικά- μετά τον θάνατό του, και ότι είχε υποστεί απόπειρα στραγγαλισμού. Την Παρασκευή 9 Γενάρη μεταφέρθηκε και η Φούλα Αθανασοπούλου στα κρατητήρια της Ασφάλειας αφού η έντονη αιμορραγία της εμμήνου ρύσεώς της την είχε κρατήσει τις προηγούμενες μέρες κλινήρη. Τα παιδιά ανέλαβε να τα προσέχει η οικογένεια Παπαδάκη του πάνω ορόφου. Οι ανακρίσεις των τεσσάρων υπόπτων συνεχίζονταν με εντατικούς ρυθμούς και όλο και πιο συχνά έπεφταν σε αντιφάσεις μεταξύ τους. Η πιο σημαντική από αυτές ήταν η μαρτυρία του Μοσκιού ότι το βράδυ του φόνου είχε κοιμηθεί στο σπίτι του Αθανασόπουλου, στο δωμάτιο της ξάδερφής του Κάστρου ενώ οι γυναίκες υποστήριζαν ότι δεν είχε κοιμηθεί εκεί. Την ίδια μέρα και αφού είχαν ανακριθεί σχεδόν οι πάντες που σχετίζονταν με τη ζωή του Αθανασόπουλου με οποιοδήποτε τρόπο, άρχισαν να απολύονται μερικοί από αυτούς. Με τις ανακρίσεις των υπόπτων πλέον, γυναικών να προχωρούν, ο υπεύθυνος της υπόθεσης, Διευθυντής της Γενικής Ασφάλειας Κουτσουμάρης, Πέμπτη απόγευμα ήδη, πήγε στον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Κιουρτσάκη και του ανέφερε τις αποδείξεις που είχε μέχρι τότε συγκεντρώσει. Ο Κιουρτσάκης χαρακτήρισε το αδίκημα “φόνο μετά ληστείας” και παρέπεμψε την υπόθεση στον ανακριτή του Ε' Αστυνομικού τμήματος Ρουμελιανάκη με την εντολή να επιληφθεί της υπόθεσης. Ο Κιουρτσάκης ωστόσο, έδωσε διαταγή στον Αστυνομικό Διευθυντή να συνεχίσει τις έρευνές του. Την Παρασκευή 9 Ιανουαρίου είχαν αφεθεί ελεύθεροι οι πάντες, εκτός από την οικογένειά του και το γιατρό Καρτσώνη.

Οι ομολογίες

Η ομολογία του Μοσκιού

Πρώτος, τη νύχτα του Σαββάτου 11 Ιανουαρίου ομολόγησε ο Δημήτρης Μοσκιός. Όταν τον κάλεσε στο γραφείο του, ο διευθυντής Κουτσουμάρης για ακόμα μια ανάκριση είχε τοποθετήσει τα ρούχα και το καπέλο του Αθανασόπουλου πάνω σε μια καρέκλα, με τρόπο ώστε να μοιάζει στον μακαρίτη εργολάβο. Ο Μοσκιός ταράχτηκε πάρα πολύ, και αφού ο Κουτσουμάρης του είπε ότι η ξαδέρφη του, τα είχε πει όλα, άρχισε να μιλάει και ο Μοσκιός. Συγκεκριμένα, είπε ότι είχε πολλές υποχρεώσεις στη θεία του γιατί εκείνη τον φρόντιζε από τότε που ήρθε στην Αθήνα. Από τότε που ο Αθανασόπουλος εγκατέλειψε το σπίτι του στις 15 Δεκέμβρη, ο Μοσκιός κοιμόταν τις περισσότερες φορές εκεί. Το Σάββατο τη νύχτα άκουσαν τον Αθανασόπουλο που μπήκε στο σπίτι του και μετά άκουσαν καυγά με τη γυναίκα του. Ήτανε εξαγριωμένοι μαζί του, λέει, γιατί τυραννούσε συχνά την οικογένειά του. Το πρωί που σηκώθηκαν πήγαν μέσα και τον σκότωσαν, το βράδυ της Κυριακής τον κομμάτιασαν και τον έραψαν μέσα στα τσουβάλια. Η θειά του μέσω ενός Μαγουλόπουλου που έμενε στη Καλλιθέα κανόνισε να βρεθεί το κάρο με το οποίο μεταφέρθηκαν τα τσουβάλια. Το μαχαίρι και το περίστροφο του εγκλήματος τα παρέδωσε για φύλαξη σε ένα σπίτι στον Πειραιά. Μετά ομολόγησε η πεθερά Άρτεμις Κάστρου, μετά η υπηρέτρια Γιαννούλα Μπέλλου και τέλος και η Φούλα Αθανασοπούλου. Η Μπέλλου και η Κάστρου είπαν περίπου τα ίδια, αλλά αθωώνοντας εντελώς τη Φούλα, υποστηρίζοντας ότι την ώρα του φόνου ήταν έξω από το σπίτι και δεν αναμίχθηκε σε καμιά άλλη ενέργεια. Ο Σπύρος Μαγουλόπουλος παρόλο που τον υποδείκνυαν σαν το άτομο που έκανε τις συνεννοήσεις για τον καραγωγέα και επίσης ότι βοήθησε να ρίξουν το πτώμα, αρνήθηκε τα πάντα. Ισχυριζόταν ότι ναι μεν έμαθε για το έγκλημα τη Δευτέρα το πρωί από την Κάστρου που του ζήτησε τη βοήθειά του, αλλά αυτός έφυγε μη δίνοντας κανενός είδους βοήθεια, πέρα από το ότι δεν ανάφερε τίποτα στην Αστυνομία. Αμέσως, βέβαια, αφέθηκε ελεύθερος ο Καρτσώνης που κρατιόταν εξαιτίας της ιατροδικαστικής έκθεσης του Γεωργιάδη, -για τον γιατρό που έπρεπε να είχε κάνει τον τεμαχισμό-και πλήθος συγγενών, φίλων και δημοσιογράφων τον περίμεναν για να μιλήσουν μαζί του. Ο ανακριτής Ρουμελιανάκης, που περίμενε διακριτικά να τελειώσει η προανακριτική διαδικασία, έσπευσε μέσα στη νύχτα, στο κτίριο της Γενικής Ασφάλειες, για να πάρει τις πρώτες απολογίες των δραστών, πριν προλάβουν να διορίσουν δικηγόρους. Το απόγευμα της Κυριακής 12 Ιανουαρίου 1931 ο Ρουμελιανάκης πήρε και συμπληρωματικές απολογίες, διευκρινίζοντας κάποια σκοτεινά σημεία και πλέον αφού τους απήγγειλε κατηγορίες για φόνο εκ προμελέτης οι κατηγορούμενοι μπόρεσαν να επικοινωνήσουν με τους δικηγόρους τους. Έγιναν κάποιες σκέψεις να γίνει αναπαράσταση του εγκλήματος – αν και μόνο στο διάβασμα της είδησης στις εφημερίδες- χιλιάδες κόσμου συγκεντρώθηκαν έξω από το σπίτι του φόνου, με άγριες διαθέσεις για τους κατηγορούμενους – αλλά η Αστυνομία αποφάσισε να αφήσει την πρωτοβουλία αυτή να την πάρει η ανακριτική αρχή. Η ανακριτική αρχή με τη σύμφωνη γνώμη της Αστυνομίας ότι το έγκλημα είχε διαλευκανθεί και ως προς τις τελευταίες του λεπτομέρειες δεν έκανε τελικά αναπαράσταση (κάτι που τελικά όμως, δυσκόλεψε τη διαδικασία της δίκης, γιατί οι διαφορές στις λεπτομέρειες που ο κάθε κατηγορούμενος υποστήριζε δεν μπόρεσαν ποτέ να οδηγήσουν στην ανακάλυψη του πραγματικού τρόπου με τον οποίο δολοφονήθηκε ο Αθανασόπουλος αλλά και γιατί ανάγκασε τον Εισαγγελέα να πάει ο ίδιος στο σπίτι του φόνου, ένα χρόνο μετά, για να αποκτήσει ιδίοις όμμασι, γνώμη).

Οι απολογίες στον ανακριτή

Τη Δευτέρα 12 Γενάρη, οι κατηγορούμενοι πήγαν στα γραφεία της Υπηρεσίας Εγκληματολογικών Αναζητήσεων για να σημανθούν και να φωτογραφηθούν, μετά στον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών και από εκεί στον ανακριτή. Το πλήθος που είχε μάθει την πληροφορία από την προηγούμενη μέρα, είχε αρχίσει από τη νύχτα να μαζεύεται έξω από το κτίριο της Γενικής Ασφάλειας-που τότε βρισκόταν στη Σατωβριάνδου- προκειμένου να δουν από κοντά τις “φόνισσες” και να τις γιουχάρουν. Παρόλο που η Αστυνομία κράτησε κρυφή την ώρα της μεταφοράς, το πλήθος δεν διαλυόταν, αλλά περίμενε με εμφανή σημάδια θυμού να τις δει και να τις λιντσάρει. Τρεις χιλιάδες άνθρωποι είχαν συγκεντρωθεί φωνάζοντας και βρίζοντας και χρειάστηκε όλη η δύναμη των αστυνομικών της Γενικής Ασφάλειας για να τους συγκρατήσουν και να μπορέσουν να επιβιβάσουν τους κρατούμενους στο αυτοκίνητο της Αστυνομίας. Απο εδώ και πέρα, τον λόγο είχε η τακτική ανάκριση, και ο ανακριτής Ρουμελιανάκης που θα έπαιρνε τις απολογίες τους, οι οποίες θα γίνονταν πλέον καθ' υπόδειξη των συνηγόρων τους. Μέχρι τις 17 Γενάρη είχαν απολογηθεί και είχαν δώσει και συμπληρωματικές απολογίες και οι 5 κατηγορούμενοι, οπότε και προφυλάκιστηκαν. Οι 3 γυναίκες οδηγήθηκαν στις γυναικείες φυλακές Αβέρωφ, ο Δημήτρης Μοσκιός στο τμήμα κράτησης ανηλίκων φυλακών Αβέρωφ, στο “Εφηβείο” όπως λεγόταν τότε, και ο Σπύρος Μαγουλόπουλος στις φυλακές του Παλιού Στρατώνα, στο Μοναστηράκι.

Η απολογία της Άρτεμις Κάστρου

Το πρωί της Κυριακής 4 Γενάρη ήρθε στο δωμάτιο της η κόρη της, και κλαίγοντας, της είπε για το πόσο αισχρός ήταν ο άντρας της, και ότι την παίδευε ζητώντάς της ακατονόμαστα πράγματα. Αυτά τα άκουσε και ο Μοσκιός που κοιμόταν στο δωμάτιό της, που θύμωσε και σηκώθηκε λέγοντας στις γυναίκες να τον αφήσουν να καθαρίσει εκείνος. Ύστερα από 20 λεπτά πήγε στο δωμάτιο του Αθανασόπουλου και βρίστηκαν μεταξύ τους, ο Αθανασόπουλος γύρισε να ξανακοιμηθεί και τότε ο Μοσκιός τον πυροβόλησε. Αφού άκουσε τους πυροβολισμούς πήγε μέσα και είδε τον Αθανασόπουλο πεσμένο κάτω από το κρεβάτι και το Μοσκιό με την υπηρέτρια να τον στραγγαλίζουν. Μετά το θάνατο έβαλαν το πτώμα σε μια κουβέρτα, η υπηρέτρια με τον Μοσκιό, τον πήγαν στο αποχωρητήριο και τα μεσάνυχτα της Κυριακής πλέον στο πλυσταριό όπου και πάλι οι δυο μαζί, τον τεμάχισαν. Αρνήθηκε οποιαδήποτε ανάμειξη της κόρης της, λέγοντας οτι τη στιγμή του φόνου η Φούλα απουσίαζε από το σπίτι. Τη Δευτέρα 5 Γενάρη το πρωί τους επισκέφτηκε ο Μαγουλόπουλος και η πεθερά του εξομολογήθηκε το φόνο και ζήτησε τη βοήθειά του. Όντως, εκείνος γύρω στις 9:00 το βράδυ έφερε έξω απο το σπίτι ένα κάρο για να πάρει τα τσουβάλια αλλά δεν ξέρει ούτε ποιοι ήταν επάνω στο κάρο ούτε που τον έριξαν. Όσο για τα όπλα υποστήριξε οτι το περίστροφο ανήκε στον Μοσκιό το δε μαχαίρι, ήταν κοινό, του ψωμιού. Το έγκλημα δεν ήταν προμελετημένο, και ούτε ποτέ είχε παρακινήσει τον ανιψιό της να κάνει κάτι τέτοιο.
Η σύλληψη των συνεργών του Μαγουλόπουλου, του καραγωγέα και του μεταφορέα, αποδείχτηκε δύσκολη δουλειά. Το γεγονός ότι ο Μαγουλόπουλος αρνήθηκε τη συμμετοχή του στη μεταφορά του πτώματος δυσχέρανε εξαιρετικά την εύρεση του καραγωγέα. Η σύλληψη δύο ακόμα ατόμων, δεν έγινε παρά τον Οκτώβρη του 1931. Σαν συνεργοί του Σπύρου Μαγουλόπουλου έπειτα απο πληροφορίες, προφυλακίστηκαν δυο ανιψιοί του, ο Γιώργος Κορναράκης και ο Αντώνης Μαγουλόπουλος.
Η ψυχική και πνευματική υγεία του Μοσκιού, μετά τον εγκλεισμό του στις φυλακές άρχισε σιγά-σιγά να διαταρράσεται. Ήδη απο τον Απρίλη του 1931 αρνείται αρνιόταν να δεχτεί τροφή, και καθόταν ακίνητος και σιωπηλός. Τον Αύγουστο του 1931 νοσηλεύτηκε για ένα μήνα στο δημόσιο ψυχιατρείο με συμπτώματα “οξείας νευρασθένειας” μετά παραισθήσεων. Νοσηλεύτηκε και πάλι ένα μήνα πριν αρχίσει η δίκη.

σατυρικοί στίχοι του Πωλ Νορ για την εφημερίδα Βραδυνή της 25ης Φλεβάρη 1932



Η δίκη



Όσο πλησίαζαν οι μέρες της δίκης οι εφημερίδες άρχισαν να αναζωπυρώνουν το ενδιαφέρον του κοινού. Πλήθος άρθρων, ρεπορτάζ και αφιερωμάτων άρχισαν να δημοσιεύονται στον καθημερινό Τύπο που - απέχοντας πολύ απο την αντικειμενικότητα, ενημέρωνε το κοινό για κάθε υπαρκτό ή ανύπαρκτο γεγονός.
Η μεγάλη αίθουσα του Πλημμελειοδικείου – η μεγαλύτερη αίθουσα των δικαστηρίων – επιλέχτηκε για να γίνει η δίκη. Λίγες μέρες πριν αρχίσει η διαδικασία, το υπουργείο Δικαιοσύνης, ξέροντας πόσο μεγάλη θα ήταν η προσέλευση των θεατών, αποφάσισε να επιτρέψει την είσοδο μόνο σε όσους είχαν παραλάβει απο τη γραμματεία των δικαστηρίων, εισιτήρια ελευθέρας εισόδου. Κυκλοφοριακές ρυθμίσεις τόσο για τα οχήματα όσο και τους πεζούς, έγιναν έξω, γύρω αλλά και μέσα στο δικαστήριο και ισχυρή αστυνομική δύναμη πήρε θέσεις για να επιβάλλει την τάξη και για να προστατεύσει τους κατηγορούμενους.
Το πρωί της Πέμπτης 18 Φλεβάρη 1932, πρώτης μέρας της δίκης, οι κατηγορούμενες Κάστρου, Αθανασοπούλου και Μπέλλου μεταφέρθηκαν απο τις γυναικείες φυλακές Αβέρωφ που κρατούνταν, στην αίθουσα του δικαστηρίου. Το ίδιο έγινε και με τους άντρες κρατούμενους, Σπύρο και Αντώνη Μαγουλόπουλο και Γιώργο Κορναράκη απο τις φυλακές Συγγρού, ενώ ο φυσικός αυτουργός του εγκλήματος Δημήτρης Μοσκιός μεταφέρθηκε απο το τμήμα Μεταγωγών όπου είχε διανυκτερεύσει στο δικαστήριο.
Οι κατηγορούμενοι. Από το πενάκι του σκιτσογράφου της Βραδυνής
Ο Μοσκιός βρισκόταν σε άθλια κατάσταση: ...χλωμός, ρακένδυτος, με τα μαλλιά κομμένα σύριζα με τη ψιλή μηχανή, χωρίς κολάρο και με ανοιχτό το πουκάμισό του γύρω απο το λαιμό, μοιάζει περισσότερο με πελιδνό φάσμα που ξεπήδησε απο κάποιο τρομακτικό όνειρο. Στην όψη του είναι χυμένη μια χλομάδα θανάτου και στα απλανή και θολωμένα του μάτια αντιφεγγίζεται ένας τρόμος ανείπωτος και βουβός. Κρατεί τα χείλη του ερμητικά κλεισμένα και δεν απαντά σε καμμιά ερώτηση. Φαίνεται σαν να μη βλέπει, να μην ακούει, σαν να μην αντιλαμβάνεται καν τι πρόκειται να συμβεί ή τι γίνεται γύρω του....
Το δικαστήριο με πρόεδρο τον εφέτη Κάβουρα, παίρνει τις θέσεις του, οι κατηγορούμενοι δηλώνουν τους συνηγόρους τους, το ίδιο και η πολιτική αγωγή – η μητέρα του Αθανασόπουλου, Αικατερίνη-. Την πολιτεία εκπροσωπεί ο Εισαγγελέας Εφετών Ρηγανάκος αυτοπροσώπως. Οι δικηγόροι της υπεράσπισης και για το σύνολο των κατηγορουμένων είναι 17 ενώ οι συνήγοροι της πολιτικής αγωγής 10. Γίνεται η κλήρωση των 10 ενόρκων που θα αποφασίσουν για την τύχη των κατηγορουμένων -όλοι άντρες-, και διαβάζεται ο εντυπωσιακός κατάλογος των μαρτύρων. 64 μάρτυρες κατηγορίας και 80 υπερασπίσεως ! Αφού διαβαστεί το κατηγορητήριο και το παραπεμπτικό βούλευμα η δίκη αρχίζει. Ο Δημήτρης Μοσκιός κατηγορείται ως ο φυσικός αυτουργός του εγκλήματος.
Η Άρτεμις Κάστρου ως ηθικός αυτουργός, και κινητήριος δύναμη του φόνου,
η Φούλα Αθανασοπούλου και αυτή ως ηθικός αυτουργός αλλά χωρίς να έχει ξεκαθαριστεί (και ούτε θα ξεκαθαριστεί ποτέ) ο τρόπος της συμμετοχής της,
η Γιαννούλα Μπέλλου ως συνεργός του εγκλήματος και βοηθός στο τεμαχισμό και στην εξαφάνιση του πτώματος
ο Σπύρος Μαγουλόπουλος ως συνεργός στην εξαφάνιση του πτώματος,
και οι Αντώνης Μαγουλόπουλος και Γιώργος Κορναράκης ως εκτελεστές της εξαφάνισης του πτώματος.


Σε όλο το διάστημα της δίκης το ενδιαφέρον του κοινού και των εφημερίδων παρέμεινε αμείωτο. Η αίθουσα του Πλημμελειοδικείου ήταν πάντα κατάμεστη απο κόσμο -τόσο που κάθε μέρα σημειώνονταν λιποθυμίες – αλλά και οι δρόμοι γύρω απο τα δικαστήρια ήταν πηγμένοι απο τους ανθρώπους που ήθελαν να δουν απο κοντά τις ¨μέγαιρες¨, τις “φόνισσες” και τις “κακούργες” να μπαινοβγαίνουν, για να τις βρίσουν και να τις λυντσάρουν.
Τελικά, δεν κατέθεσαν όλοι οι μάρτυρες. Το δικαστήριο, βλέποντας οτι με τόσους πολλούς μάρτυρες η δίκη μπορούσε να τραβήξει για δυο και παραπάνω μήνες, αποφάσισε οτι όσοι καλούνταν να καταθέσουν και έλειπαν θα διαγράφονταν απο τον κατάλογο και δεν θα είχαν άλλη ευκαιρία κατάθεσης. Έτσι, ουσιαστικά, κατέθεσαν περίπου 25 μάρτυρες κατηγορίας και 14 υπεράσπισης. Επίσης κατέθεσαν πραγματογνώμονες ψυχίατροι για να λύσουν το μυστήριο της κατάστασης του Μοσκιού, επιδείχτηκαν τα τεκμήρια του φόνου, καθώς και το γύψινο πρόπλασμα του στήθους του Αθανασόπουλου, που είχαν κατασκευάσει οι ειδικοί της ιατροδικαστικής υπηρεσίας πέρσυ. Η υπεράσπιση ζητεί να πάει σύσσωμο το δικαστήριο στο σπίτι του Αθανασόπουλου προκειμένου να λάβουν ακριβή γνώση των χώρων και του τρόπου της δολοφονίας αλλά το δικαστήριο αρνείται, τελείως πεπεισμένο οτι ξέρει πως έγινε η δολοφονία.
Στις 7 Μάρτη τελειώνει η ακροαματική διαδικασία και αρχίζουν οι απολογίες των κρατουμένων. Πρώτος απολογείται ο Κορναράκης, μετά οι Αντώνης και Σπύρος Μαγουλόπουλος, η υπηρέτρια Γιαννούλα Μπέλλου και την Πέμπτη 10 Μαρτίου, η δίκη φτάνει στο δημοφιλέστερο σημείο της με την απολογία της Φούλας Αθανασοπούλου. Από τις προηγούμενες μέρες ο συνωστισμός στην αίθουσα έφτασε στο απροχώρητο. Από την προηγουμένη όμως, το δικαστήριο επειδή πίστευε οτι θα ακούγονταν πράγματα που θα πρόσβαλλαν τη δημόσια αιδώ, αποφάσισε να συνεχιστεί η δίκη κεκλεισμένων των θυρών. Αυτή η απαγόρευση κράτησε όσο απολογούνταν η Φούλα, η οποία επί δυόμισυ μέρες εξέθετε με απόλυτη σαφήνεια, διαύγεια και ευαισθησία ολόκληρη σχεδόν την προηγούμενη ζωή της, τη συζυγική δυστυχία της, αλλά και τα περιστατικά της δολοφονίας. Μετά συνέχισε η μητέρα της και τέλος ο Μοσκιός. Ο Μοσκιός βέβαια δεν μπόρεσε να καταθέσει και αντ' αυτού διαβάστηκαν οι καταθέσεις που είχε δώσει πέρσι στον ανακριτή. Την Τρίτη 15 Μάρτη περαιώνεται η αποδεικτική διαδικασία και αρχίζουν οι αγορεύσεις.
Ο πολύς, Εισαγγελέας Εφετών Ρηγανάκος, με μια 5ωρη αγόρευση προσπαθεί να καταποντίσει -κυρίως τις γυναίκες κατηγορούμενες – και ζητάει την καταδίκη και των τριών σε θάνατο γιατί ... όχι μόνο εξετέλεσαν την άγρια ανθρωποκτονία εκ προμελέτης αλλά επίσης μόλυναν την τίμια ελληνική συζυγική εστία, και στιγμάτισαν και αυτόν τον νεοελληνικό πολιτισμό....  Οι αγορεύσεις συνηγόρων και κατηγόρων θα κρατήσουν μέχρι τις 24 Μάρτη.
Αργά το βράδυ της 24ης Μαρτίου οι ένορκοι αποσύρονται σε σύσκεψη. Κατά τις 4:00 το πρωί της 25ης Μάρτη επιστρέφουν για να κρίνουν τους 4 κατηγορουμένους ενόχους ...οτι από κοινού συμφέροντος κινούμενοι συναπεφάσισαν την εκτέλεση της δολοφονίας του Αθανασόπουλου και ένεκα ταύτης συνομολογήσαντες προς αλλήλους αμοιβαίαν συνδρομή, και εσκεμμένως εξετέλεσαν ανθρωποκτονία. Δίνει ελαφρυντικά στον Δημήτρη Μοσκιό ότι .... ετέλεσε το παραπάνω κακούργημα σε κατάσταση σύγχυσης του νοός και των αισθήσεων κα χωρίς πλήρη συνείδηση των πράξεων του... Κρίνει ένοχο τον Σπύρο Μαγουλόπουλο ...ότι συνήργησε εν γνώσει και επίτηδες στο ως άνω πραχθέν κακούργημα.... και κρίνει αθώους τους Αντώνη Μαγουλόπουλο και Δημήτρη Κορναράκη.

Ετυμηγορία
Οι τέσσερεις κύριοι κατηγορούμενοι
Άρτεμις Κάστρου και Φούλα Αθανασοπούλου ένοχες για φόνο εκ προμελέτης και εξ ιδιοτέλειας και άνευ ουδεμία συγχύσεως.
Γιαννούλα Μπέλλου και Δημήτριος Μοσκιός ένοχοι για φόνο εκ προμελέτης και εξ ιδιοτέλειας ευρισκόμενοι εν μέτρια σύγχυση λόγω βλακείας.
Σπύρος Μαγουλόπουλος συνεργός άνευ ιδιοτέλειας στην απόκρυψη και απόρριψη του πτώματος.
Αντώνης Μαγουλόπουλος και ο Ιωάννης Κορναράκης αθώοι των κατηγοριών.

Ποινές

Μετά τη σύσκεψη των δικαστών επιβλήθησαν οι ακόλουθες ποινές:
Σοφία (Φούλα) Αθανασοπούλου και Άρτεμις Κάστρου: εις θάνατον
Δημήτριος Μοσκιός: πρόσκαιρα δεσμά -20 έτη και 1 μήνας για παράνομη οπλοφορία
Γιαννούλα Μπέλλου: ισόβια δεσμά
Σπύρος Μαγουλόπουλος: 20 μήνες φυλάκιση 

Μετά τη δίκη

Κάστρου, Αθανασοπούλου, Μπέλλου

Η επιτυχημένη αγόρευση του συνηγόρου της Αθανασοπούλου, Τσουκαλά, που ξεσήκωσε θύελλα χειροκροτημάτων μέσα στην αίθουσα του δικαστηρίου αλλά και η απολογία της ίδιας της Φούλας Αθανασοπούλου που για πρώτη φορά, οι πολίτες άκουγαν και τη δική της άποψη για τη ζωή της με τον Αθανασόπουλο και για το έγκλημα, έκαναν τον κόσμο να πάψει να είναι τόσο εχθρικός απέναντί της. Έτσι, όλο και περισσότεροι ζητούσαν να μην εκτελεστεί η ποινή τους, παρά να μετατραπεί σε ισόβια κάθειρξη. Η εφημερίδα Βραδυνή μάλιστα, είχε συντάξει έκκληση προς τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας για να τους δώσει χάρη και πλήθος κόσμου πήγαινε κάθε μέρα στα γραφεία της και υπέγραφε την έκκληση. Η εφημερίδα μάλιστα, καθημερινά σχεδόν, δημοσιεύε τα ονόματα αυτών που υπέγραφαν. Τον Μάη του 1932 και ο πατέρας της Φούλας και σύζυγος της Άρτεμις Κάστρου, παρακάλεσε με τηλεγράφημά του στο υπουργείο Δικαιοσύνης, να ανασταλεί η εκτέλεση της ποινής τους. Παράλληλα, και μέσα στην προκαθορισμένη ημερομηνία, οι συνήγοροι των δυο γυναικών έκαναν αίτηση για αναψηλάφηση της δίκης λόγω παρατυπιών και παρανομιών που είχαν διεξαχθεί κατά τη διάρκειά της. Οι συνήγοροι έλπιζαν ότι μια δίκη εκ νέου, θα άλλαζε τις ποινές που έλαβαν οι πελάτισσές τους. Στις 4 Ιουνίου του 1932 δικάστηκε στον Άρειο Πάγο η αίτηση για την αναψηλάφιση και στις 26 του ίδιου μήνα βγήκε η απόφαση. Ο Άρειος Πάγος έκρινε την αναίρεση δεκτή εν μέρει. Δηλαδή, αποφάσισε ότι ο ένας από τους δέκα λόγους που παρέθεσαν οι συνήγοροι – αυτός της μη ακρίβειας των πρακτικών –(συγκεκριμένα οι συνήγοροι της υπεράσπισης παρατήρησαν ότι τα πρακτικά δεν απέδωσαν, σε ορισμένες περιπτώσεις, με ακρίβεια τις καταθέσεις των μαρτύρων-) ήταν βάσιμος και ως εκ τούτου διέταξε ανακρίσεις, για να εξακριβωθεί το ζήτημα. Στις 21 Σεπτεμβρίου του 1932 όμως, ο Άρειος Πάγος έκρινε τελικά ότι δεν συνέτρεχε λόγος αναίρεσης της δίκης εξ αιτίας αυτού του θέματος.
Έτσι, τώρα, σειρά είχε η αίτηση για παροχή χάριτος προς το Συμβούλιο Χαρίτων το αρμόδιο να αποφασίσει για αυτό το θέμα. Η αγωνία για τις δυο γυναίκες είχε ανέβει στο κατακόρυφο. Αν και η παράδοση των τελευταίων 50 χρόνων στην Ελλάδα, σε αυτό το θέμα, ήταν με το μέρος τους – εθιμικώ δικαίω, γυναίκες καταδικασμένες σε θάνατο δεν εκτελούνταν ποτέ, ωστόσο η υπόθεσή τους είχε προκαλέσει τόση αναταραχή στην κοινή γνώμη, που δεν μπορούσαν να ήταν ήσυχες.
Το Συμβούλιο Χαρίτων τελικά, στη συνεδρίαση της 1ης Δεκέμβρη του 1932, λαμβάνοντας υπόψη και την άψογη συμπεριφορά των δυο κρατουμένων κατά το διάστημα της μέχρι τότε φυλάκισής τους, αποφάσισε την παροχή χάριτος και μετέτρεψε την ποινή τους σε ισόβια δεσμά. Η απόφαση του Συμβουλίου πάρθηκε πρώτα για την Αθανασοπούλου και στην επόμενη συνεδρίαση για την Κάστρου.
Η απόφαση υπογράφτηκε από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, Αλέξανδρο Ζαΐμη, στις 10 Ιανουαρίου του 1933.
Η Γιαννούλα Μπέλλου σύμφωνα με τις πληροφορίες των εφημερίδων, στάθηκε πάντα πιστή σύντροφος και βοηθός των δυο κυρίων της, και κυρίως της Άρτεμις Κάστρου. Μέσα στις φυλακές δούλευε στο υφαντουργείο των φυλακών τα πρωινά και τα απογεύματα έκανε μικρο-θελήματα στις δυο κυρίες της.

Μοσκιός

Για τον Μοσκιό τα πράγματα δεν εξελίχθηκαν καθόλου ευνοϊκά. Μετά την καταδίκη του, ο επέστρεψε στο “Εφηβείο” των φυλακών Αβέρωφ. Όμως παρουσίασε και πάλι διαταραχές στη συμπεριφορά του. Όπως είπε ο διευθυντής των φυλακών στους ψυχιάτρους που πήγαν να τον εξετάσουν, ολόκληρη ομάδα φυλάκων του Εφηβείου προσπαθούσε κάθε φορά να τον ταΐσει για να μην πεθάνει από την πείνα. Το μόνο που τρώει είναι το ψωμί, γιατί μάλλον αυτό αντιλαμβάνεται για φαγώσιμο ενώ οτιδήποτε άλλο αρνείται να το φάει. Οι φύλακες για να τον αναγκάσουν να φάει, τον χτυπάνε με τον βούρδουλα ή απειλούν ότι θα τον χτυπήσουν και μόνο έτσι, φοβούμενος το ξύλο, τρώει. Επίσης ,παραμένει ολόκληρες ώρες ακίνητος, ενώ κατά διαστήματα το πρόσωπό του συσπάται από διάφορες γκριμάτσες. Όταν είναι μόνος του συνεχώς φωνάζει και βγάζει άναρθρες κραυγές για να ησυχάσει όταν κάποιος έρθει κοντά του. Έτσι, στις 13 Απριλίου του 1932 διατάχτηκε η μεταφορά του στο δημόσιο ψυχιατρείο, το Δαφνί.
Τον Οκτώβριο του 1933 αρρώστησε βαριά απο τύφο. Απο το ψυχιατρείο μεταφέρθηκε για νοσηλεία στο νοσοκομείο Λοιμωδών Νόσων. Για ένα μήνα ήταν βαριά άρρωστος με τον πυρετό να κυμαίνεται στους 41 βαθμούς, και κρίσεις νευρικές και ρίγη να συγκλονίζουν το κορμί του. Μια νύχτα οι κρίσεις ήταν τόσο έντονες που είχε παραισθήσεις και σηκώθηκε και αναποδογύρισε τα πάντα μέσα στο θάλαμο, φωνάζοντας οτι τον κυνηγάνε για να τον σκοτώσουν. Ακριβώς απο την επόμενη μέρα άρχισε να δίνει σημάδια καλυτέρευσης. Σταμάτησε να βήχει και να φτύνει, δεν τρεμούλιαζε και κατά το μεσημέρι της ίδιας μέρας, ζήτησε ένα ποτήρι νερό.
Οι ψυχίατροι δεν εξεπλάγησαν και μάλιστα ο ψυχίατρος του δημόσιου ψυχιατρείου Κονιός, είπε οτι η πυρετοθεραπεία -με ενέσεις τύφου- χρησιμοποιείται συχνά απο τους ψυχιάτρους για να θεραπεύσουν τους ασθενείς. Η κατάσταση του βελτιωνόταν μέρα με τη μέρα και ξαναγύρισε και πάλι στο Δαφνί. Όταν οι δημοσιογράφοι τον επισκέπτονται στο ψυχιατρείο, τον βρίσκουν ήρεμο, λογικό αλλά πετσί και κόκκαλο. Τους είπε οτι κατά τη διάρκεια της δίκης τα καταλάβαινε και τα έβλεπε όλα και τα θυμόταν όλα αλλά δεν μπορούσε να μιλήσει γιατί βούιζε το κεφάλι του και πνιγόταν στο λαιμό.
Δυστυχώς όμως μετά τον τύφο, ήρθε η φυματίωση. Φυματικός και μάλιστα στο δεύτερο στάδιο, στις 17 Φλεβάρη του 1934 θα μεταφερθεί για θεραπεία στο περίπτερο των φυλακισμένων που υπήρχε στο νοσοκομείο Σωτηρία ειδικά για τους φυματικούς κρατούμενους.
Η θεραπεία δεν θα έρθει ποτέ. Ο μόλις 21 χρονών Δημήτρης Μοσκιός θα πεθάνει απο φυματιώση στις 16 Γενάρη του 1936 και θα ταφεί με έξοδα του δημοσίου, στο Β' Νεκροταφείο.

Σπύρος Μαγουλόπουλος

Ο Μαγουλόπουλος αφού εξέτισε κανονικά το 18μηνο της ποινής του, στις φυλακές Συγγρού, απολύθηκε στις 29 Οκτωβρίου 1932.
Σε συνέντευξη σε δημοσιογράφο της εφημερίδας Ελεύθερος Άνθρωπος λέει: Κανείς δεν ξέρει ακόμη τι έχει γίνει! Η αλήθεια όπως εγώ την ξέρω δεν φάνηκε στη δίκη. Δεν μπορούσε όμως και να φανεί με τόσους ψευδομάρτυρες που παρήλασαν για να καταθέσουν πράγματα φανταστικά που και οι ίδιοι όμως κατάντησαν στο τέλος να πιστέψουν ότι ήταν αλήθεια αυτά που έλεγαν. Όποιος έμπαινε στην αίθουσα τα έχανε. Τον έπνιγε η ατμόσφαιρα.
Για την καταδίκη του πιστεύει ότι: εγώ δικαιότατα καταδικάστηκα. Θέλετε να σας πω και το άλλο; περίμενα να τιμωρηθώ αυστηρότερα. Γιατί αλήθεια είναι ότι βοήθησα στη μεταφορά του πτώματος, χωρίς να καταγγείλω τίποτα στις αρχές.


Πηγή: Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου