Μπάρα

Παρασκευή 18 Δεκεμβρίου 2020

Οργάνωση των πρώτων αερομεταφερόμενων δυνάμεων δασοπυρόσβεσης στην Ελλάδα

dasopirosvesi
Τη δεκαετία του ’90 η Ελλάδα υπήρξε πρωτοπόρος σε ευρωπαϊκό επίπεδο στην οργάνωση αερομεταφερόμενων ομάδων δασοπυρόσβεσης


Οι δασικές πυρκαγιές αποτελούν ένα από τα σημαντικότερα προβλήματα του φυσικού περιβάλλοντος στην Ελλάδα καθώς και στις περισσότερες χώρες με κλίμα μεσογειακού τύπου. 

Το πρόβλημα αυτό μάλιστα συνεχώς χειροτερεύει εξαιτίας μιας σειράς λόγων (εγκατάλειψη της υπαίθρου, συσσώρευση βιομάζας, δημιουργία ζωνών μίξης δασών-οικισμών, αλλαγή κλίματος κ.λπ.) προκαλώντας με ολοένα αυξανόμενη συχνότητα μεγάλες καταστροφές. 

Ως αποτέλεσμα αυτών των καταστροφών, το σύνολο των μεσογειακών χωρών κατά τις δύο τελευταίες δεκαετίες έχει κάνει μεγάλες προσπάθειες για τη βελτίωση της δυνατότητάς τους για την ολοκληρωμένη διαχείριση των πυρκαγιών, με έμφαση όμως στην καταστολή τους.

Η χώρα μας, που έχει αντιμετωπίσει ιδιαίτερα μεγάλες καταστροφές κατά τα τελευταία τρία έτη με πυρκαγιές που το μέγεθός τους ξεπέρασε κατά πολύ κάθε προηγούμενο, προσπαθεί να διορθώσει τα κακώς κείμενα σε όλους τους τομείς (διαχείριση δασών και δασικών εκτάσεων, πρόληψη πυρκαγιών,  προκατασταλτικός σχεδιασμός, δασοπυρόσβεση, αποκατάσταση καμένων εκτάσεων) που οδήγησαν στην παρούσα κατάσταση. 

Και εδώ, η έμφαση δίδεται στην καταστολή των πυρκαγιών. 

Κατά τη δεκαετία του ’90 η Ελλάδα υπήρξε πρωτοπόρος σε ευρωπαϊκό επίπεδο στην οργάνωση αερομεταφερόμενων ομάδων δασοπυρόσβεσης που συμβάλουν στη γρήγορη και αποτελεσματική αρχική προσβολή των πυρκαγιών.

Στην παρούσα εργασία  περιγράφεται το τι έγινε στο παρελθόν, αποτυπώνονται τα προβλήματα, οι δυσκολίες και οι λύσεις και παρουσιάζονται τα αποτελέσματα και τα συμπεράσματα που προέκυψαν από εκείνη την εμπειρία.

Η δασοπυρόσβεση στην Ελλάδα στις αρχές της δεκαετίας του ’90

Στις αρχές της δεκαετίας του ’90 η Δασική Υπηρεσία, που είχε την ευθύνη της δασοπυρόσβεσης, διέθετε περίπου 4.500 μόνιμους υπαλλήλους (δασολόγους, δασοπόνους, δασοφύλακες και δασοπυροσβέστες). 

Στο προσωπικό αυτό προσθέτονταν περί τους 5.600 εποχικοί δασοπυροσβέστες και 650 πυροφύλακες. 

Στο έδαφος η Δασική Υπηρεσία διέθετε 315 ειδικά δασοπυροσβεστικά οχήματα αφιερωμένα στη δασοπυρόσβεση, ενώ υποστήριξη από τον αέρα προσέφεραν 12 αμφίβια αεροσκάφη Canadair CL-215, 22 μονοκινητήρια αεροσκάφη PZL, και 3 συστήματα ρίψης επιβραδυντικών ουσιών τύπου MAFFS τα οποία, όταν απαιτούνταν, προσαρμοζόντουσαν στα υπάρχοντα στρατιωτικά μεταγωγικά αεροσκάφη τύπου C-130 της Πολεμικής Αεροπορίας. Ακόμη, η Δασική Υπηρεσία είχε την υποστήριξη της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας με σημαντικό αριθμό οχημάτων και προσωπικού ιδίως στην αντιμετώπιση πυρκαγιών κοντά σε αστικά κέντρα.

Κατά την περίοδο εκείνη, έχοντας βιώσει τρεις χρονιές (1981, 1985, 1988) με πολλές καταστροφές κατά τη δεκαετία του ’80, ήταν σαφές ότι το πρόβλημα των πυρκαγιών χειροτέρευε και η υπάρχουσα οργάνωση και δυνάμεις ήταν ανεπαρκείς για την αντιμετώπισή του. 

Η μεγάλη ξηρασία του 1992, στο ξεκίνημα ενός τριετούς κύκλου που οδήγησε πολλά μέρη της Ελλάδας σε λειψυδρία, είχε επίσης ως αποτέλεσμα σημαντικές καμένες εκτάσεις περιλαμβανόμενου μεγάλου μέρους του Δρυμού της Βάλια Κάλντα που κάηκε τον Αύγουστο του 1992. 

Η τότε κυβέρνηση ξεκίνησε μια αναζήτηση λύσεων βελτίωσης του αντιπυρικού μηχανισμού ώστε να αποφευχθούν νέες καταστροφές.

Οι αναλύσεις που έγιναν κατέδειξαν ότι, εξαιτίας συγκεκριμένων αδυναμιών του μηχανισμού, συχνά οι πυρκαγιές ξέφευγαν της αρχικής προσβολής λαμβάνοντας μεγάλες διαστάσεις και απαιτώντας πολλαπλάσιες δυνάμεις και προσπάθεια για τον έλεγχό τους. Τέτοιες αδυναμίες ήταν:

• Αναποτελεσματικότητα ελέγχου όταν δεν υπάρχουν δρόμοι για τα πυροσβεστικά οχήματα και όπου το έδαφος είναι πολύ απότομο.
• Περιορισμένη επιχειρησιακή δυνατότητα των εναέριων μέσων, κυρίως των CL-215, σε πυρκαγιές που συμβαίνουν μακριά (> 25 χλμ.) από τη θάλασσα ή μεγάλες λίμνες.
•Ανεπαρκείς πυροσβεστικές δυνάμεις στα εκατοντάδες κατοικημένα νησιά του Αιγαίου και του Ιονίου πελάγους για την αντιμετώπιση πυρκαγιών που ξεφεύγουν της αρχικής προσβολής.
• Αναποτελεσματική κατάσβεση όταν είναι περιορισμένο το διαθέσιμο νερό ή όταν απαιτείται χειρωνακτική εργασία (π.χ. αλυσοπρίονα, φτυάρια κ.λπ.) αφού η μεθοδολογία αντιμετώπισης είναι προσανατολισμένη στην άμεση προσβολή με χρήση νερού από πυροσβεστικά οχήματα.

Η ελληνική κυβέρνηση, αντιλαμβανόμενη σε μεγάλο βαθμό αυτές τις αδυναμίες, αποφάσισε στις αρχές της αντιπυρικής περιόδου του 1993 να ενοικιάσει τις υπηρεσίες δέκα ελικοπτέρων (έξι Bell-212 και τεσσάρων Super Puma) εφοδιασμένων με πτυσσόμενους κάδους υδροληψίας και δασοπυρόσβεσης (Bambi bucket). 

Σύντομα, μετά από αυτό, στις αρχές του Ιουλίου του 1993, με πρόταση του πρώτου των συγγραφέων, αποφασίστηκε η οργάνωση ειδικών αερομεταφερόμενων ομάδων δασοπυρόσβεσης που μεταφερόμενες σε ελάχιστο χρόνο με αυτά τα ελικόπτερα και υποστηριζόμενες από τις ρίψεις νερού που θα έκαναν, θα μπορούσαν να ελέγξουν πυρκαγιές σε απομακρυσμένες περιοχές λίγο μετά την έναρξή τους. 

Η ιδέα για την οργάνωση τέτοιων ομάδων βασίστηκε στα πρότυπα αντίστοιχων ομάδων (helicrews) στις ΗΠΑ και τον Καναδά. 

Η απόφαση αυτή άνοιξε το δρόμο για την οργάνωση των πρώτων αερομεταφερόμενων πυροσβεστικών πληρωμάτων στην Ελλάδα.

Η οργάνωση των αερομεταφερόμενων ομάδων δασοπυρόσβεσης

Η πρώτη πρόσκληση για αιτήσεις εποχικής απασχόλησης εκδόθηκε στα μέσα του Ιουλίου 1993. Με δεδομένο ότι η εργασία αναμενόταν να είναι σκληρή, χειρωνακτική και με μεγάλες απαιτήσεις πειθαρχίας κρίθηκε απόλυτα αναγκαίο να προτιμηθούν υποψήφιοι που είχαν προηγουμένως υπηρετήσει στις ειδικές δυνάμεις (κομάντο) (Λόχοι Ορεινών Καταδρομών, Ομάδες Υποβρυχίων Καταστροφών κ.λπ.) των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων κατά τη διάρκεια της διετούς υποχρεωτικής στρατιωτικής τους θητείας.

Το μέγιστο αποδεκτό όριο ηλικίας καθορίστηκε το 35οέτος. 

Η εφαρμογή των προβλεπόμενων από τον περί προσλήψεων νόμο προθεσμιών είχε ως αποτέλεσμα την ολοκλήρωση της διαδικασίας στρατολόγησης στις 10 Αυγούστου. 

Έξι μέρες αργότερα άρχισε ένα δεκαήμερο εκπαιδευτικό πρόγραμμα για τους επιλεγέντες. 

Καθώς το πρόγραμμα αυτό έπρεπε να ολοκληρωθεί το ταχύτερο δυνατό, η οργάνωσή του βασίσθηκε σε υπάρχοντες πόρους.

Η οργάνωση και εκτέλεση του προγράμματος εκπαίδευσης ανατέθηκε στο Μεσογειακό Αγρονομικό Ινστιτούτο Χανίων, ένα εκπαιδευτικό ινστιτούτο χρηματοδοτούμενο κυρίως από το τότε Υπουργείο Γεωργίας, που διαθέτει ιδιαίτερα καλή οργάνωση, ικανά στελέχη και οικονομική ευελιξία. 

Το πρόγραμμα οργανώθηκε σε συνεργασία με την τότε Γενική Γραμματεία Δασών & Φυσικού Περιβάλλοντος (ΓΓΔ & ΦΠ). Ως χώρος εκπαίδευσης, με τη συνεργασία του Υπουργείου Εθνικής Άμυνας, επιλέχθηκε το στρατόπεδο εκπαίδευσης των ειδικών δυνάμεων του Ελληνικού Στρατού στο Μεγάλο Πεύκο Αττικής. 

Ο χώρος αυτός ήταν οικείος για τους περισσότερους από τους νέους δασοπυροσβέστες και είχε τις απαραίτητες εγκαταστάσεις για να τους επαναφέρει σε πολύ καλή φυσική κατάσταση.

Το τμήμα της οργάνωσης των ομάδων, της εμπέδωσης πνεύματος πειθαρχίας και ομαδικής συνεργασίας και της βελτίωσης της φυσικής κατάρτισης ανατέθηκε στον έμπειρο έφεδρο ταγματάρχη καταδρομών Αλέξανδρο Κόντο. Σημαντική ήταν και η συνδρομή κανονικών στρατιωτικών εκπαιδευτών του στρατοπέδου.

Οι εκπαιδευόμενοι αντιμετώπισαν ένα μη αναμενόμενο σκληρό πρόγραμμα που περιλάμβανε καθημερινά τέσσερις ώρες άσκηση σε δύσκολες καλοκαιρινές συνθήκες. 

Τη δεύτερη εβδομάδα, μεταξύ άλλων ασκήσεων, έπρεπε να αναρριχηθούν σε κάθετους βράχους με τη βοήθεια σχοινιών. 

Οι διαδικασίες αυτές οδήγησαν στην απόρριψη ή την εθελοντική αποχώρηση ενός αριθμού επιλεχθέντων που δεν είχαν τη θέληση ή ήταν ακατάλληλοι για το συγκεκριμένο έργο. 

Επιπρόσθετα, καλλιέργησαν ένα πνεύμα άμιλλας και βοήθησαν στην επιλογή των επικεφαλής των ομάδων. 

Στο σημείο αυτό πρέπει να αναφερθεί η θερμή συμπαράσταση στο όλο εγχείρημα και ιδιαίτερα στους εκπαιδευόμενους του τότε Διευθυντή Προστασίας Δασών Θεόδωρου Παπαδόπουλου. 

Σε αυτόν και στον Αλέξανδρο Κόντο οφείλεται και ο όρος “δασοκομάντος” που υιοθετήθηκε για την περιγραφή των αερομεταφερόμενων ομάδων και ο οποίος βοήθησε στην εμπέδωση ενός κλίματος υπερηφάνειας για το νέο προσωπικό.

Η εκπαίδευση αναλήφθηκε από Έλληνες ειδικούς σε θέματα δασικών πυρκαγιών, περιλαμβανομένων των δύο πρώτων συγγραφέων του παρόντος, και έμπειρο προσωπικό της ΓΓΔ & ΦΠ. 

Η εκπαίδευση βασίστηκε σε επιλεγμένο υλικό από τη βασική εκπαίδευση πυροσβεστών των ΗΠΑ (κυρίως το πρόγραμμα S-190), που προσαρμόστηκε στις ελληνικές συνθήκες. 

Περιελάμβανε μια εισαγωγή για τα καθήκοντα του πυροσβέστη και τη θέση του στην οργάνωση, βασική γνώση συμπεριφοράς φωτιάς και επίδρασης των καιρικών συνθηκών στην πυρκαγιά, αρχές πυρόσβεσης και χρήση χειρωνακτικού και μηχανικού (πυροσβεστικές αντλίες οχημάτων) εξοπλισμού κατάσβεσης. 

Στην εκπαίδευση επίσης αναπτύχθηκαν θέματα ασφάλειας, με έμφαση στα ατυχήματα εργασίας, όπως επίσης σε κινδύνους που οφείλονται στο περιβάλλον της φωτιάς. 

Ακόμη, ένας εξειδικευμένος γιατρός, ο Δρ Δημήτριος Πύρρος,παρέδωσε μαθήματα και παραδείγματα σε θέματα πρώτων βοηθειών. 

Τις τελευταίες λίγες μέρες του προγράμματος τρεις Καναδοί ειδικοί σε δασικές πυρκαγιές από το Ontario, που διατέθηκαν από την εταιρεία ενοικίασης των ελικοπτέρων, προστέθηκαν στους εκπαιδευτές και συνέβαλαν στην εκπαίδευση με την πολύτιμη πείρα τους κυρίως με τη μορφή της πρακτικής εκπαίδευσης σε ένα δασικό περιβάλλον. 

Τέλος, χειριστές των ελικοπτέρων, τα οποία αφίχθησαν από το εξωτερικό περί το τέλος του εκπαιδευτικού προγράμματος, παρείχαν την απαιτούμενη εκπαίδευση σε θέματα ασφάλειας σχετικά με τη μεταφορά πληρωμάτων με ελικόπτερα και τη συνεργασία αέρος-εδάφους κατά τις επιχειρήσεις.

Σχεδόν 150 εκπαιδευόμενοι ολοκλήρωσαν με επιτυχία το πρόγραμμα τις τελευταίες μέρες του Αυγούστου και αμέσως οργανώθηκαν σε ομάδες και άσκησαν τα καθήκοντά τους σε βάσεις ελικοπτέρων ανά την Ελλάδα. 

Αυτοί και τα ελικόπτερα άρχισαν την εργασία τους πολύ αργά σε μία ιδιαίτερα δύσκολη αντιπυρική περίοδο που είχε πολύ αρνητικά αποτελέσματα μέχρι τότε και κατά την οποία η ξηρασία συνεχίστηκε μέχρι το Νοέμβριο. Εργάσθηκαν περίπου 45 ημέρες και βοήθησαν σε πολλές περιπτώσεις, παρά την έλλειψη εμπειρίας, στη μείωση των καταστροφών για το τελευταίο μέρος της μακράς εκείνης αντιπυρικής περιόδου.

Παρά το γεγονός ότι το κόστος της μίσθωσης των ελικοπτέρων και του προγράμματος της οργάνωσης των αερομεταφερόμενων μονάδων πυρόσβεσης ήταν υψηλό για το παραχθέν έργο, δεδομένης της σύντομης διάρκειας της εμπλοκής των αερομεταφερόμενων ομάδων στην καταστολή των πυρκαγιών τη χρονιά εκείνη, τα δύο νέα “εργαλεία” (ελικόπτερα και ομάδες δασοπυρόσβεσης) είχαν την ευκαιρία να δείξουν τις δυνατότητές τους και έτσι κέρδισαν μία θέση στο μηχανισμό δασοπυρόσβεσης της χώρας για τα επόμενα χρόνια.

Το 1994, 1995, 1996 και 1997 οι αναγκαίες αποφάσεις πάρθηκαν πολύ νωρίτερα από το 1993. Ελικόπτερα παρασχέθηκαν από τον Ελληνικό Στρατό και ήταν δύο διαφορετικών τύπων: βαρέως τύπου Boeing Chinook CH-47D και μεσαίου τύπου Bell UH-1H “Ηuey” που έφεραν 7.000 lt και 700 lt κάδους δασοπυρόσβεσης αντίστοιχα. 

Κατά τη διάρκεια αυτών των ετών ο αριθμός των Chinook που διατίθεντο κυμάνθηκε μεταξύ 3 και 4, ενώ των UH-1H μεταξύ 5 και 7, προσδιοριζόμενος στην αρχή κάθε έτους και εξαρτώμενος από τις δυνατότητες της Αεροπορίας Στρατού. 

Ο αριθμός των αερομεταφερόμενων πυροσβεστών βαθμιαία αυξανόταν από 150 το 1993 σε περίπου 370 το 1994, 400 το 1995 και 450 το 1996. 

Έπειτα, το 1997, ανταποκρινόμενη σε περιορισμούς προϋπολογισμού, η νέα ηγεσία της ΓΓΔ&ΦΠ επέλεξε να μειώσει τον αριθμό τους σε περίπου 250.

Ο τύπος απασχόλησης των αερομεταφερόμενων πυροσβεστών παρέμεινε αυστηρά εποχικός κατά τη διάρκεια των πέντε ετών που έδρασαν. 

Ο χρόνος απασχόλησης ήταν περίπου 4,5 μήνες κάθε καλοκαίρι. Η μέγιστη ηλικία παρέμεινε στα 35 έτη. 

Έτσι, μερικοί εξαιρετικά υψηλού επιπέδου απασχολούμενοι με καλή απόδοση και πλούσια εμπειρία εξαιρέθηκαν δεδομένου του ορίου ηλικίας ή δεν επέστρεψαν όταν βρήκαν άλλες λιγότερο επικίνδυνες και περισσότερο μόνιμες απασχολήσεις. 

Η αρκετά μεγάλη εναλλαγή προσωπικού και η βαθμιαία αύξηση του αριθμού των απασχολουμένων, δημιούργησε την ανάγκη για εκπαίδευση των νεοεισερχομένων κάθε έτος, τον Ιούνιο,χρησιμοποιώντας την ίδια μεθοδολογία με αυτή που χρησιμοποιήθηκε κατά το πρώτο έτος ενώ βελτιώθηκαν διάφορα αδύνατα σημεία. 

Ειδικότερα κατά το 1996 η οργάνωση της εκπαίδευσης ανατέθηκε στο Ινστιτούτο Μεσογειακών Δασικών Οικοσυστημάτων & Τεχνολογίας Δασικών Προϊόντων του ΕΘΙΑΓΕ, με το ίδιο ουσιαστικά περιεχόμενο, προσωπικό και πρόγραμμα όπως και κατά τα προηγούμενα έτη. 

Κατά το 1997, οπότε μειώθηκε ο αριθμός των αερομεταφερόμενων ομάδων, δεν απαιτήθηκε οργάνωση εκπαιδευτικού προγράμματος.

Από το 1994, το πλαίσιο οργάνωσης των αερομεταφερόμενων ομάδων πυρόσβεσης περιελάμβανε τρεις τύπους βάσεων. 

Μία κεντρική βάση, στο στρατόπεδο της Αεροπορίας Στρατού στην Πάχη Μεγάρων, που εξυπηρετείτο από δύο ελικόπτερα Chinook, και είχε ένα δυναμικό περίπου 180-200 πυροσβεστών. 

Αυτοί είχαν οργανωθεί σε δύο βάρδιες καλύπτοντας το χρόνο μεταξύ του πρωινού και του απογεύματος. 

Κανονικά υπήρχαν τουλάχιστον δύο “μονάδες” των 33 πυροσβεστών διαθέσιμες για αποστολή οποιαδήποτε στιγμή κατά τη διάρκεια της ημέρας. Καθεμία από αυτές τις μονάδες με τον εξοπλισμό τους μπορούσαν εύκολα να μεταφερθούν από ένα ελικόπτερο Chinook ακόμη και κάτω από σχετικά αντίξοες καιρικές συνθήκες. 

Κατά κανόνα κάθε μονάδα αποτελείτο από έναν επικεφαλής δασολόγο, τέσσερις ομαδάρχες και τέσσερις επταμελείς ομάδες υπό τις εντολές τους. 

Η βάση της Πάχης εξυπηρετούσε ως βάση αρχικής προσβολής για την Αττική όπου ο κίνδυνος πυρκαγιάς και πρόκλησης καταστροφών είναι ιδιαίτερα μεγάλος, αλλά επίσης παρείχε πληρώματα για επεμβάσεις σε απομακρυσμένες περιοχές, όπως η Πίνδος και τα νησιά του Αιγαίου και Ιονίου πελάγους, όπου δεν υπήρχαν αρκετές δυνάμεις πυρόσβεσης για την καταπολέμηση πυρκαγιών που ξέφευγαν από την αρχική προσβολή.

Μια δεύτερη βάση με δύναμη περίπου 80 δασοκομάντος εγκαθίστατο σε ένα από τα μεγαλύτερα και απομακρυσμένα νησιά του Αιγαίου πελάγους (Κρήτη ή Ρόδο), επίσης εξυπηρετείτο από ένα Chinook, που παρείχε κάλυψη αρχικής προσβολής για τα μεγάλα αυτά νησιά καθώς και τα νησιά που βρίσκονται κοντά τους.

Οι βάσεις των ελικοπτέρων UH-1Η ήταν διασκορπισμένες σε στρατιωτικές εγκαταστάσεις που βρίσκονται σε στρατηγικές θέσεις ανά τη χώρα με κύριο σκοπό την άμεση επέμβαση σε πυρκαγιές στο ξεκίνημά τους στο πλαίσιο της αρχικής προσβολής. 

Κάθε βάση είχε περίπου 27 πυροσβέστες οργανωμένους σε εξαμελή πληρώματα: ένα πλήρωμα για την πρωινή βάρδια, ένα δεύτερο για την απογευματινή βάρδια και μία τρίτη σε αναμονή κατά τη διάρκεια των μεσημεριανών ωρών υψηλού κινδύνου καλύπτοντας τις δύο άλλες, όπως επίσης και τις ημέρες ανάπαυσης και αργιών. 

Κάθε UH-1H μετέφερε μια τέτοια ομάδα επιπλέον του τριμελούς στρατιωτικού πληρώματος. 

Το μικρό μέγεθος των UH-1H επέτρεπε την προσγείωση σε χώρο πλησίον της πυρκαγιάς όπως αρμόζει για αρχική προσβολή ενώ τα ελικόπτερα Chinook συχνά έπρεπε να προσγειωθούν σε γήπεδα ποδοσφαίρου κοντά σε κατοικημένες περιοχές και οι πυροσβέστες έπρεπε να περπατήσουν ή να μεταφερθούν με επίγεια μέσα (συχνά αγροτικά ημιφορτηγά) μέχρι την πυρκαγιά.

Τα πληρώματα ήταν εξοπλισμένα με “κλασσικά” εργαλεία χειρός πυρόσβεσης που περιλάμβαναν επινώτιους πυροσβεστήρες, αλυσοπρίονα, τσάπες, πτύα, τσεκούρια και τσουγκράνες. 

Σε κάθε δασοκομάντο χορηγείτο μία στρατιωτικού τύπου στολή, ένα πορτοκαλί γιλέκο για να φοριέται επάνω της ώστε να είναι ορατός από τους πιλότους των εναέριων μέσων, ένα κράνος δασοπυρόσβεσης, στρατιωτικού τύπου άρβυλα και ένα ζεύγος γάντια. 

Κάθε πλήρωμα ήταν εφοδιασμένο με ασύρματο χειρός, ένα κουτί πρώτων βοηθειών και ικανό αριθμό ηλεκτρικών φανών για νυκτερινή εργασία.

Προβλήματα και λύσεις

Στη συνέχεια της εκπαίδευσης και οργάνωσης των αερομεταφερόμενων ομάδων σχεδιάστηκε ένα πρόγραμμα παρακολούθησης (1993-1996) που αναλήφθηκε από μερικούς εκπαιδευτές. 

Το πρόγραμμα αυτό βοήθησε να λυθούν προβλήματα και να διατηρηθεί η πειθαρχία και το ηθικό στις βάσεις. 

Οι επισκέψεις των εκπαιδευτών στις βάσεις, ειδικά στις αρχικές φάσεις του προγράμματος, αποκάλυψαν μερικά σημαντικά προβλήματα. 

Οι εκπαιδευτές κοινοποιούσαν αυτά τα προβλήματα στη ΓΓΔ&ΦΠ και λαμβάνονταν ανάλογα μέτρα για τη λύση τους. Τα κύρια προβλήματα που αντιμετωπίσθηκαν και οι λύσεις σε αυτά περιγράφονται παρακάτω.

• Αναποτελεσματικές διαδικασίες αποστολής, ειδικά κατά τα δύο πρώτα χρόνια, οφειλόμενες στην απειρία των συντονιστών σε αυτό τον τύπο δυνάμεων, κυρίως στο κεντρικό συντονιστικό κέντρο της Αθήνας. 

Το πρόβλημα λύθηκε βελτιώνοντας τις γνώσεις και τις διαδικασίες αποστολής (μείωση του αριθμού και της εναλλαγής των συντονιστών στο Συντονιστικό Κέντρο Δασοπυρόσβεσης (ΣΚΕΔ) στην Αθήνα, βελτίωση των γνώσεων των συντονιστών για τις δυνατότητες και τα όρια δράσης των μονάδων, ανάπτυξη μερικών βασικών κανόνων για αποστολή των μονάδων).

• Μη αναγκαίες καθυστερήσεις στην αποστολή των UH-1H από το συντονιστή δασοπυρόσβεσης του τοπικού δασαρχείου στην περιοχή του οποίου βρισκόταν η βάση του ελικοπτέρου και στον οποίο είχε δοθεί η ευθύνη αποστολής εφόσον εκδηλωνόταν πυρκαγιά στα όρια αυτού του δασαρχείου. 

Μερικές φορές ο συντονιστής βρισκόταν να περιμένει για το πρώτο πυροσβεστικό να φθάσει στην αναφερθείσα πυρκαγιά και να αναφέρει πρώτο για την κατάσταση. Αυτό το πρόβλημα αρχικά μείωσε την αποτελεσματικότητα των UH-1H και των ομάδων που αυτά μετέφεραν. Λύθηκε τονίζοντας στους συντονιστές αυτούς την ανάγκη για μη απώλεια χρόνου κατά την αρχική προσβολή. 

Ακόμη, όταν εκδηλωνόταν πυρκαγιά σε άλλο δασαρχείο γειτονικό εκείνου όπου βρισκόταν η βάση ενός UH-1H, υιοθετήθηκε η διαδικασία της ενημέρωσης του ΣΚΕΔ και η μέσω αυτού εντολή απογείωσης του ελικοπτέρου, επιστήθηκε όμως η προσοχή στους συντονιστές του ΣΚΕΔ για ταχύτατη ανταπόκριση.

• Τα στελέχη των τοπικών δασαρχείων είχαν αρχικά απορίες για το νέο τύπο δυνάμεων που τους είχε διατεθεί. Δε γνώριζαν τις ανάγκες τους και δεν ήταν ενήμεροι για τις ικανότητές τους. 

Έτσι σε ορισμένες περιπτώσεις αναπτύχθηκαν αρνητικά αισθήματα και παρεξηγήσεις. 

Σε πολλές περιπτώσεις έχοντας χρησιμοποιήσει για χρόνια τις ανώτερες ικανότητες κατάσβεσης των πυροσβεστικών οχημάτων, τα στελέχη έβλεπαν με δυσπιστία τα απλά χειρωνακτικά εργαλεία των αερομεταφερόμενων πληρωμάτων. 

Το πρόβλημα λύθηκε με λεπτομερείς εξηγήσεις και κατευθύνσεις στα δασαρχεία που δόθηκαν στους δασάρχες κατά τη διάρκεια ενημερωτικών ημερίδων που διοργανώθηκαν πριν την έναρξη των αντιπυρικών περιόδων του 1994 και 1995, καθώς και με την απόκτηση εμπειρίας στην πράξη. 

Τα στελέχη της Δασικής Υπηρεσίας σύντομα αντιλήφθηκαν τη σπουδαιότητα και αποτελεσματικότητα των ομάδων με τα εργαλεία χειρός που διέθεταν στην αρχική προσβολή, ιδιαίτερα των πυρκαγιών που ήταν δύσκολο ή ιδιαίτερα χρονοβόρο να προσεγγισθούν με πυροσβεστικά οχήματα.

• Κατά τα δύο πρώτα έτη των αποστολών τους οι πυροσβέστες συχνά αφήνονταν χωρίς νερό, τροφή και καύσιμα για τα αλυσοπρίονα, καθόσον πολλοί δασάρχες δεν είχαν συνειδητοποιήσει την ανάγκη να τους σκεφτούν μεταξύ του υπόλοιπου προσωπικού δασοπυρόσβεσης που είχαν να φροντίσουν. 

Οι δασοκομάντος από μόνοι τους έμαθαν μέσω της εμπειρίας να φέρουν κάποιο θερμότερο ρουχισμό για εκείνες τις αποστολές που τους έφερναν σε περιοχές με μεγάλο υψόμετρο, μακριά από τις βάσεις τους οι οποίες κατά κανόνα ήταν στο επίπεδο της θάλασσας. 

Τέτοια προβλήματα γενικά λύθηκαν με την απόκτηση εμπειρίας από τις ομάδες.

• Η μεταφορά των μεγάλων μονάδων (Chinook) αποδείχθηκε προβληματική ειδικά τα πρώτα χρόνια. 

Συχνά το στέλεχος του δασαρχείου που είχε την ευθύνη της κατάσβεσης χρειαζόταν να βρει λύσεις ανάγκης για τη γρήγορη μετακίνηση των μονάδων από το χώρο προσγείωσης του Chinook στην περιοχή της πυρκαγιάς. 

Κατά κανόνα το πρόβλημα λυνόταν με τοπικά μέσα μεταφοράς κυρίως αγροτικά ημιφορτηγά αυτοκίνητα. 

Σε πολλές περιπτώσεις οι μονάδες αυτές παρέμεναν και εργαζόντουσαν κατά τη διάρκεια της νύκτας με εξαιρετικά αποτελέσματα. 

Τα ελικόπτερα Chinook όμως έπρεπε να γυρίσουν στη βάση τους με τη δύση του ηλίου για πλύση από το νερό της θάλασσας,συντήρηση κ.λπ. 

Σύντομα έγινε προφανές ότι η επιστροφή από περιοχές που η απόστασή τους δεν ξεπερνούσε τα 200 χιλιόμετρα από την Αθήνα ήταν απλούστερη και οικονομικότερη όταν γινόταν με λεωφορεία. 

Έτσι, καθώς η Δασική Υπηρεσία δε διέθετε τέτοια λεωφορεία, επιλέχθηκε η λύση της μίσθωσης τουριστικών λεωφορείων για το σκοπό αυτό.

• Ορισμένες φορές παρουσιάστηκαν προβλήματα ηθικού και τριβές. Αυτές προερχόντουσαν κυρίως από καθυστερήσεις στην έναρξη πληρωμής των δασοκομάντος λόγω γραφειοκρατικών διαδικασιών, αλλά και από την αίσθηση ότι πλησίαζε η διακοπή της απασχόλησης προς το τέλος της αντιπυρικής περιόδου. 

Το πρόγραμμα παρακολούθησης βοήθησε στο να ξεπερασθούν προβλήματα ώστε να επικεντρωθεί η προσοχή σε μία αίσθηση αποστολής που διέπνεε τις ομάδες των δασοκομάντος. 

Έτσι, όταν χρειάστηκε, η ομάδα παρακολούθησης πίεσε για την ταχύτερη διακίνηση των εγγράφων ώστε να επισπευσθούν οι πληρωμές, ενώ έγινε κάθε προσπάθεια για την απασχόληση δασοκομάντος σε εργασίες αποκατάστασης καμένων περιοχών, κυρίως γύρω από την Αθήνα, ως έκφραση ενδιαφέροντος και φροντίδας της Δασικής Υπηρεσίας προς το προσωπικό αυτό. 

Το πρόγραμμα παρακολούθησης εξυπηρέτησε
θετικά σ’ αυτή την κατεύθυνση προσπαθώντας να λύσει προβλήματα και συγκρούσεις και να παράσχει μία αίσθηση αποστολής. 

Ακόμη, όπως προαναφέρθηκε, ο τίτλος δασοκομάντος λειτούργησε θετικά για τη διατήρηση του ηθικού. 

Στα χρόνια που πέρασαν από το 1993 που ξεκίνησε η προσπάθεια, αυτός το τίτλος έγινε πασίγνωστος στα μέσα μαζικής ενημέρωσης και η αναγνώριση που είχαν οι δασοκομάντος εκτός από θετικό στοιχείο για το ηθικό τους αποτέλεσε επάξια σημαντικό βοηθητικό στοιχείο εμπειρίας όταν στη συνέχεια αναζήτησαν εργασία στον ιδιωτικό τομέα ή ως απλοί δασοπυροσβέστες.

• Το μεγαλύτερο και τραγικότερο πρόβλημα στη λειτουργία των αερομεταφερόμενων ομάδων αποτέλεσε η συντριβή ενός ελικοπτέρου UH-1H στις 15 Σεπτεμβρίου του 1994 που προκάλεσε το θάνατο επτά δασοκομάντος και του τριμελούς στρατιωτικού πληρώματος. 

Το ελικόπτερο προσέκρουσε σε καλώδια υψηλής τάσης στο βουνό Τερψιθέα στο Δήμο Νικηφόρου του Νομού Δράμας κατά την επιστροφή προς τη βάση του, κατά το σούρουπο εκείνης της ημέρας, μετά την επιτυχή κατάσβεση μιας πυρκαγιάς. 

Η υπηρεσιακή διερεύνηση που ακολούθησε απέδωσε το ατύχημα σε λάθος του χειριστή. 

Το ατύχημα προκάλεσε μεγάλη αίσθηση και πολλά ερωτήματα για την ασφάλεια των δασοκομάντος που όμως βαθμιαία κόπασαν με το πέρασμα του χρόνου και τη διαλεύκανση των συνθηκών του δυστυχήματος.

Το μοιραίο ελικόπτερο που συνετρίβη στις 15 Σεπτεμβρίου του 1994 και προκάλεσε το θάνατο επτά δασοκομάντος και του τριμελούς στρατιωτικού πληρώματος.
Το μοιραίο ελικόπτερο που συνετρίβη στις 15 Σεπτεμβρίου του 1994 και προκάλεσε το θάνατο επτά δασοκομάντος και του τριμελούς στρατιωτικού πληρώματος.


Αποτελέσματα

Τα αποτελέσματα της δράσης των αερομεταφερόμενων δασοπυροσβεστικών ομάδων στα πέντε χρόνια που λειτούργησε ο θεσμός υπήρξαν θετικά. Με τη λύση των προβλημάτων και την απόκτηση εμπειρίας η αποτελεσματικότητά τους βελτιώθηκε. 

Το συντονιστικό κέντρο, που προηγούμενα βασικά χειριζόταν την αποστολή των CL-215, τώρα είχε μια πολύ σπουδαία πρόσθετη δύναμη που μπορούσε να στείλει άμεσα σε πυρκαγιές που ξεσπούσαν σε δύσβατα ή απομακρυσμένα μέρη, ιδίως στην ορεινή ζώνη, καθώς και σε πυρκαγιές που παρουσίαζαν το πλέον σοβαρό δυναμικό καταστροφής. 

Ιδιαίτερα σημαντική ήταν η δυνατότητα ενίσχυσης, κυρίως με τις μονάδες των Chinook, της αντιπυρικής μάχης σε περιοχές, όπως τα νησιά, όπου οι τοπικές δασοπυροσβεστικές δυνάμεις ήταν αριθμητικά ανεπαρκείς. 

Ο συνδυασμός των δασοκομάντος που εργάζονταν στο έδαφος υποστηριζόμενοι από τις ρίψεις των ελικοπτέρων Chinook (5-7 κυβικά μέτρα νερού ανά ρίψη) είχε εξαιρετικά αποτελέσματα στην καταστολή ενός μεγάλου αριθμού πυρκαγιών που θα μπορούσαν να λάβουν καταστροφικές διαστάσεις. 

Πρέπει να επισημανθεί ότι, εκτός από τη διάνοιξη αντιπυρικών λωρίδων με τα χειρωνακτικά τους εργαλεία, και την προσπάθειά τους να εξασφαλίσουν με άμεση επέμβαση μετά κάθε ρίψη νερού την τελική κατάσβεση της φλόγας, οι δασοκομάντος βοηθούσαν και στην καλύτερη αξιοποίηση των δασοπυροσβεστικών οχημάτων καθώς ήταν ιδιαίτερα αποτελεσματικοί, λόγω πλήθους και καλής φυσικής κατάστασης, στη δημιουργία εγκαταστάσεων μεταφοράς νερού με σωλήνες από τα οχήματα, φθάνοντας γρήγορα στη φωτιά.

Ως προς τα ελικόπτερα UH-1H, λόγω του μικρού μεγέθους των ομάδων τους (εξαμελείς) και της μικρής ποσότητας νερού που μπορούσαν να ρίξουν σε κάθε ρίψη (700 λίτρα) η αποτελεσματικότητά τους ήταν άμεσα εξαρτημένη με την ταχύτητα απογείωσης και επέμβασης αλλά και την ταχύτητα εξάπλωσης της πυρκαγιάς. 

Έτσι, οι εξαμελείς ομάδες των δασοκομάντος αυτών είχαν πολύ καλά αποτελέσματα σε πυρκαγιές που εκδηλώνονταν σε δάση μεγάλου υψομέτρου, όπως είναι οι πυρκαγιές που προέρχονται από κεραυνούς, ενώ σε πυρκαγιές πευκοδασών υπό συνθήκες ισχυρού ανέμου, ιδίως αν υπήρχε οποιαδήποτε καθυστέρηση εντοπισμού ή αποστολής, ήταν πολύ δύσκολο από μόνοι τους να επιτύχουν την κατάσβεση. 

Ακόμη και τότε όμως, η συνεργασία με τα πληρώματα των δασοπυροσβεστικών οχημάτων που κατέφθαναν στον τόπο της πυρκαγιάς βελτίωνε σημαντικά τη συνολική δυνατότητα αποτελεσματικής κατάσβεσης.

Τα αποτελέσματα των αερομεταφερόμενων πυροσβεστικών πληρωμάτων δεν έχουν μετρηθεί με ακρίβεια. Όμως, η μείωση της κατ’ έτος καμένης έκτασης από το επίπεδο των 50-65.000 ha της περιόδου 1992-1994 σε 27.000 ha το 1995 και 24.000 ha το 1996, οφείλεται σε μία σειρά από αλλαγές που υλοποιήθηκαν κατά την περίοδο εκείνη από τη Δασική Υπηρεσία (εκπαίδευση προσωπικού, βελτίωση ΣΚΕΔ, έκδοση ημερήσιου χάρτη πρόγνωσης κινδύνου πυρκαγιάς, αύξηση του αριθμού των δασοπυροσβεστικών οχημάτων κ.λπ.) που μαζί με τη συνδυασμένη χρήση ελικοπτέρων και δασοκομάντος βελτίωσαν σημαντικά την αποτελεσματικότητα του μηχανισμού καταστολής. 

Ιδιαίτερα σημαντική ήταν η μείωση των περιπτώσεων σημαντικών πυρκαγιών σε δάση που βρίσκονται σε περιοχές μεγάλου υψομέτρου.

Δυστυχώς, η λειτουργία των αερομεταφερόμενων ομάδων δασοπυρόσβεσης διακόπηκε με την ανάληψη της ευθύνης της δασοπυρόσβεσης από το Πυροσβεστικό Σώμα (ΠΣ). Η λειτουργία των Ειδικών Μονάδων Αντιμετώπισης Καταστροφών (ΕΜΑΚ) του ΠΣ δεν μπόρεσε να αναπληρώσει το κενό καθώς δεν ήταν αερομεταφερόμενοι ούτε υπήρχε το ίδιο πνεύμα δράσης με τους δασοκομάντος. 

Η έλλειψη των δασοκομάντος φάνηκε ιδιαίτερα στις δύσκολες αντιπυρικές περιόδους του 2000 και του 2007 οπότε πολλές πυρκαγιές που εκδηλώθηκαν σε υψηλά δάση δεν αντιμετωπίσθηκαν εγκαίρως και έκαιγαν επί πολλές ημέρες καθώς δεν είναι δυνατή η κατάσβεσή τους μόνο με ρίψεις νερού και χωρίς τη χρήση επίγειων μεθόδων καταστολής με χειρωνακτικά μέσα.

Προτάσεις για το μέλλον

Κατά την άποψη των συγγραφέων, οι οποίοι συνέβαλλαν σημαντικά στη σύλληψη, οργάνωση και εκτέλεση του προγράμματος εκπαίδευσης των δασοκομάντος, η ανάγκη για τη δημιουργία αντίστοιχων αερομεταφερόμενων ομάδων σήμερα συνεχίζει να υπάρχει και μάλιστα σε μεγαλύτερο βαθμό. Η εγκατάλειψη της διαχείρισης των δασών κατά τα τελευταία έτη, που έχει ως αποτέλεσμα τη συσσώρευση βιομάζας, η έλλειψη συντήρησης των δασικών δρόμων που κάνει δυσκολότερη την πρόσβαση σε πολλά δασικά συμπλέγματα, αλλά και η αλλαγή κλίματος που με τη συχνότερη εμφάνιση πολύ ξηρών ετών αυξάνει ιδιαίτερα το κίνδυνο πυρκαγιάς σε δάση που ευρίσκονται σε περιοχές με υψόμετρο πάνω από 1000 μέτρα. 

Ιδιαίτερα εκεί, χωρίς άμεση και αποτελεσματική αρχική προσβολή από καλά εκπαιδευμένες αερομεταφερόμενες δυνάμεις, πολλές πυρκαγιές θα λαμβάνουν διαστάσεις και θα γίνονται εφιάλτες του μηχανισμού δασοπυρόσβεσης συνεχιζόμενες επί πολλές ημέρες καθώς η εξάπλωσή τους δε σταματά με ρίψεις νερού και η απότομη τοπογραφία δυσκολεύει την προσέγγισή τους από το έδαφος. Δεν πρέπει να λησμονείται ότι οι δύο μεγάλες πυρκαγιές στην Πελοπόννησο, στα όρη Πάρνωνας και Ταΰγετος που ξεκίνησαν στις 23 Αυγούστου 2007 και δεν αντιμετωπίσθηκαν με επιτυχία, απετέλεσαν το προοίμιο για τη βιβλική καταστροφή κατά τις πέντε ημέρες που ακολούθησαν.

Ακόμη, πρέπει να επισημανθεί ότι εφόσον γίνει μία αντίστοιχη προσπάθεια οργάνωσης αερομεταφερόμενων ομάδων, αποτελεί προϋπόθεση η καλή εκπαίδευση, η εξαιρετική φυσική κατάσταση, η πειθαρχία αλλά και η δημιουργία πνεύματος ομάδας ώστε υπό δύσκολες συνθήκες και πίεση χρόνου να παράγεται με ασφάλεια το μέγιστο του απαιτούμενου έργου. Τονίζεται ότι, σύμφωνα με το παράδειγμα άλλων χωρών, το προσωπικό αυτό δεν μπορεί να είναι μόνιμο, εκτός ίσως από τους επικεφαλής, οι οποίοι όμως πρέπει επίσης να πληρούν αυστηρά κριτήρια φυσικής κατάστασης και γνώσεων.

Το εποχικό προσωπικό πρέπει να υφίσταται γραπτή αξιολόγηση από τους επικεφαλής στο τέλος κάθε περιόδου ως προς την απόδοσή του και στην αρχή της επόμενης μετά από δοκιμασία ως προς τη φυσική του κατάσταση. Πρέπει να γίνεται κάθε προσπάθεια ώστε οι καλοί εποχικοί δασοπυροσβέστες να έχουν κίνητρο να επανέλθουν. 

Αυτό μπορεί να επιτευχθεί με προτίμησή τους από άπειρους νέους υποψήφιους, αλλά και με μία προοπτική μονιμοποίησης μικρού ποσοστού (περίπου 10%) των καλύτερων από αυτούς μετά από επταετή τουλάχιστον υπηρεσία στις ομάδες ώστε να αναλάβουν το ρόλο του επικεφαλής ομάδας. Ένα λογικό όριο ηλικίας για τα στελέχη τέτοιων ομάδων είναι τα 40 έτη, πέραν του οποίου εκείνοι που θα μονιμοποιούνται θα έχουν τη δυνατότητα να προσφέρουν ως εκπαιδευτές αλλά και ως επίγειοι πυροσβέστες, στους δε υπόλοιπους θα δίδεται διέξοδος για εποχική εργασία στα δασοπυροσβεστικά οχήματα.

Δρ Γαβριήλ Ξανθόπουλος, Εντεταλμένος Ερευνητής
Δρ Γεώργιος Λυριντζής,Διατελέσας Τακτικός Ερευνητής
Γεώργιος Μάντακας,
DSPU Δασολόγος
Ινστιτούτο Μεσογειακών Δασικών Οικοσυστημάτων & Τεχνολογίας Δασικών Προϊόντων

Πηγή : ΕΘΙΑΓΕ (www.nagref.gr)

 

 

Το μνημείο που στήθηκε για τους πεσόντες δασοκομάντος και στρατιωτικούς που θυσιάστηκαν για την προστασία των δασών από τις πυρκαγιές κατά την πτώση του ελικοπτέρου δασοπυρόσβεσης στις 15/9/1994 :


Αντώνης Σφυνιάς, Δασοπόνος
Μανώλης Λιάπης, Δασοφύλακας
Γιώργος Τζιαγκίδης, Δασοκομάντο
Ευάγγελος Κουτσογιώργης, Δασοκομάντο
Μανώλης Κεσικιάδης, Δασοκομάντο
Γρηγόρης Αδάμος, Δασοκομάντο
Χρήστος Κρικόπουλος, Δασοκομάντο
Θεόκλητος Καλφόπουλος, Λοχαγός
Δημήτριος Σκουντάς, Αρχιλοχίας
Δημήτριος Κωστόπουλος, Αρχιλοχίας

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου