Μπάρα

Κυριακή 6 Δεκεμβρίου 2020

Αναμνήσεις από το παλιό όμορφο Περιστέρι

 

η Παλιά πλατεία του Περιστερίου

Αναμνήσεις από το παλιό όμορφο Περιστέρι
 
Πρόσφατα πέρασα από το Περιστέρι, αλλά όλα είχαν αλλάξει, η πλατεία, το δημαρχείο, οι δρόμοι, οι παλιές γειτονιές και μια ρομαντική μελαγχολία με έπιασε. 
Έχουν εκλείψει πλέον οι όμορφες γειτονιές που υπήρχαν σε όλο το παλιό Περιστέρι. 
Θυμάμαι τα καλοκαιρινά βράδια τα βγάζαμε στα σκαλιά των σπιτιών παρέες-παρέες, παίζοντας κρυφτό ή πηγαίνοντας στα καλοκαιρινά σινεμά στον Φοίβο, στην Άβα στην οδό Αριστοτέλους, με τα χαλίκια στο έδαφος, τις καρέκλες με το πλαστικό σκοινί, τις βουκαμβίλιες στη μάντρα, τον πασατέμπο την πορτοκαλάδα και το Ταμ Ταμ. 
Αξέχαστα χρόνια.
Τηλέφωνο είχε στη πλατεία, ακριβώς απέναντι από την Ευαγγελίστρια στο θάλαμο του ΟΤΕ με κερματοδέκτη εκείνες τις μάρκες τις χαραγμένες, ή στο περίπτερο δίπλα από το ζαχαροπλαστείο του Μπενίση με τους καταπληκτικούς λουκουμάδες, που είχε κρεμασμένα με μανταλάκια τα περιοδικά μας ο Μικρός Ήρωας κι ο Μικρός Σερίφης, κι ακόμα τα γυναικεία περιοδικά το Ρομάντζο, το Πάνθεον, το Ντομινό και τη Βεντέττα.
 Ζητούσαμε τη σοκολάτα ΙΟΝ αμυγδάλου του ταλήρου, ή τις πρώτες γκοφρέτες ΜΕΛΟ με τα χαρτάκια με τις φορεσιές και τις σημαίες των χωρών του κόσμου που τα κολούσαμε στο άλμπουμ της ΜΕΛΟ. Πρόσφατα το ανακάλυψα στα πράγματά μου και ακόμη μύριζε με τη μυρωδιά της γκοφρέτας και ξαφνικά γέμισε το μυαλό μου με αναμνήσεις εκείνης της εποχής.
Θυμάμαι μια Κυριακή τον Μάρτιο του 1966 στη κεντρική πλατεία Περιστερίου, έγιναν τα αποκαλυπτήρια του Ηρώου Πεσόντων, από τον τότε δήμαρχο Δημήτρη Φωλόπουλο που είχε εκλεγεί για πρώτη φορά το 1964. 
Πολύς κόσμος και η μπάντα του Δήμου να παιανίζει εμβατήρια, ενώ εμείς που δεν καταλαβαίναμε να χαζεύουμε για να περάσει η ώρα πριν πάμε για φαγητό. 
Εκεί στην πλατεία ήταν το παλαιό Δημαρχείο, ο θερινός κινηματογράφος Φοίβος, δίπλα το καφενείο από όπου βλέπαμε σινεμά κρυφά από το πατάρι του, ο χειμερινός κινηματογράφος Φοίβος, το δισκάδικο του Γαρίου με ορίτζιναλ βινίλυο, το καφεκοπτείο του Παπάζογλου, το ζαχαροπλαστείο του Αγγελόπουλου και πιο πέρα το καθαριστήριο του Παπαδά στη γωνία.
Απέναντι από την πλατεία ήταν το ζαχαροπλαστείο του Μπενίση που έκανε καταπληκτικούς λουκουμάδες με μέλι, μπροστά ήταν η στάση των λεοφωρείων, δίπλα το περίπτερο που αγοράζαμε μίκυ μάους, πίσω ο κήπος του Μπενίση για το καλοκαίρι. 
Η Ευαγγελίστρια και κάτω η παλιά αγορά με το ψαράδικο, πιο πέρα το μπακάλικο του Καραμαλή και ο φούρνος του Λύκου. Αρκετά πιο πέρα ήταν η Γυναικολογική Κλινική του Νικολάου, σημερινό Ιατρικό Περιστερίου.
Στην Εθνικής Αντιστάσεως, δίπλα από το 4ο Δημοτικό, ήταν το βιβλιοπωλείο Φάρος απ' όπου αγοράζαμε τετράδια, βιβλία και παιχνίδια καμιά φορά μετά τα κάλαντα των Χριστουγέννων και του νέου έτους. 
Εκδρομές στο σχολείο μας πήγαιναν στο γήπεδο του Ηφαίστου, του Ατρομήτου και στα εκατόδενδρα. Πινγκ πονγκ και επιτραπέζια παίζαμε στη βασιλική πρόνοια πίσω από τη Θηβών, δίπλα από τη παιδική χαρά που παίζαμε μπάσκετ στο χώμα ασφαλώς. 
Εκεί κοντά είναι και το 2ο Δημοτικό Σχολείο “το Πέτρινο”, από τα πρώτα πέτρινα σχολεία που έχουν διατηρήσει ακόμη τα αρχιτεκτονικά τους στοιχεία. 
Τώρα λειτουργεί ως δημοτική βιβλιοθήκη, την επισκέφθηκα πρόσφατα και έμεινα κατάπληκτος από την οργάνωση και αρτιότητά της, με υπεύθυνη την κυρία Νικολίτσα Καρκούλια, ιδιαίτερα δραστήρια παλαιά δασκάλα του σχολείου. 
Σ’ αυτό το σχολείο πήγα στην Πέμπτη και έκτη δημοτικού, όταν μετακομίσαμε και έφυγα από το 4ο Δημοτικό. 
Δυστυχώς το 4ο δεν διατηρήθηκε και έγινε και αυτό άλλη μία πολυκατοικία.
Χάθηκαν πλέον τα αυθεντικά σουβλάκια με το ντονέρ και την ξεροψημένη πίτα και το κοκκινοπίπερο. Και τα ωραία ψητά στην ταβέρνα του Σταυριανού στη πλατεία δίπλα από τη στάση των λεωφορείων. Τα αστικά λεωφορεία ήταν μπλε, μάρκας Σκάνια και Βόλβο και είχαν τη μηχανή μέσα που ήταν συνήθως καλυμμένη με μπλε δερμάτινα καπιτονέ καλύμματα. 
Καμιά φορά είχε και μια θέση μπροστά δεξιά, δίπλα στη μηχανή που ήταν η καλύτερη για τα παιδικά μας όνειρα. 
Υπήρχε και ο εισπράκτορας στριμωγμένος δίπλα στην πίσω πόρτα με το κλασσικό γκρι καπέλο με το γείσο, ένα πρωτόγονο μικρόφωνο κι έλεγε τις στάσεις. 
Θυμάστε εκείνες τις κερματοθήκες που έβαζε τα κέρματα πενηνταράκια, δραχμές και δεκάρες; 
Ποιος να έχει τότε Ι.Χ. οι λίγοι τυχεροί αγόραζαν VW σκαραβαίους, ή μεταχειρισμένα Ford Cortina, Wartburg και FIAT 1100.
Θυμάμαι τα ξύλινα ψυγεία με τις κολώνες του πάγου που τις έφερνε ο παγοπώλης με την τρίκυκλη μοτοσυκλέτα BMW, κατάλοιπο της γερμανικής κατοχής και τις κουβάλαγε με εκείνο το περίεργο εργαλείο γάντζο. 
Και η βρύση του ψυγείου είχε στο στόμιο της τυλιγμένο ένα λευκό τούλι για φίλτρο. Που ηλεκτρικά ψυγεία, αργότερα θυμάμαι το 1968 είχαμε κάτι ΠΙΤΣΟΣ και ΙΖΟΛΑ και αργότερα τα ΚΕΛΒΙΝΕΙΤΟΡ και το 1970 ήρθαν οι ιταλικές τηλεοράσεις URANYA, που βλέπαμε ποδόσφαιρο τις Κυριακές με τον Διακογιάννη, τον Φουντουκίδη και τον Κατσαρό.
Ο καφές στα καφενεία ήταν μόνο Ελληνικός, τούρκικος λέγονταν τότε. Δεν υπήρχε νεσκαφέ ούτε φραπέ, ούτε καπουτσίνο ούτε εσπρέσο, ούτε καν φίλτρου γαλλικός. 
Μόνο σε κανένα ζαχαροπλαστείο στην Αθήνα στου Φλόκα στην Πανεπιστημίου και στου Παπασπύρου στο Σύνταγμα εύρισκες γαλλικό και βέβαια τον πλήρωνες πανάκριβα.
Σαββατόβραδο σινεμαδάκι στη Κύπρο, στο Φοίβο ή ελληνική ταινία στην Έλενα. 
Ταβερνάκι στου Σταυριανού με μπριζολίτσα, παιδάκια και μια γουλιά μπύρα Fix που μας έδινε κρυφά η μάνα μας. 
Αργότερα έφηβοι στο ζαχαροπλαστείο των αδελφών Αγγελόπουλοι στη πλατεία για φραπέ και πιο μεγάλοι πια σινεμά στην Αθήνα και καφετέρια στον Πύργο των Αθηνών, στο Blue Bell, στου Φλόκα, στο Edelweiss στο Κεφαλάρι, στη Μουριά στα Εξάρχεια και στη Σόνια στη Λ. Αλεξάνδρας.
Η γλυκύτερη αναμονή το καλοκαίρι ήταν ο παγωτατζής με το καρότσι με τις σιδερένιες ρόδες που το έσπρωχνε στο χωματόδρομο. 
Παγωτά ΑΣΤΥ και ΕΒΓΑ μία δραχμή η κρέμα, μιάμιση το κακάο, δύο η σοκολάτα.
Και φρούτα, θεούλη μου τι φρούτα ήταν αυτά! 
Θυμάμαι ακόμα τον πατέρα μου να κουβαλάει κάτι δωδεκάκιλα αμερικάνικα ριγέ καρπούζια και γιαρμάδες που σε κάθε δαγκωνιά τα ζουμιά έτρεχαν στο πηγούνι και το λαιμό. Και πεπόνια που μοσχοβολούσαν. 
Και κεράσια μέλι. Και σταφύλια ολόγλυκα. 
Ψωμί, τυρί, φέτα και καρπούζι για φαγητό. 
Η υπέρτατη γεύση.
Είχαμε φίλους, βγαίναμε στο δρόμο και τους βρίσκαμε. 
Παίζαμε μπάλα και κυνηγητό στους δρόμους. Τα δοκάρια στα αυτοσχέδια γήπεδα ήταν ή οι σχολικές τσάντες ή τα πουλόβερ κι οι ζακέτες μας. 
Πόσες φορές δεν σπάγαμε και κανένα τζάμι και εξαφανιζόμασταν όλοι μαζί αφήνοντας τη μπάλα στα χέρια κάποιου συνταξιούχου που την έσκιζε με το σουγιά και την πέταγε στο δρόμο.
Φεύγαμε απ’ το σπίτι το πρωί και παίζαμε όλη μέρα ελεύθεροι αρκεί να γυρίζαμε πίσω μόλις άρχιζε να σκοτεινιάζει, ή όταν η μάνα μας έβαζε τις φωνές απ το μπαλκόνι να τσακιστούμε να ανεβούμε για διάβασμα. 
Δεν είχαμε βιντεοπαιχνίδια ούτε καν τηλεόραση, ούτε κινητά ούτε υπολογιστές ή internet άντε κανένα ραδιόφωνο με λυχνίες. 
Το καλύτερο δώρο ήταν ένα μικρό τρανζιστοράκι με εννιάβολτη μπαταρία Bereck για να ακούμε ποδόσφαιρο.
Στο γυμνάσιο το ενδέκατο (ΙΑ’) πηγαίναμε και τα Σάββατα, τρείς μέρες πρωί, τρείς μέρες απόγευμα. Τετάρτη απόγευμα Πέμπτη πρωί και την πρώτη ώρα Μαθηματικά. 
Πόσες φορές δεν αισθανθήκαμε το χέρι κάποιου καθηγητή να μας σηκώνει απ τη φαβορίτα ή να μας τραβάει το αυτί ή να μας ρίχνει μια σβουριχτή σφαλιάρα. 
Ποιος δε θυμάται τις καζούρες που κάναμε ιδιαίτερα στους Θεολόγους στους Ιστορικούς και στις Γαλικούδες. 
Θυμάστε στα διαγωνίσματα την απεγνωσμένη προσπάθεια να αντιγράψουμε με το βιβλίο στα γόνατα ή τα σκονάκια κρυμμένα στα μανίκια.
Τότε υπήρχαν τέσσερις εποχές διακριτές μεταξύ τους. 
Τα φύλλα των δέντρων έπεφταν το φθινόπωρο και τα μπουμπούκια των λουλουδιών άνθιζαν την άνοιξη. 
Υπήρχαν δέντρα και κήποι στις αυλές των σπιτιών και χώμα που μύριζε μετά το πότισμα. Θυμάμαι τους πανσέδες, τα σκυλάκια, τα χρυσάνθεμα.
Το Περιστέρι είχε ανθρώπους εργατικούς και έντιμους, εργάτες, τεχνίτες, δικηγόρους, επιστήμονες αλλά προπάντων οικογενειάρχες. 
Μεγαλώσαμε σαν παιδιά με τις χαρές και τις λύπες μας, αλλά ζήσαμε όμορφα. Και θα εξακολουθήσουμε να ζούμε, όσο θέλει ο Θεός, σε πείσμα όλων αυτών που μας πλαστικοποίησαν τη ζωή με δικές τους ιδέες και για δικό τους προσωπικό όφελος. 
Οι σχέσεις των ανθρώπων ήταν πολύ καλές χωρίς κακία και οι μέρες κυλούσαν όμορφα και ευχάριστα στις ωραίες γειτονιές στο παλιό Περιστέρι. 
Έτσι γνώρισα και αγάπησα το Περιστέρι μια πραγματική και ανθρώπινη γειτονιά.
 
 
 
Σχόλιο δικό μου: το βρήκα γραμμένο στο Προφίλ με τις Παλιές φωτογραφίες του Περισετρίου και δεν  μπορούσα να Αντισταθώ στο να μην το Αναρτήσω στο Blog. Ευχαριστώ τον Αντώνη Γερονικολάου που το έγραψε και τον Νεκτάριο Νότη που το δημοσίευσε..

Γεώργιος Δρακόπουλος 

Περιστεριώτης..

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου